Τη νομιμότητα των πράξεών του και την αδικαιολόγητη εμπλοκή του ονόματός του στην υπόθεση της Novartis τονίζει σε σχετική ανακοίνωση ο καθηγητής Νίκος Μανιαδάκης, αναπληρωτής κοσμήτωρ της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας (ΕΣΔΥ).
Ειδικότερα ο κ. Μανιαδάκης, με αφορμή πρόσφατα γεγονότα και δημοσιεύματα, αναφέρει ότι ως καθηγητής με ειδίκευση στο αντικείμενο των οικονομικών και της διοίκησης υπηρεσιών υγείας «προσέφερα ανιδιοτελώς κατά την κρίσιμη περίοδο 2010 – 2014 τις γνώσεις, τη διεθνή εμπειρία και τις υπηρεσίες μου, συνεισφέροντας καθοριστικά στον σχεδιασμό πλήθους δράσεων που αποσκοπούσαν στη βελτίωση της οργάνωσης και στη μείωση των δαπανών του συνόλου του συστήματος υγείας».
Ο ίδιος επισημαίνει ότι «τα δημόσια και ιδιωτικά νοσοκομεία αποζημιώνονται σήμερα για τις υπηρεσίες τους με βάση το σύστημα των ΚΕΝ, το οποίο εισηγήθηκα το 2011 ως πρόεδρος της αρμόδιας επιτροπής, κατόπιν πολύμηνης, εθελοντικής και εργώδους προσπάθειας».
Επίσης, όπως συμπληρώνει, «το 2011 ως επιστημονικός υπεύθυνος σχετικού προγράμματος, επέβλεψα την εφαρμογή σύγχρονων λογιστικών προτύπων και τη δημοσίευση ισολογισμών, για πρώτη φορά στο σύνολο των δημοσίων νοσοκομείων της χώρας. Επιπλέον, ως άμισθος ανεξάρτητος εμπειρογνώμονας, το 2012 εισηγήθηκα το πλαίσιο εξυγίανσης του ΕΟΠΥΥ και πλήθος άλλων δράσεων, οι οποίες έχουν συμβάλει στη μείωση των δημοσίων δαπανών και στη βελτίωση της οργάνωσης του συστήματος υγείας».
Ο κ. Μανιαδάκης υπογραμμίζει ότι «η ενορχηστρωμένη προσπάθεια διασύνδεσης του ονόματός μου με αθέμιτες πρακτικές της συγκεκριμένης φαρμακευτικής επιχείρησης είναι αβάσιμες, άδικες και έχουν ποταπά κίνητρα».
Τονίζει επιπλέον ότι «δεν υπήρξα ποτέ μέλος επιτροπής που ενασχολήθηκε με εισηγήσεις αναφορικά με την τιμολόγηση, αποζημίωση ή την συνταγογράφηση συγκεκριμένων φαρμάκων και δεν θα μπορούσα ποτέ να είμαι σε θέση να επηρεάσω τα συμφέροντα οποιασδήποτε φαρμακευτικής εταιρείας. Αντιθέτως, υπηρέτησα το δημόσιο συμφέρον και με εισηγήσεις μου εξοικονόμησε δισεκατομμύρια από τον δημόσιο προϋπολογισμό και μάλιστα πολλές φορές βρέθηκα στο στόχαστρο για αυτό».
Αναφέρει, δε, ότι «την τελευταία δεκαετία, με την εταιρεία Novartis συνεργάστηκα το 2008, κατά την εκπόνηση φαρμακοοικονομικής μελέτης, η οποία έχει άλλους πέντε συγγραφείς, έχει δημοσιευθεί σε διεθνές επιστημονικό περιοδικό, και έχει σαφή και ρητή αναφορά στην πηγή χρηματοδότησης. Έκτοτε έχω χρηματοδοτηθεί για μια διάλεξη το 2015 και άλλη μια το 2016. Οι επιστημονικές αυτές δραστηριότητες έχουν αμειφθεί όπως ορίζει ο κώδικας δεοντολογίας και έχουν κατατεθεί αρμοδίως στις φορολογικές αρχές. Οι αμοιβές για τις άνω υπηρεσίες αφορούν ποσοστό μικρότερο του 1% στο σύνολο των ερευνητικών και συμβουλευτικών μου προγραμμάτων».
Συνεχίζοντας, επισημαίνει ότι «η συμβουλευτική μου εταιρεία, που λειτούργησε την περίοδο 2007 – 2012, όπως και κάθε άλλη επαγγελματική μου δραστηριότητα, οι συναλλαγές μου, οι καταθέσεις μου και τα οικονομικά και τα φορολογικά μου στοιχεία σε βάθος δεκαετίας έχουν ήδη από καιρό ελεγχθεί εξονυχιστικά και επανειλημμένα από τα αρμόδια θεσμικά όργανα και τις φορολογικές αρχές και δεν έχει βρεθεί κάτι μεμπτό ή επιλήψιμο».
Ο κ. Μανιαδάκης σημειώνει ότι «πρόσφατη αναφορά σε έγγραφο του FBI περιέχει το όνομά μου διότι σύμφωνα με κάποιον ανώνυμο μάρτυρα “σύστησα” την Novartis σε μια άλλη εταιρεία. Κάτι τέτοιο είναι αβάσιμο, αλλά και στην περίπτωση που θα ήταν αληθές, διερωτώμαι ποιο είναι το αδίκημα; Από πότε αποτελεί η σύσταση παράνομη πράξη; Επιπλέον, από τη δικογραφία που απεστάλη στη Βουλή προκύπτει ότι στην κατάθεσή του ο ένας από τους προστατευόμενους μάρτυρες, αφού ανασκευάζει τις αρχικές και παντελώς ανυπόστατες αναφορές στο πρόσωπό μου, στο τέλος καταλήγει στο ότι έλαβα ένα τεράστιο ποσό για να συστήσω τάχα τον Αντιπρόεδρο της Νοβάρτις σε πολιτικό πρόσωπο. Αλήθεια, υπάρχει κανείς που δύναται να πιστέψει το αληθές του ισχυρισμού αυτού;».
Κλείνοντας την ανακοίνωσή του ο κ. Μανιαδάκης δηλώνει την εμπιστοσύνη του στην ελληνική Δικαιοσύνη αναμένοντας την πλήρη διαλεύκανση της υπόθεσης, στην αποκατάσταση του ονόματός του, στην απόδοση των όποιων ευθυνών σε αυτούς που πραγματικά ευθύνονται «και όχι σε επιστήμονες που βοήθησαν ουσιαστικά, με αίσθημα ευθύνης και ανιδιοτελώς, σε βάρος της προσωπικής, οικογενειακής και επαγγελματική τους ζωής, μια χώρα που βρέθηκε στα όρια της χρεοκοπίας».