Skip to main content

Οι δημοσκοπήσεις και ο «πόλεμος» των εκλογών

Του Γιάννη Καμπουράκη
[email protected]

«Η στρατηγική μας είναι να γίνουν εκλογές τον Οκτώβριο. Τις επόμενες εβδομάδες μπορεί να υπάρξουν νέες εκτιμήσεις».

Η φράση ανήκει στον υπουργό Επικρατείας, Χριστόφορο Βερναρδάκη, αλλά από πλευράς δημοσιότητας δεν δόθηκε η δέουσα προσοχή. Ο λόγος ήταν ότι ειπώθηκε σε μία συνέντευξη κατά την οποία προέβλεψε για δεύτερη φορά δημοσίως ότι το Κίνημα Αλλαγής δε θα καταφέρει να μπει στη Βουλή στις επόμενες εκλογές, πρόβλεψη που «τράβηξε» όλο το φορτίο δημοσιότητας.

Δύο ημέρες μετά από αυτή τη δήλωση, δύο κορυφαία και προβεβλημένα στελέχη της κυβέρνησης, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Δημήτρης Τζανακόπουλος, και η υπουργός Εργασίας, Έφη Αχτσιόγλου εξαπέλυσαν δριμεία, προεκλογικού ύφους, επίθεση κατά των εταιρειών δημοσκοπήσεων, αμφισβητώντας ευθέως τις μετρήσεις τους και αφήνοντας να εννοηθεί ότι η πολιτική πραγματικότητα είναι άλλη, τελείως διαφορετική από αυτή που φαίνονται στα slides των μετρήσεων της κοινής γνώμης, που δημοσιεύονται.

Αλήθεια, έχει ο ΣΥΡΙΖΑ στη διάθεσή του άλλες μετρήσεις, που δείχνουν μία εικόνα ριζικά διαφορετική ή κατά τι διαφορετική από την εικόνα που προβάλλουν οι δημοσκοπήσεις; Και αν έχει, γιατί δεν τις δημοσιοποιεί;

Δύο επικεφαλής εταιρειών δημοσκοπήσεων, μεγάλων και γνωστών εταιρειών και μελών του ΣΕΔΕΑ, δέχθηκαν να συμμετάσχουν σε μία ελεύθερη συζήτηση με τη «Ν» για το φλέγον ζήτημα της αξιοπιστίας των μετρήσεων και κατά πόσο αυτές αποτυπώνουν την πολιτική πραγματικότητα.

«Ας ξεκινήσουμε από αυτό: Τις μετρήσεις που διαβάζουν και αναλύουν στο Μαξίμου τις πραγματοποιεί μεγάλη, πολύ γνωστή εταιρεία δημοσκοπήσεων» λέει ο ένας εκ των δύο, σχολιάζοντας εμμέσως και τις επιθέσεις του ΣΥΡΙΖΑ κατά των εταιρειών.

«Τότε, εξηγήστε μας γιατί η κ. Αχτσιόγλου είπε προχθές ότι η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα που οι δημοσκοπήσεις πέφτουν συνεχώς έξω σε σχέση με τα εκλογικά αποτελέσματα τα τελευταία χρόνια, αλλά και γιατί βλέπουμε τέτοιες διαφορές στις μετρήσεις. Δεν ισχύει αυτό;» ρωτάω.

«Κατ’ αρχάς, αυτό που είπε η κ. Αχτσιόγλου δεν ισχύει. Και τον Ιανουάριο του 2015 και τον Σεπτέμβριο του 2015 – για να μιλήσουμε για τις τελευταίες δύο εκλογικές αναμετρήσεις – πολλές εταιρείες προέβλεψαν τη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ, αρκετές προέβλεψαν και τη διαφορά. Υπήρξε ένα ζήτημα με τις μετρήσεις που αφορούσαν στο δημοψήφισμα τον Ιούλιο του 2015, το θέμα όμως εκεί ήταν κυρίως τεχνικό, μεθοδολογικό. Αφού επαναλάβω το τετριμμένο, ότι μιλάμε για έρευνες που αποτυπώνουν μία σύντομη φάση και όχι για εργαλεία πρόβλεψης εκλογικών αποτελεσμάτων, θα σας πω ότι δεν μπορεί να στηριχθεί ο ισχυρισμός ότι οι εταιρείες που πραγματοποιούν πολιτικές έρευνες μεροληπτούν υπέρ κάποιου κόμματος ή κατά κάποιου άλλου» απαντά ο δεύτερος.

