Μετά τους Γάλλους το 1963 και τους Πολωνούς το 1991 η Γερμανία καλεί τους Έλληνες να θεσμοθετήσουν τη διμερή συνεργασία με πρωταγωνιστές και αποδέκτες τους νέους των δύο χωρών. Οι συναισθηματικές εξάρσεις γύρω από την επώδυνη διαχείριση της οικονομικής κρίσης ενίοτε ανασύρουν άκομψα τις μαύρες στιγμές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και τελικά βάζουν το δικό τους λιθαράκι στην ίδρυση Γερμανοελληνικού Ιδρύματος Νεολαίας το 2016, το οποίο σε κάθε περίπτωση «δεν φιλοδοξεί να αντικαταστήσει τον ΟΑΕΔ». Αποστολή της «Ν» στο Βερολίνο και τη Βόννη.
Την εβδομάδα που πέρασε το Βερολίνο προετοιμαζόταν για τον εορτασμό της συμπλήρωσης 25 ετών από την πτώση του Τείχους. Συγχρόνως, η Βόννη φιλοξενούσε το πρώτο Γερμανοελληνικό Φόρουμ Νέων. Θα μιλούσε κανείς συνολικά για συμβολικές ημέρες ενότητας και εξάλειψης στερεοτύπων. Ως στόχος του Ιδρύματος Νεολαίας διακηρύσσεται χαρακτηριστικά η αμοιβαία γνωριμία, η κατανόηση του άλλου και ο αλληλοσεβασμός. Σε κάθε περίπτωση η πρωτοβουλία «δεν φιλοδοξεί να αντικαταστήσει τον ΟΑΕΔ».
Οι μηχανοδηγοί ακινητοποιούν τα τρένα διεκδικώντας υψηλότερους μισθούς, οι μετακινήσεις διεξάγονται μετ’ εμποδίων και ο Τύπος αποδοκιμάζει τη στάση των απεργών, την ώρα που οι δρόμοι του Βερολίνου είναι μποτιλιαρισμένοι, συν τοις άλλοις λόγω των εργασιών στην ευρύτερη περιοχή της Πύλης του Βρανδεμβούργου. Πάνω που θα έλεγε κανείς ότι οι δύο χώρες έχουν περισσότερα κοινά απ’ όσα νομίζουν, η κινητοποίηση κηρύσσεται νόμιμη από τη γερμανική δικαιοσύνη και τα συνδικάτα ανακοινώνουν την πρόωρη λήξη της μεταξύ άλλων προκειμένου να διευκολυνθούν οι εκδηλώσεις για την επέτειο της πτώσης του Τείχους.
Η τελευταία φράση ανήκει στον Thomas Thomer, τον άνθρωπο που «τρέχει» το πρόγραμμα από την πλευρά του Ομοσπονδιακού Υπουργείου Οικογένειας, Τρίτης Ηλικίας, Γυναικών και Νεολαίας της Γερμανίας, ο οποίος μιλώντας στο πλαίσιο αντίστοιχης δεξίωσης εν όψει της συγκρότησης του Ιδρύματος Νεολαίας απάντησε με αυτόν τον τρόπο στις όποιες προσδοκίες, αν όχι παρερμηνείες, για τη δημιουργία θέσεων εργασίας στην Ελλάδα μέσα από τη συγκεκριμένη πρωτοβουλία. Στην ίδια εκδήλωση συμμετείχε ο ΓΓ Νέας Γενιάς Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ο οποίος εκφράζοντας την ελληνική στήριξη στο εγχείρημα ανέφερε χαρακτηριστικά ότι «οι νέοι των δύο χωρών κλείνουν τα αυτιά τους στις σειρήνες του μίσους και του αντιευρωπαϊσμού».
«Οι Γερμανοί δεν μπορούν να καταλάβουν γιατί κάποιοι Έλληνες παρομοιάζουν τη Μέρκελ με τον Χίτλερ», είναι η χαρακτηριστική αποστροφή Γερμανού κυβερνητικού αξιωματούχου κατά τη διάρκεια δείπνου στο οποίο συμμετείχε η «Ν» σε ξενοδοχείο της Βόννης. Σε αυτό το πλαίσιο, κατά τη γνώμη του, τρία είναι τα επίπεδα ανάλυσης: Πρώτον, η Ελλάδα οφείλει να ανανεώσει το πολιτικό της σύστημα περιορίζοντας συγχρόνως τα φαινόμενα διαφθοράς και κυρίως να αρχίσει να συζητά σοβαρά πώς θα αναπτύξει την παραγωγή της. Δεύτερον, η Γερμανία οφείλει να ενημερωθεί εκτενέστερα για τις πράξεις των ναζί στον ελλαδικό χώρο. Τρίτον, θα πρέπει να συστηματικοποιηθούν οι επαφές κοινωνικών ομάδων των δύο πληθυσμών, με έμφαση στους νέους, ώστε να καταπολεμηθούν οι όποιες προκαταλήψεις και να τεθούν οι βάσεις για μία κοινή πορεία μακράς πνοής την οποία ούτως ή άλλως επιτάσσει η συμμετοχή των δύο χωρών στην ΕΕ.
