Skip to main content

ΕΛ.ΑΣ.: Πώς εξιχνιάστηκε η δολοφονία του Μένη Κουμανταρέα

Η αξιοποίηση οπτικοακουστικού υλικού από κάμερες καταστημάτων κοντά στο σπίτι του Μένη Κουμανταρέα, αλλά και ένα κινητό τηλέφωνο, οδήγησαν την Αστυνομία στην εξιχνίαση της δολοφονίας του γνωστού συγγραφέα, στις 6 Δεκεμβρίου, στο σπίτι του στην Κυψέλη.

Από τις ανακοινώσεις που έκανε η ΕΛ.ΑΣ., μετά την ανακοίνωση της σύλληψης του 25χρονου Ρουμάνου, προκύπτει επίσης ότι το θύμα γνώριζε τον συλληφθέντα.

Όπως είναι ήδη γνωστό, αναζητείται και δεύτερος Ρουμάνος, ως συναυτουργός, για τον οποίο εκδόθηκε ειδική διάταξη δημοσιοποίησης των στοιχείων ταυτότητάς του από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών. 

Οι ανακοινώσεις της ΕΛ.ΑΣ. για τη δολοφονία του Μένη Κουμανταρέα

Όπως ανακοίνωσε ο Διοικητής Διεύθυνσης Ασφάλειας Αττικής, Ταξίαρχος Παναγιώτης Στάθης από την προανάκριση και την έρευνα προέκυψαν τα εξής:

Την 00.40 ώρα της 06.12, ο συγγραφέας βρέθηκε νεκρός στο κρεβάτι του υπνοδωματίου του από φίλους και συγγενείς, ενώ οι χώροι του διαμερίσματος παρουσίαζαν εικόνα επιλεκτικής έρευνας.

Από την ιατροδικαστική αυτοψία, προσδιορίστηκε ότι ο θάνατος επήλθε 3 έως 6 ώρες περίπου πριν από την εξέταση του νεκρού. Από τη νεκροτομή προέκυψε ότι το θύμα κατέληξε συνεπεία βαρέων κακώσεων κοιλίας, κεφαλής και προσδιορίστηκε, ως πνιγμός, η αιτία θανάτου που προκλήθηκε με τα χέρια – στραγγαλισμός.

Κατά την αυτοψία του τόπου του εγκλήματος, οι χώροι του διαμερίσματος παρουσίαζαν εικόνα επιλεκτικής έρευνας. Δεν παρατηρήθηκαν ίχνη παραβίασης στην κεντρική θύρα και τα παράθυρα, γεγονός που ενίσχυσε την αρχική εκτίμηση των έμπειρων Αξιωματικών της Αστυνομίας, ότι ο δράστης ήταν πρόσωπο του κοινωνικού περιβάλλοντος του θύματος.

Από τη διερεύνηση των στοιχείων, την εκτίμηση, σκιαγράφηση του «προφίλ» του δράστη, την έρευνα « door to door », σε συνδυασμό με το λοιπό προανακριτικό υλικό, προέκυψε ότι ο γνωστός λογοτέχνης έμενε μόνος στο διαμέρισμα, διατηρούσε κοινωνική επαφή με τον συγκεκριμένο αλλοδαπό, τον οποίο είχε γνωρίσει σε μπαρ, στην ευρύτερη περιοχή του κέντρου της Αθήνας.

Περαιτέρω αναζητήθηκε και εξετάστηκε οποιοδήποτε διαθέσιμο οπτικοακουστικό υλικό από επιχειρήσεις και καταστήματα πλησίον της πολυκατοικίας όπου διέμενε το θύμα, από την ανάλυση των οποίων προέκυψε ότι την 17.35 ώρα της 05.12.2014, ο δράστης και ο συνεργός του, που αναζητείται, εισήλθαν στην πολυκατοικία που διέμενε το θύμα, ενώ φαίνεται ότι εξήλθαν την 23.06 ώρα της ίδιας ημέρας. Το θύμα εισήλθε την 22:42:45.

Από τη συνδυαστική αξιολόγηση των άρσεων των τηλεφωνικών συνδέσεων και καταθέσεων ατόμων του φιλικού περιβάλλοντος, διαπιστώθηκε ότι το θύμα είχε γνωρίσει το άτομο, υπήκοο Ρουμανίας με όνομα «STEFAN» και αγνώστων λοιπών στοιχείων.

Οι έρευνες εστιάστηκαν στην κεντρική στόχευση διακρίβωσης του συγκεκριμένου προσώπου, διασταύρωση εγκληματολογικού χαρακτήρα στοιχείων, από τα οποία προέκυψε τηλεφωνικός αριθμός κινητής τηλεφωνίας, ο οποίος καταρχήν φαινόταν ότι ανήκει σε κάτοχο – ανύπαρκτο πρόσωπο Πακιστανικής υπηκοότητας. Ωστόσο σε προγενέστερο χρόνο, το έτος 2013, διαπιστώθηκε ότι οι τηλεφωνικές επικοινωνίες χρησιμοποιούνταν από τον ίδιο το δράστη τον «STEFAN».