«Σε ό,τι αφορά τις διαφορές στις μετρήσεις, ας κρατήσουμε κατ’ αρχήν ότι όλες οι μετρήσεις, εδώ και πολλούς μήνες συμφωνούν ότι υπάρχει προβάδισμα της Ν.Δ., μικρότερο ή μεγαλύτερο. Το γεγονός ότι άλλη έρευνα καταγράφει π.χ τέσσερις μονάδες και άλλη π.χ. δώδεκα, εμένα δεν με ξενίζει. Αν συγκρίνουμε μετρήσεις της ίδιας εταιρείας, όπως οφείλουμε να κάνουμε, θα δούμε ότι όλες δείχνουν την ίδια “φωτογραφία”, η κάθε μία με τον δικό της “φακό”. Επιπροσθέτως, δεν παρουσιάζουν όλες οι εταιρείες την πρόθεση ψήφου. Άλλος παρουσιάζει πρόθεση ψήφου, άλλος πρόθεση ψήφου με αναγωγή επί των εγκύρων, άλλος εκλογική εκτίμηση, άλλος εκλογική επιρροή κλπ. Θα πρέπει να συμφωνήσουμε να παρουσιάζουμε όλοι έναν πίνακα, π.χ. όλοι την πρόθεση ψήφου χωρίς αναγωγή ή όλοι την πρόθεση ψήφου με αναγωγή, αλλά τέτοια συμφωνία ακόμα δεν υπάρχει…» συμπληρώνει ο πρώτος.

Δύσκολη η ανατροπή, πιθανή η μείωση της διαφοράς

«Έχουν δίκιο στο Μαξίμου και την Κουμουνδούρου που λένε ότι αναμένουν βελτίωση των ποσοστών του ΣΥΡΙΖΑ τους επόμενους μήνες;» η επόμενη ερώτηση.

«Προφανώς στην κυβέρνηση υπάρχει μία ανησυχία και ίσως και ένας εκνευρισμός, επειδή βλέπουν τον λεγόμενο “δείκτη αισιοδοξίας” να βελτιώνεται τους τελευταίους μήνες, αλλά το ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ στην πρόθεση ψήφου να παραμένει στην ίδια περιοχή» απαντά ο ένας εκ των δύο συνομιλητών μας. «Η αναμονή για βελτίωση του ποσοστού του ΣΥΡΙΖΑ βασίζεται στην προσμονή ότι αφού βελτιώνεται ο δείκτης αισιοδοξίας των πολιτών, κάποια στιγμή θα ανέβει και ο ΣΥΡΙΖΑ» συμπληρώνει ο δεύτερος και καταλήγει: «Δεν είναι βέβαιο, δεν είναι απίθανο».

«Πρέπει ακόμα να σημειώσουμε την εικόνα παγίωσης των δεδομένων που καταγράφουμε εδώ και καιρό. Είτε μεγάλη, άρα και αντιπροσωπευτική πλειοψηφία, δεν επηρεάζεται από ό,τι θετικό ή αρνητικό συμβαίνει, είτε θετικά γεγονότα επιδρούν στην κοινή γνώμη μαζί με αρνητικά και η μεταβολή είναι μικρή ως ανύπαρκτη» σημειώνει ο πρώτος και υποστηρίζει ότι διάφορα ποιοτικά στοιχεία, όπως η παράσταση νίκης, η βεβαιότητα ψήφου, η προτίμηση νίκης, αλλά και η καταλληλότητα  για την πρωθυπουργία, είτε ανάμεσα στον κ. Τσίπρα και τον κ. Μητσοτάκη, είτε στον πίνακα των αυθόρμητων απαντήσεων, δείχνουν σαφές προβάδισμα της Ν.Δ.

«Αυτό το προβάδισμα, ανατρέπεται;» είναι η επόμενη ερώτηση.

«Τα πάντα ανατρέπονται, υπό προϋποθέσεις» είναι η απάντηση.

«Ποιες είναι αυτές οι προϋποθέσεις λοιπόν; Τις έχουμε σήμερα ή δεν τις έχουμε;» κόντρα – ερώτηση.

«Κοιτάξτε, η ανατροπή δείχνει εξαιρετικά δύσκολη. Η μείωση της διαφοράς, όμως, είναι εξέλιξη που μπορεί να συμβεί» είναι η δεύτερη απάντηση. «Ο ΣΥΡΙΖΑ ελπίζει να προσελκύσει ψηφοφόρους του κέντρου, η Ν.Δ. να χάσει κόσμο στα δεξιά της και οι αναποφάσιστοι που σήμερα καταγράφονται να ψηφίσουν ΣΥΡΙΖΑ κατά 80%-90%» εξηγεί ο πρώτος  συνομιλητής μας.

«Σε ό,τι αφορά το πρώτο, δεν μιλάμε για “κλοπή” ψηφοφόρων από το Κίνημα Αλλαγής στον ΣΥΡΙΖΑ. Όσοι έχουν μείνει στο Κίνημα Αλλαγής, έχουν έντονα τα χαρακτηριστικά του αντι – ΣΥΡΙΖΑ ψηφοφόρου. Ο ΣΥΡΙΖΑ στοχεύει στον προοδευτικό ψηφοφόρο που έχει αποφασίσει ότι δεν ξαναγυρίζει στο Κίνημα Αλλαγής» διευκρινίζει ο δεύτερος και συνεχίζει: «Φαίνεται ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να συμπιέσει περαιτέρω το Κίνημα Αλλαγής. Ο κ. Τσίπρας, όμως, με τα συνεχή ανοίγματα στην κεντροαριστερά θέλει να διευκολύνει τους δικούς του ψηφοφόρους, με βάση τις εκλογές του 2015, να επιστρέψουν στον ΣΥΡΙΖΑ».

