Από την έντυπη έκδοση
Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Η Ελλάδα δεν γνώρισε τη βιομηχανική επανάσταση, όπως αυτή ξεκίνησε και αναπτύχθηκε στη βορειοδυτική Ευρώπη. Κατά συνέπεια, η όποια συσσώρευση κεφαλαίου στη χώρα υπήρξε βιομηχανική σε πολύ μικρό βαθμό. Γι’ αυτό, όταν γίνεται λόγος για νέο παραγωγικό μοντέλο, αυτοί που το αναφέρουν θα πρέπει να ξεκαθαρίσουν τι ακριβώς εννοούν.
Τούτων λεχθέντων, μπορούμε να πούμε ότι η ελληνική οικονομία είναι, από θεωρητικής πλευράς, ένα κακέκτυπο καπιταλιστικής οικονομικής οργάνωσης. Αυτό οφείλεται κατά κύριο λόγο σε ιστορικούς, γεωγραφικούς, πολιτιστικούς και πολιτικούς λόγους. Πηγή του καπιταλισμού, όπως αυτός ξεκίνησε και αναπτύχθηκε στη Δύση, ήταν η βιομηχανική παραγωγή και η επέκτασή της. Γη, κεφάλαιο και εργασία ήταν οι βασικοί συντελεστές αυτού του τρόπου παραγωγής, ο οποίος από πολλές πλευρές είχε και βίαια χαρακτηριστικά. Αντιθέτως, η ελληνική παράδοση είναι εμπορική, ήτοι διαμεσολαβητική.
Οι Έλληνες διέπρεψαν ως πωλητές και διαμεσολαβητές και όχι ως παραγωγοί. Με κάποιες εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα, οι περισσότεροι Μεγάλοι Ευεργέτες του Έθνους ήταν έμποροι και ναυτικοί, όχι όμως βιομήχανοι.
Συνεπώς, το προφίλ του Έλληνα επιχειρηματία δεν ανταποκρίνεται πολύ στο αντίστοιχο που περιγράφουν οι Μαρξ, Σουμπέτερ, Χ. Φορντ και ο Πίτερ Ντράκερ. Στη βάση αυτών των διαπιστώσεων, καταδεικνύεται ότι η ελληνική μεσαία ή αστική τάξη δεν έχει τα ίδια χαρακτηριστικά με αντίστοιχα κοινωνικά μορφώματα στη Δύση. Δεν πρέπει έτσι να εκπλήσσει το γεγονός ότι στην αστική τάξη της σημερινής Ελλάδας δεσπόζουν εφοπλιστές, έμποροι, επαγγελματίες του τουρισμού και ελάχιστοι μη κρατικοδίαιτοι βιομήχανοι. Επίσης, στη χώρα υπάρχει και ικανός αριθμός προσοδοθήρων, οι οποίοι όμως στην παρούσα φάση της οικονομίας υφίστανται δραματική διαρθρωτική κατάρρευση.
Στο σημείο δε αυτό θα πρέπει να επισημάνουμε ότι αρκετές από τις μεταρρυθμίσεις που ζητούν οι δανειστές μας ανταποκρίνονται σε ένα παραγωγικό πρότυπο το οποίο ισχύει μεν λίγο έως πολύ στις περισσότερες χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πλην όμως μικρή σχέση έχει με τις ελληνικές δομές.
Όπως αναγνωρίζουν οι Χερνάντο ντε Σότο και Φ. Σνάιντερ, σε χώρες με περιορισμένη βιομηχανική δομή η παραοικονομία παίζει σημαντικό ρόλο στην καθημερινή ζωή, ενίοτε δε αντιπροσωπεύει ποσοστά που υπερβαίνουν ακόμα και το 50% της επίσημης οικονομίας – τρανό παράδειγμα η Αίγυπτος. Έτσι, οι θεσμικές αλλαγές που ενδεχομένως θα έπρεπε να γίνουν στις χώρες αυτές θα πρέπει να είναι προσανατολισμένες κατά κύριο λόγο σε τρόπους ενσωμάτωσης της παραοικονομικής δραστηριότητας στην επίσημη οικονομική. Η ενσωμάτωση δε αυτή δεν είναι εφικτή παρά μόνο με την πλήρη απλοποίηση της πραγματοποίησης επενδύσεων και προσέλκυσης ξένων κεφαλαίων.
Σε μία χώρα της οποίας ο τουρισμός μπορεί να φτάσει να αντιπροσωπεύει ποσοστό 30%-35% του ΑΕΠ της, η απελευθέρωση που προτείνουμε θα γίνει ατμομηχανή της οικονομίας για έναν απλό λόγο: Θα φέρει στην κυκλοφορία αποθησαυρισμένο -εντός και εκτός Ελλάδος- χρήμα, που από «ακίνητο» θα γίνει παραγωγικό. Όχι όμως μόνο στον τουριστικό τομέα, αλλά και στην αγροτική οικονομία, η οποία, με την άνοδο του τουρισμού, θα δει να δημιουργείται μία νέα αγορά για τα προϊόντα της. Σε μια Ελλάδα που αύριο μπορεί να προσελκύει ακόμα και 30 εκατομμύρια τουρίστες τον χρόνο, δεν θα υπάρξει ποτέ καλύτερη προβολή για την ποιοτική αγροτική παραγωγή της απ’ αυτήν που θα προσφέρει η τουριστική άνοδος.
Παράλληλα, η τουριστική άνοδος θα φέρει στο προσκήνιο και νέες κερδοφόρες δραστηριότητες – τις οποίες ήδη ορισμένοι οικονομολόγοι εντάσσουν στο «νέο καπιταλισμό». Πρόκειται για δραστηριότητες παροχής υπηρεσιών που παρέχονται από ιδιώτες στο πλαίσιο ενός ευρύτερου κοινωνικού μετασχηματισμού που απορρέει απ’ αυτή την ίδια τη χρηματοοικονομική κρίση και ευνοεί νέες μορφές του επιχειρείν. Αναδύεται έτσι η αποκαλούμενη «οικονομία της μοιρασιάς», η οποία, αν αναλυθεί βαθύτερα και με κοινωνικά κριτήρια, υποδηλώνει μία τεράστια δομική αλλαγή σε αυτή την ίδια τη φύση του καπιταλιστικού συστήματος.
Ανοίγονται έτσι νέοι δρόμοι στην επιχειρηματικότητα, που θα μπορεί πλέον να αναπτύσσεται και στο εσωτερικό μεγάλων και διεθνοποιημένων επιχειρήσεων οι οποίες και θα στηρίζουν τους επιχειρούντες νέους.
Πρόκειται για μία εξαιρετικά θεαματική ανατροπή στον χώρο του επιχειρείν, στην οποία θα επανέλθουμε διεξοδικότερα. Ιδιαίτερα στην Ελλάδα, η ανατροπή αυτή σχετίζεται άμεσα και με την εγχώρια παραοικονομία – γεγονός που τής προσδίδει και ειδικό ενδιαφέρον.
Απελευθέρωση της παραοικονομίας και της δραστηριότητας των νεοφυών επιχειρήσεων, με παράλληλη ενίσχυση του αυτοεπιχειρείν, είναι για την Ελλάδα τα μελλοντικά κλειδιά ανάπτυξης, τα οποία όμως έχουν την «κακή» ιδιότητα να διαφοροποιούνται τελείως από πελατειακές σχέσεις και άλλες συντεχνιακές δομές, απότοκες ενός διεφθαρμένου κρατισμού.