Απορρίπτει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο ως αβάσιμη προσφυγή της Ελλάδας κατά απόφασης που έλαβε τον Μάρτιο του 2015 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, με την οποία έκρινε ότι υπήρξαν «κρατικές ενισχύσεις», μη συμβατές με την ευρωπαϊκή νομοθεσία, προς τη θυγατρική της Cosco εταιρεία «Σταθμός Εμπορευματοκιβωτίων Πειραιά Α.Ε.» (ΣΕΠ).
Όπως αναφέρεται στην απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, η υπόθεση αυτή ξεκίνησε το 2008, και συγκεκριμένα όταν ο Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς (ΟΛΠ) προκήρυξε ευρωπαϊκό δημόσιο διαγωνισμό για την παραχώρηση της εκμεταλλεύσεως των προβλητών ΙΙ και ΙΙΙ. (σ.σ. Ο ΟΛΠ είναι δημόσια εταιρεία κοινής ωφέλειας με αποκλειστικό δικαίωμα χρήσεως της λιμενικής ζώνης ως το 2042. Ο εμπορευματικός λιμένας έχει 3 τερματικούς σταθμούς. Ο τερματικός σταθμός εμπορευματοκιβωτίων διαθέτει δύο προβλήτες.).
Επελέγη η Cosco Pacific Limited η οποία και συνέστησε θυγατρική ειδικού σκοπού, τη Σταθμός Εμπορευματοκιβωτίων Πειραιά. Το ίδιο έτος, ο ΟΛΠ υπέγραψε σύμβαση παραχωρήσεως με τον ΣΕΠ, η οποία κυρώθηκε με τον νόμο 3755/2009.
Στη συνέχεια και συγκεκριμένα στις 23 Μαρτίου 2015, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση (ΕΕ) 2015/1827, σύμφωνα με την οποία υπήρξαν ρυθμίσεις που είχαν τον χαρακτήρα κρατικών ενισχύσεων προς όφελος του ΣΕΠ και οι οποίες, ως γνωστόν, δεν συμβιβάζονται με την κοινοτική νομοθεσία για την εσωτερική ευρωπαϊκή αγορά.
Οι ρυθμίσεις αυτές ήταν οι εξής, όπως αναφέρεται:
1. Η απαλλαγή από τον φόρο εισοδήματος επί δεδουλευμένων τόκων μέχρι την ημερομηνία έναρξης της λειτουργίας του προβλήτα III.
2. Το δικαίωμα για την επιστροφή του πιστωθέντος ΦΠΑ.
3. Η μεταφορά ζημιών εις νέον χωρίς χρονικό περιορισμό.
4. Ημεθόδων απόσβεσης.
5. Η απαλλαγή από τέλη χαρτοσήμου επί των συμφωνιών δανειοδότησης.
Κατά την Επιτροπή η Ελλάδα όφειλε να ανακτήσει άμεσα από τον ΣΕΠ και τη μητρική του εταιρεία Cosco, τα χρηματικά ποσά που αντιστοιχούσαν στις καταχρηστικώς – κατά την Επιτροπή – χορηγηθείσες ενισχύσεις, περιλαμβανομένων των τόκων, υπολογιζομένων με τη μέθοδο του ανατοκισμού.
Στις 2 Ιουνίου 2015, η Ελλάδα άσκησε προσφυγή ακυρώσεως της αποφάσεως της Επιτροπής, προβάλλοντας τους εξής λόγους:
- προσβολή των δικαιωμάτων άμυνάς της,
- εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 107, της Ευρωπαϊκής Συνθήκης ως προς την έννοια της κρατικής ενισχύσεως,
- εσφαλμένη, ελλιπή και αντιφατική αιτιολογία ως προς τη στοιχειοθέτηση της κρατικής ενισχύσεως,
- εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 107 της Συνθήκης σχετικά με το συμβατό των ενισχύσεων με την εσωτερική αγορά,
- εσφαλμένη ποσοτικοποίηση των προς ανάκτηση ποσών και παραβίαση των γενικών αρχών του δικαίου της ΕΕ.
Με την απόφασή του το Γενικό Δικαστήριο της Ε.Ε. δεν κάνει δεκτά τα επιχειρήματα της Ελλάδας και απορρίπτει όλους τους λόγους ακυρώσεως ως αβάσιμους. Συνεπώς, η προσφυγή απορρίπτεται στο σύνολό της.