«Σε ό,τι αφορά τη γκρίζα ζώνη των αναποφάσιστων, πρώτον φαίνεται πως όποιοι ψηφοφόροι της Ν.Δ. είχαν ψηφίσει ΣΥΡΙΖΑ το 2015, έχουν επιστρέψει σήμερα στη Νέα Δημοκρατία. Το πρόβλημα του κ. Τσίπρα είναι ότι έχει την ίδια δυναμική με τον κ. Μητσοτάκη στους αναποφάσιστους και αυτό σημαίνει ότι δύσκολα μπορεί να ελπίζει στο ότι θα επαναπατρίσει το 80%-90% που χρειάζεται» επανέρχεται ο πρώτος.

«Ο κ. Μητσοτάκης έχει διείσδυση σε ψηφοφόρους του κέντρου που ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ το 2015 ή ψήφισαν κόμματα του κέντρου, δηλαδή ΠΑΣΟΚ, Ποτάμι, Ένωση Κεντρώων κλπ. Ανησυχεί, ωστόσο, για τις εξελίξεις στα δεξιά της ΝΔ – εκεί δηλαδή που ελπίζει ο ΣΥΡΙΖΑ – μήπως και κάποιος σχηματισμός ή κάποιοι σχηματισμοί καταφέρουν και του “κόψουν” κρίσιμες, για τον στόχο της αυτοδυναμίας, ψήφους» λέει ο δεύτερος για τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

«Δηλαδή, Βελόπουλος;» ρωτάω.

«Ο Βελόπουλος δείχνει τώρα μία σταθερότητα πάνω από το 2%, αλλά δεν ξέρω αν στην τελική ευθεία θα αντέξει. Η μετακίνηση του εκλογικού σώματος σε πιο συντηρητικές θέσεις είναι δεδομένη, αλλά τις ακραίες φωνές είναι πιο πιθανό να τις αποτυπώσει στο ποσοστό της η Χρυσή Αυγή» απαντά ο πρώτος, συμφωνεί και ο δεύτερος.

Το στρατηγικό δίλημμα του πρωθυπουργού

Αμφότεροι οι συνομιλητές μας συμφωνούν ότι ο κ. Τσίπρας, πέραν του ότι έχει να αποφασίσει το κατάλληλο για τον ίδιο timing των εθνικών εκλογών, έχει να πάρει και μία πολύ κρίσιμη απόφαση σε ό,τι αφορά τη στρατηγική του.

«Η στρατηγική της πόλωσης και της όξυνσης έχει οφέλη για τον κ. Τσίπρα, ενέχει όμως και ρίσκο. Είναι σαφές ότι μέσα από αυτή τη στρατηγική στοχεύει στο καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα για τον ΣΥΡΙΖΑ, γνωρίζει όμως ότι ρισκάρει να ενισχυθεί περαιτέρω και η Ν.Δ. και να πετύχει τον στόχο της αυτοδυναμίας» λέει ο ένας συνομιλητής μας.

«Αντιστοίχως, αν επιχειρήσει να πάει σε χαλαρές εκλογές, μειώνει τις πιθανότητες του Κυριάκου Μητσοτάκη να είναι αυτοδύναμος, αλλά ρισκάρει ένα χαμηλό εκλογικό αποτέλεσμα για τον ΣΥΡΙΖΑ, χαμηλότερο από αυτό που πολιτικά και επικοινωνιακά μπορεί να αντέξει» συμπληρώνει ο δεύτερος.

«Άρα;» η επόμενη ερώτηση.

«Άρα, ό,τι και να αποφασίσει ενέχει ρίσκο» απαντά ο πρώτος.

«Ρισκάρω να σας απαντήσω ότι ο κ. Τσίπρας, φύσει και θέσει, θα πάει στην πρώτη γραμμή. Θα επιχειρήσει να πετύχει το μεγαλύτερο δυνατό αποτέλεσμα για τον ΣΥΡΙΖΑ, ακόμα και αν έτσι ρισκάρει να “δώσει” ποσοστό αυτοδυναμίας στον κ. Μητσοτάκη».

«Το σενάριο να στηθούν πέντε κάλπες, σας προβληματίζει;» συνεχίζω.

«Οι πέντε κάλπες θα πρέπει να προβληματίσουν την κυβέρνηση. Αν, για παράδειγμα, υπάρξει ταλαιπωρία των εκλογέων, που θα εκφραστεί;» απαντούν με ερώτηση, σχεδόν ταυτόσημα.

«Αυτό σημαίνει ότι βλέπετε Οκτώβριο;» καταλήγω.

«Το τι βλέπουμε εμείς, δεν έχει σημασία. Σημασία έχει μόνο τι θα σταθμίσει αυτός που αποφασίζει. Και αυτή η απόφαση ενέχει μεγάλο ρίσκο για τον κ. Τσίπρα, αλλά αυτός το γνωρίζει καλύτερα από όλους» είναι η απάντηση που παίρνω και ανανεώνω το ραντεβού για την τελική ευθεία της προεκλογικής αναμέτρησης.