Τμήμα του πάλαι ποτέ Τείχους του Βερολίνου. Η Γερμανία θεωρεί ιδιαίτερα σημαντική την ιστορική μνήμη. Στο πλαίσιο αυτό άλλωστε εντάσσεται μία ευρεία σειρά μνημείων κατά μήκος και πλάτος της γερμανικής επικράτειας που αφορούν τα γεγονότα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Το 1978 άρχισαν να γίνονται γνωστά μέσω των ΜΜΕ τα εγκλήματα σε βάρος των Εβραίων. Τη δεκαετία του 1970 άρχισε η μαζική ενημέρωση για τις θηριωδίες στα γερμανικά σχολεία.
Πάντως, σύμφωνα με την επίσημη θέση της γερμανικής κυβέρνησης όπως την εξέφρασε στη «Ν» ο Thomas Thomer, κατά τη διάρκεια συνάντησης με δημοσιογράφους στο αρμόδιο υπουργείο της Γερμανίας, τα κριτήρια ανάληψης της πρωτοβουλίας για τη συγκρότηση του Γερμανοελληνικού Ιδρύματος Νεολαίας δεν συνδέονται με τις προκαταλήψεις και τα στερεότυπα που έχει δημιουργήσει η τρέχουσα οικονομική κρίση: «Επιθυμούμε σίγουρα να έρθουν κοντά οι δύο νεολαίες στο πλαίσιο της ευρύτερης ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ αλληλεγγύης σε αυτήν τη συγκυρία, αλλά δεν θεωρούμε ότι οι Γερμανοί έχουν κάποιο ιδιαίτερο θέμα με τους Έλληνες ή το αντίστροφο. Κάποια πρωτοσέλιδα του κίτρινου Τύπου και των δύο χωρών δεν αντιπροσωπεύουν την πραγματικότητα ανάμεσα στους δύο λαούς και, αν θέλετε, από την προσωπική μου εμπειρία έχω να σας πω ότι την τελευταία φορά που επισκέφτηκα την Ελλάδα αντιμετώπισα ιδιαίτερα φιλικό κλίμα το οποίο σε ταβέρνα της Πλάκας μεταφράστηκε και σε χορούς από την ομήγυρη»… Ο ίδιος έδωσε έμφαση στη σημασία της ιστορικής μνήμης και της διαπολιτισμικής ανταλλαγής, επικαλούμενος μάλιστα τα ευρήματα ερευνών 10 χρόνια μετά τη διεξαγωγή αντίστοιχων προγραμμάτων σύμφωνα με τα οποία είχαν δημιουργηθεί ισχυροί δεσμοί ανάμεσα στους νέους που συμμετείχαν με αμοιβαία οφέλη και για τις δύο χώρες στην εκάστοτε περίπτωση.
