Skip to main content

Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα…

Από την έντυπη έκδοση 

Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου

Όχι, το πρόβλημα με την κυβέρνηση δεν είναι να στείλει κάποιους στη φυλακή. Πρόβλημά της είναι να σοβαρευτεί και να δει κατάματα την πραγματικότητα. Τόσο τη διεθνή όσο βέβαια και την εσωτερική που συναρτάται των διεθνών εξελίξεων. Και από την άποψη αυτή, οι εξελίξεις τρέχουν. Ίσως πολύ πιο γρήγορα από τα μυαλά των κυβερνώντων.

Τόσο στις ΗΠΑ όσο και στα μεγάλα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια, οι τιμές των μετοχών έπεσαν σημαντικά την περασμένη εβδομάδα και ο προβληματισμός που επικρατεί μεταξύ των διεθνών επενδυτών είναι αν αυτή η πτώση είναι απλώς μια συγκυριακή αντίδραση των αγορών στα επιδεινούμενα αποτελέσματα των επιχειρήσεων λόγω κυρίως του εμπορικού πολέμου και της αύξησης των επιτοκίων ή αν πρόκειται για την «αρχή του τέλους» ενός χρηματιστηριακού ράλι που κράτησε μια δεκαετία περίπου.

Ο προβληματισμός και μόνο, αρκεί για να «κουμπωθούν» οι επενδυτές και να στραφούν σε επενδύσεις με μικρότερο ρίσκο.

Τα ομόλογα είναι η λογική επιλογή, αλλά εκεί επιδρούν άλλοι παράγοντες, ιδιαίτερα στην ευρωπαϊκή αγορά.

Το ευρωπαϊκό «πείραμα» που ακολουθήθηκε στην περίπτωση της Ελλάδας, με τα μνημόνια και την τρόικα, είναι δύσκολο να εφαρμοστεί στις μεγάλες οικονομίες όπως είναι η Ιταλία, λόγω κόστους. Από την άλλη, τέτοιου μεγέθους χώρες είναι δύσκολο να δεχτούν μείωση της εθνικής τους κυριαρχίας, όπως δέχτηκε η Ελλάδα. Η ευρωπαϊκή συνοχή λοιπόν δοκιμάζεται και θα δοκιμαστεί ακόμη σκληρότερα τους επόμενους μήνες. Ιδιαίτερα επειδή ο θεωρούμενος ως ισχυρότερος παίκτης, η Γερμανία, φαίνεται να μπαίνει σε περίοδο πολιτικής αδυναμίας, αν όχι αστάθειας. Συνεπώς οι πολιτικές που θα υιοθετεί θα αφορούν περισσότερο την εσωτερική της πολιτική κατανάλωση, παρά την προσπάθεια διατήρησης της ευρωπαϊκής συνοχής.

Όλα αυτά, ο προβληματισμός των διεθνών επενδυτών και η υποχώρηση των αξιών στα χρηματιστήρια, αλλά και οι πολιτικές εξελίξεις στην Ευρώπη προστίθενται σε ένα διεθνές περιβάλλον που αλλάζει λόγω της στάσης της κυβέρνησης Τράμπ και της επιλογής πολιτικών εμπορικού πολέμου και συνθέτουν ένα σκηνικό που πλήττει τους ελληνικούς στόχους για την οικονομία.

Βγαίνοντας από το μνημόνιο, η Ελλάδα αναζητεί δύο πράγματα: Δανειστές οι οποίοι θα αγοράζουν τα ελληνικά ομόλογα για να αναχρηματοδοτηθεί το χρέος μας προς τις ευρωπαϊκές χώρες και ξένους επενδυτές που θα στήσουν μακρόπνοες επενδύσεις στη χώρα, προσφέροντας θέσεις εργασίας, ρευστότητα και εισοδήματα. Με λίγα λόγια, ψάχνουμε ξένους που θα βάλουν λεφτά στη χώρα με τον έναν ή τον άλλον τρόπο.

Όταν όμως οι διεθνείς επενδυτές αισθάνονται αύξηση του ρίσκου, μειώνουν τις τοποθετήσεις τους. Ιδιαίτερα όταν βρισκόμαστε σε μια εποχή ανοδικής τάσης των επιτοκίων, όπως σήμερα, απαιτούν πολύ μεγαλύτερες αποδόσεις για να επενδύσουν. Θα πιέζουν συνεπώς για αύξηση των επιτοκίων που πληρώνουμε με τα ομόλογά μας για να τα αγοράσουν. Ήδη οι αποδόσεις των ομολόγων μας είναι αναγκαστικά πολύ υψηλότερες από τα άλλα ευρωπαϊκά ομόλογα και αυτό συνδέεται με το ρίσκο της χώρας. Θεωρούμαστε επενδυτικά επικίνδυνη χώρα και σε μεγάλο βαθμό είμαστε, όπως έχει αποδειχθεί επανειλημμένως από το πρόσφατο παρελθόν μας.

Όσον αφορά τις μεγάλες επενδύσεις που χρειαζόμαστε, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η χώρα μας βρίσκεται πέντε θέσεις κάτω από την «επενδυτική βαθμίδα», πράγμα που σημαίνει πως όποιος τολμήσει και επενδύσει εδώ, παίρνει πολύ μεγάλο ρίσκο σε σχέση με τα διεθνή στάνταρ.

Πέραν των ξένων επενδυτών διαπιστώνουμε πως ούτε οι Έλληνες επενδύουν στη χώρα τους και οι μεγάλοι επιχειρηματίες και οι πλούσιοι δεν φέρνουν λεφτά από το εξωτερικό για να τα επενδύσουν στην Ελλάδα. Θεωρούν -και έχουν απόλυτο δίκιο- ότι το επιχειρηματικό περιβάλλον είναι πολύ εχθρικό. Και είναι διότι χαρακτηρίζεται από μια «τρελή» γραφειοκρατία, από διαπλοκή, από πολύ υψηλούς φόρους, από παράδοση έκτακτων φόρων και εισφορών για να καλυφθούν δημοσιονομικές τρύπες. Ακόμη και τα πλεονεκτήματα που είχαμε στο παρελθόν συγκριτικά με άλλες γειτονικές χώρες, όπως το ικανό παραγωγικό δυναμικό και οι μορφωμένοι νέοι που θα στελέχωναν τις επιχειρήσεις, έχουν χαθεί, καθώς οι μεν ικανοί νέοι έχουν μεταναστεύσει στην Ευρώπη που βρίσκουν δουλειά και καλύτερα εισοδήματα, η δε Παιδεία ουσιαστικά παραπαίει.

Από την άλλη πλευρά, όλα δείχνουν ότι στις σημερινές συνθήκες, η κυβέρνηση δεν πρόκειται να προχωρήσει τις μεταρρυθμίσεις προεκλογικά. Ήδη το «αφήγημα» που διαμορφώνει είναι αυτό των υποσχέσεων για παροχές και μια προσπάθεια προσέλκυσης των αριστερών ψηφοφόρων της.

Με λίγα λόγια, όσο ακόμη τρώμε τα χρήματα που μπήκαν στη χώρα από τον τουρισμό και όσο η κυβέρνηση μοιράζει το «μαξιλαράκι» των χρηματικών αποθεμάτων, δεν θα βλέπουμε την πραγματική εικόνα της οικονομίας. Η χώρα θα βρίσκεται σε φάση «μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα».