Με τη χαροκαμένη μάνα να καταθέτει με λυγμούς στο βήμα του μάρτυρα και το ακροατήριο να μην μπορεί να συγκρατήσει τα δάκρυά του, συνεχίστηκε η δίκη για την εξαφάνιση και δολοφονία του Μάριου Παπαγεωργίου στο Μεικτό Ορκωτό Εφετείο της Αθήνας.
«Δολοφόνοι σκοτώσατε το παιδί μου», φώναζε η Βαρβάρα Θεοδωράκη.
Ο Μάριος Παπαγεωργίου εξαφανίστηκε στις 9 Αυγούστου του 2012. Την επόμενη μέρα η μητέρα του δέχθηκε τηλεφώνημα από τους απαγωγείς του, οι οποίοι της ζητούσαν λύτρα 620.000 ευρώ για να τον αφήσουν ελεύθερο.
Μετά από παρότρυνση του 73χρονου οικογενειακού τότε φίλου και σήμερα βασικού κατηγορούμενου, φερόμενου ως εγκέφαλου της απαγωγής και δολοφονίας του γιου της, η Βαρβάρα Θεοδωράκη δεν ειδοποίησε τις αρχές.
«Έβαλα τα φίδια και σκότωσαν το παιδί μου, εγώ είμαι υπεύθυνη για ό,τι έγινε», είπε στην κατάθεσή της η μητέρα του Μάριου, ζητώντας από το δικαστήριο και τον εισαγγελέα της έδρας να την βοηθήσουν να βρει «τα κόκκαλα του Μάριου και πού τα έχουν πετάξει».
Στην κατάθεσή της η μάρτυρας αναφέρθηκε στη γνωριμία της με τον 73χρονο και τη σύζυγό του πριν από 17 χρόνια, ο οποίος της παρουσιάστηκε, ως άτομο με υψηλές γνωριμίες και της έλεγε ότι εργαζόταν στην CIA και την ΕΥΠ.
«Μας έλεγε τόσο εκείνος, όσο και η γυναίκα του και οι δύο γιοι τους ότι ήταν υπασπιστής του εκάστοτε Αμερικανού στρατηγού.
Ο δολοφόνος ερχόταν κι έπιανε κουβέντα με το Μάριο, του είχε δανείσει για 15 ημέρες ένα αυτοκίνητο. Είχε εντυπωσιάσει τον παιδί μου και εμάς. Η οικογένειά του έδειχνε να είναι συγκροτημένη, μόνο και μόνο για να μας προσεγγίσουν. Έβλεπα ότι το παιδί μου ήταν ικανοποιημένο από αυτή την φιλία. Η μάνα μου, ήταν από τα ίδια χωριά με το δολοφόνο (από χωριά της Μάνης) και αυτό μας έπεισε. Του είχε τρομερή εμπιστοσύνη», είπε με δάκρυα στα μάτια η κυρία Θεοδωράκη.
Στην κατάθεσή της η μάρτυρας ανέφερε ότι οι φιλικές σχέσεις με τον γιο της έγιναν πιο στενές και είχαν καθημερινή επικοινωνία. Η κ. Θεοδωράκη είπε ακόμη ότι η οικογένεια του κατηγορουμένου γνώριζε τα πάντα για την περιουσιακή της κατάσταση.
«Είχα την αφέλεια και τα έλεγα μόνη μου. Από εμένα είχαν μάθει τα περισσότερα. Λυπάμαι και μέμφομαι τον εαυτό μου για αυτό. Τους είχα πει και για τις καταθέσεις μου. Γνώριζαν ότι είχα 450 χιλ. ευρώ στην τράπεζα αλλά όχι ότι τα είχα δεσμεύσει για αγορά οικοπέδου. Είχα βάλει δυο φίδια μέσα στο σπίτι μου».
Η μέρα της απαγωγής
Στις 9 Αυγούστου, μαζί με τον Μάριο και τη μητέρα της πήγαν στο εξοχικό τους στο Διακοφτό.
«Ο Μάριος ήταν ο διαχειριστής των οικονομικών μας. Ήταν ο άντρας του σπιτιού, πάντα μετρημένος και φειδωλός με τη διαχείρισή τους. Εκείνη την ημέρα μου είπε “κοιμηθείτε, έχω κλειδιά, θα αργήσω”. Γύρω στις 3 τα ξημερώματα χτυπάει το σταθερό τηλέφωνο. Μια φωνή από την άλλη πλευρά της γραμμής μου είπε: “Κυρία μου δίναμε καθαρό πράγμα στο γιο σας, μας χρωστάει 620 χιλ. ευρώ”. Νόμιζα ότι μου έκαναν πλάκα. Μέσα στη σύγχυσή μου ο μόνος άνθρωπος που σκέφτηκα να τηλεφωνήσω ήταν ο 73χρονος. Τηλεφώνησα στη γυναίκα του και εκείνη σαν να περίμενε το τηλεφώνημά μου το σήκωσε αμέσως. Της είπα τι συνέβη. Μου είπε πως ο άνδρας της ήταν με κάποιον στρατηγό, πως θα τον ειδοποιούσε και εκείνος θα με καλούσε. Φυσικά δεν με κάλεσε ποτέ. Σκέφτηκα ότι θα είναι το πιο κατάλληλο πρόσωπο αφού έλεγε ότι ήταν αρχηγός της ΕΥΠ. Ακολούθησε και δεύτερο τηλεφώνημα και η ίδια φωνή μου είπε τα ίδια ότι ο Μάριος χρωστάει 620 χιλιάδες ευρώ. Μια φορά μου είπαν ότι θα τον σκοτώσουν και κάποια άλλη ότι θα τον στείλουν στην Αμερική», είπε η μάρτυρας.
Σε συνάντηση που είχε με τη σύζυγο του 73χρονου – επίσης κατηγορουμένης-, μετά την εξαφάνιση, της είπε ότι ο Μάριος έπαιρνε ναρκωτικά.
«Είμαι γιατρός. Το παιδί μου δεν πήρε ποτέ ναρκωτικά ούτε κάπνιζε».
Η μάρτυρας υποστήριξε ότι στη συνέχεια προσπαθούσε να μαζέψει τα χρήματα.
«Όταν είδαν ότι δεν μπορώ να τα μαζέψω μου είπαν να πάω σε τοκογλύφο…Η κουμπάρα μου μου έστειλε 40 χιλ. ευρώ, είχε όμως φωτογραφίσει τα χρήματα. Όταν τους το είπα, ο κατηγορούμενος χτύπησε το χέρι του στο τραπέζι και είπε «παραιτούμαι». Μου έλεγαν ότι ο Μάριος είναι ναρκομανής ότι έπρεπε να δώσω λεφτά. Ήμουν ηλίθια. Μου ζητούσαν να δώσω όσο χρήματα είχα μαζέψει. Τότε ήταν 270 χιλιάδες ευρώ. Συγγενείς, φίλοι και συνάδελφοι μου έλεγαν να πάω στην αστυνομία αλλά είχα εμπιστοσύνη στον «εγκέφαλο». 16 Αυγούστου πήγα στην αστυνομία και έκανα καταγγελία. Είχα αρχίσει να φοβάμαι, να σπάω. Φοβόμουν ότι θα σκοτώσουν το παιδί μου. Με πήρε κάποιος αστυνομικός και πήγαμε σπίτι και πήραμε 313 χιλ. ευρώ. Οι αστυνομικοί που είπαν είναι δική σου υπόθεση αν θα τα δώσεις. Μου είχαν πει πως όταν τους δώσω τα χρήματα, θα αγκαλιάσω την άλλη ημέρα το πρωί το παιδί μου.
Πρόεδρος: Πότε σταματήσετε να έχετε επαφή;
Μάρτυρας: Μου είπε η αστυνομία να μην διακόψω τις σχέσεις μου μαζί τους. Τους είχα σιχαθεί…Έμαθα εκ των υστέρων ότι είχαν σκοτώσει το παιδί μου από την πρώτη ημέρα…
Πρόεδρος: Τι άλλο μάθατε εκ των υστέρων για τον πρώτο κατηγορούμενο;
Μάρτυρας: Ότι ποτέ δεν είχε δουλέψει στη ζωή του, δεν είχε κάνει ποτέ φορολογική δήλωση.
«Δεν πρόκειται να συνέλθω αν δεν βρεθούν κόκαλα του παιδιού μου! Θέλω να με βοηθήσετε!», είπε ξεσπώντας σε λυγμούς…
Εισαγγελέας: Όλα θα τα βρούμε αλλά πρέπει να μας βοηθήσετε.
Μάρτυρας: Εγώ έβαλα τα φίδια και σκότωσα το παιδί μου. Εγώ είμαι υπεύθυνη. Ακόμα τον προστατεύουν…
Εισαγγελέας: Του έχουν επιβληθεί ισόβια!
Μάρτυρας: Σας παρακαλώ, είστε Δικαιοσύνη, θέλω να μου βρείτε τα κοκαλάκια παιδιού μου!
Η δίκη θα συνεχιστεί στις 27 Απριλίου.