Τη διεξαγωγή προγραμμάτων με επίκεντρο τους νέους των δύο χωρών υποστήριξε με ενθουσιασμό σε συζήτηση με τη «Ν» και βετεράνος πρώην βουλευτής -μέλος της αριστερής πτέρυγας- του SPD. Απαντώντας σε ευρύτερα ερωτήματα γύρω από τις διμερείς σχέσεις, χαρακτήρισε εφικτή μία λύση για το ελληνικό χρέος η οποία θα βασίζεται στη χρονική επιμήκυνση αποπληρωμής του, στη μείωση των επιτοκίων αλλά ενδεχομένως και σε ένα μορατόριουμ πληρωμών. Εξέφρασε δε την πολιτική εκτίμηση ότι μέσα στον επόμενο χρόνο υπάρχει σοβαρή πιθανότητα αλλαγής από το Βερολίνο της περιοριστικής οικονομικής πολιτικής η οποία κυριαρχεί στην Ευρωζώνη. Μεταφέροντας το κλίμα στη Γερμανία γύρω από ελληνικές πρωτοβουλίες οι οποίες επιχειρούν να αναδείξουν το ζήτημα των γερμανικών επανορθώσεων για τις πράξεις των ναζί στην Ελλάδα, δεν άφησε το παραμικρό περιθώριο προσδοκιών. Μεταξύ άλλων, υπογράμμισε πως οι μεγάλες νικήτριες δυνάμεις στην πορεία παραιτήθηκαν από τις αποζημιώσεις για τις δικές τους απώλειες και υπενθύμισε τους εξοντωτικούς οικονομικούς όρους οι οποίοι επιβλήθηκαν στη Γερμανία μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο συντελώντας, σύμφωνα με την ίδια άποψη, στην άνοδο του χιτλερικού καθεστώτος και στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Τηρώντας απόσταση από τις σκιές του παρελθόντος και τα αγκάθια του παρόντος, το Βερολίνο διαμηνύει την πρόθεση να βοηθήσει την Ελλάδα σε επίπεδο τεχνογνωσίας προκειμένου να σταθεί στα πόδια της και να περιέλθει σε ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης. Βασικό μέρος αυτής της στρατηγικής αποτελεί η πολιτική της επαγγελματικής κατάρτισης και της διττής εκπαίδευσης, που αντιπροσωπεύει έως και το 50% του εκπαιδευτικού συστήματος στη Γερμανία. «Ζητούμενο είναι να δώσουμε στους νέους Έλληνες προοπτική στην ίδια τους τη χώρα», ανέφερε χαρακτηριστικά σε συνάντηση με δημοσιογράφους στο Βερολίνο ο Χριστιανοδημοκράτης υφυπουργός Εκπαίδευσης και Έρευνας Thomas Rachel.
Το Ινστιτούτο Γκαίτε διοργάνωσε για λογαριασμό του Ομοσπονδιακού Υπουργείου Εξωτερικών της Γερμανίας ταξίδι ενημέρωσης Ελλήνων δημοσιογράφων εν όψει της συγκρότησης Γερμανοελληνικού Ιδρύματος Νεολαίας. Στο πλαίσιο αυτό παρουσιάστηκαν ευρύτερα προγράμματα διμερών συνεργασιών της χώρας με επίκεντρο τους νέους. Γερμανοί αξιωματούχοι έδειξαν θέρμη για τη στρατηγική προσέγγισης με περιοχές που έπληξε το ναζιστικό καθεστώς στο όνομα της χώρας τους και προσήλωση στο σημερινό μείγμα οικονομικής πολιτικής της Ευρωζώνης.
Απαντώντας σε ερώτηση της «Ν» κατά πόσο οι νέοι που εκπαιδεύονται εντός μιας εταιρείας παραμένουν σε αυτήν και μετά το πέρας της πρακτικής, ο ίδιος ανέφερε χαρακτηριστικά ότι «πολλοί κολλούν εκεί», καθώς γνωρίζονται με τους παράγοντες της εκάστοτε εταιρείας, η οποία εκπαιδεύει τον εργαζόμενο σύμφωνα με τις ανάγκες της: «Οι εταιρείες το θέλουν. Ήδη στην Ελλάδα εκδηλώνεται ενδιαφέρον από περίπου 100 επιχειρήσεις μόνο στην Αθήνα. Σημειωτέον, στο τέλος του προγράμματος ο εκπαιδευόμενος λαμβάνει πιστοποιητικό που έχει αντίκτυπο στην αγορά εργασίας καθώς αφορά πρακτική εκπαίδευση και αναγνωρίζεται πανευρωπαϊκά».
Γερμανοί αξιωματούχοι οι οποίοι εμπλέκονται σε αυτήν την ευρύτερη στρατηγική προσέγγισης, που υλοποιείται με δαπάνες του κρατικού προϋπολογισμού της χώρας, σπεύδουν να διευκρινίσουν ότι τα συγκεκριμένα προγράμματα ούτε αποσκοπούν ούτε έχουν τη δυνατότητα να αυξήσουν άμεσα το ελληνικό ΑΕΠ ή να μειώσουν την ανεργία σε απόλυτους αριθμούς, παρά επιδιώκουν αφενός να βελτιώσουν το κλίμα ανάμεσα στις δύο χώρες μέσα από τις επαφές των νέων και αφετέρου να συνδράμουν με τεχνοτροπία την οποία ενδεχομένως θα βρει χρήσιμη το ελληνικό σύστημα στην προσπάθεια να ανακάμψει. Με αυτόν τον τρόπο, θα έλεγε κανείς, η Γερμανία τείνει χείρα φιλίας στο ακανθώδες περιβάλλον το οποίο διαμορφώνουν από κοινού στις διμερείς σχέσεις η σκληρή διαχείριση της οικονομικής κρίσης και οι σκοτεινές μνήμες της ιστορίας.
ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΩΣΤΟΥΛΑΣ
[email protected]
@VasKostoulas