Από τη μελέτη όλων αυτών των διασταυρωμένων στοιχείων διαπιστώθηκε ότι, πραγματοποιούνταν επικοινωνίες απογευματινές και βραδινές ώρες της 05.12.2014 και ενεργοποιούνταν κεραίες στην περιοχή της Κυψέλης, περιοχή της κατοικίας του θύματος.

Μετά από συνεχείς και επιστάμενες αναζητήσεις στην περιοχή των Αθηνών κατέστη δυνατή η εξακρίβωση της κατοικίας του προαναφερόμενου ατόμου και τα πλήρη στοιχεία ταυτότητάς του.

Την 21.45 ώρα της 05.01.2015, ο πρώτος δράστης, αυτός που συνελήφθη δηλαδή, εντοπίστηκε να κινείται πεζός στην οδό Προμηθέως στα Πατήσια. Αστυνομικοί τον εντόπισαν, τον πλησίασαν και του ζήτησαν να σταματήσει για έλεγχο, αυτός αντιστάθηκε, ακολούθησε καταδίωξη και συνελήφθη.

Απολογούμενος ισχυρίστηκε ότι τις βραδινές ώρες της 05.12.2014, επισκέφθηκε μαζί με τον συναυτουργό του το θύμα στην κατοικία του τελευταίου προκειμένου να του ζητήσει δανεικά χρήματα. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, όταν του ζήτησε χρήματα το θύμα αντέδρασε και κατά τη λογομαχία ο δράστης τον έσπρωξε με αποτέλεσμα το θύμα να πέσει στο δάπεδο.

Ακολούθως, αποχώρησαν με το φίλο του χωρίς να ερευνήσουν τους χώρους ή να αφαιρέσουν χρήματα ή κοσμήματα. Οι ισχυρισμοί του έρχονται σε πλήρη αντίθεση με το συλλεχθέν προανακριτικό υλικό και σε συνδυασμό με τα αυτοψιακά ευρήματα, αφού ειδικότερα ο ισχυρισμός ότι εισήλθαν 22.30 ώρα της 05.12.2014 καταρρίπτεται από τη μελέτη και την κατάδειξη των αποδείξεων δηλαδή του βιντεοληπτικού υλικού από το οποίο προκύπτει ότι οι δυο δράστες εισέρχονται στην πολυκατοικία την 17:35 ώρα και εξέρχονται την 23:06.

Ο δράστης ισχυρίστηκε ότι λογομάχησαν με το θύμα στον εσωτερικό χώρο του διαμερίσματος, ενώ από την αυτοψία (ανεύρεση γυαλιών του θύματος και κηλίδες αίματος) προκύπτει ότι η αρχή της επίθεσης έλαβε χώρα στο σημείο ανάμεσα από το ασανσέρ και τη σκάλα κλιμακοστασίου, στο ισόγειο δηλαδή.

Επιπρόσθετα, σε κιγκλίδωμα της προαναφερόμενης σκάλας βρέθηκε δακτυλικό αποτύπωμα του δράστη, γεγονός που καταδεικνύει την παρουσία του στο σημείο έναρξης της επίθεσης.

Ο δράστης ισχυρίστηκε ότι κατά τη λογομαχία τους δεν βιαιοπράγησε κατά του θύματος αλλά μόνο τον απώθησε βίαια, ενώ από τα ιατροδικαστικά ευρήματα προκύπτει ότι το θύμα απεβίωσε συνεπεία βαρέων κακώσεων κοιλίας – κεφαλής και συμπίεσης του λαιμού με τα χέρια (στραγγαλισμός).

Το θύμα βρέθηκε σε ύπτια θέση στο κρεβάτι του υπνοδωματίου, ενώ ο δράστης ισχυρίστηκε ότι κατά την αποχώρηση τον άφησε στο χώρο του σαλονιού.

Περαιτέρω ο ισχυρισμός ότι δεν ερεύνησε τους χώρους του διαμερίσματος, καταρρίπτεται από την αυτοψία, από τη φωτογράφηση και εξερεύνηση του χώρου, αφού από την εξερεύνηση προέκυψαν δακτυλικά αποτυπώματα σε τουλάχιστον εννέα διαφορετικά σημεία του διαμερίσματος και χώρους που μόνο ο δράστης θα μπορούσε να είχε θίξει.

Κατά το στάδιο της ανάκρισης ήταν εμφανής η προσπάθεια να αποφύγει την περιγραφή πραγματικών περιστατικών που αναδεικνύουν την ποινική διάσταση των πράξεών τους.

Από τη βαρύτητα των ενδείξεων, των αποδείξεων και του πραγματολογικού υλικού, αναγκάστηκε να ομολογήσει τα στοιχεία του, καθώς και τον αριθμό επικοινωνίας του και το λογαριασμό του στο Facebook από όπου αντλήθηκαν οι φωτογραφίες του.