Από την έντυπη έκδοση
του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Πίσω από την υπόθεση Novartis υπάρχουν και άλλα πράγματα που συμβαίνουν στην παγκόσμια φαρμακοβιομηχανία. Πολύ απλά, η υπόθεση Novartis στην Ελλάδα επιβεβαιώνει με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο το παρακμιακό κλίμα που κυριαρχεί στη χώρα.
Το δε κόστος του κλίματος αυτού, που κάθε άλλο παρά τωρινό είναι, στη διάρκεια του χρόνου θα αποδειχθεί πολύ βαρύτερο απ’ όσο μπορεί να φανταστεί κανείς.
Διότι στην παρούσα φάση της πορείας της, η Ελλάδα και οι κάτοικοί της δεν έχουν ανάγκη από ευτελή πολιτικά παιχνίδια, αλλά από τεράστιες παραγωγικές επενδύσεις οι οποίες εκτιμώνται σε 200 δισεκατομμύρια ευρώ σε μία πενταετία.
Επίσης, η χώρα δεν έχει ανάγκη από περισσότερο κράτος, αλλά από μία αποτελεσματική δημόσια διοίκηση, ικανή να ανταποκριθεί στις πολύ σοβαρές προκλήσεις της ψηφιακής εποχής.
Και από την άποψη αυτή πρέπει να πούμε ότι το μέλλον τρέχει ερήμην αυτών που θέλουν ή όχι να το ακολουθήσουν.
Όπως αναγνωρίζουν οι εγκυρότεροι επιστημονικοί και ερευνητικοί διευθυντικοί κύκλοι, για την ιατρική επιστήμη και τη φαρμακοβιομηχανία το 2018 θα είναι χρονιά-σταθμός. Θα είναι το έτος κατά το οποίο τα αποκαλούμενα «προηγμένα φάρμακα» θα αρχίσουν να γίνονται πραγματικότητα. Είτε αυτό αρέσει σε κάποιους είτε όχι, ο κόσμος βρίσκεται στο κατώφλι ενός συναρπαστικού ιατρικού μέλλοντος.
Στην ετήσια έκδοση του περιοδικού «The Economist», η ιατρική συντάκτης του Νατάσα Λόντερ επισημαίνει ότι οι θεραπείες που βασίζονται στα γονίδια ή στα κύτταρα και που φέρουν το όνομα «προηγμένα φάρμακα» αποτελούν κάτι εντελώς καινούργιο στον χώρο της φαρμακοβιομηχανίας. Γιατί, όμως;
Διότι, πολύ απλά, αντί για μικρομοριακά χημικά φάρμακα ή μονοκλωνικά αντισώματα, που λειτουργούν επί των ελαττωματικών πρωτεϊνών που βρίσκονται στα ανθρώπινα κύτταρα και προκαλούν την ασθένεια, τα προηγμένα φάρμακα δουλεύουν κυρίως στο υπερκείμενο κυτταρικό επίπεδο, δηλαδή επί του DNA, όπου και παράγονται τα μόρια που προκαλούν την ασθένεια.
Κατά τη Νατάσα Λόντερ, που γνωρίζει σε βάθος τα τεκταινόμενα στην αμερικανική αγορά υγείας και όχι μόνο, για το 2018 το σημαντικότερο ίσως ορόσημο θα είναι η έγκριση του πρώτου φαρμάκου παρεμβολής RNA (RNAi), το οποίο αναπτύσσει η Alnylam – μία εταιρεία βιοτεχνολογίας με έδρα το Cambridge της Μασαχουσέτης.
Η λειτουργία του φαρμάκου τους, του Patisiran, βασίζεται στην παρεμβολή κατά τη μετάδοση των πληροφοριών στο εσωτερικό του κυττάρου και θεραπεύει μία σπάνια νευρολογική διαταραχή που είναι γνωστή ως οικογενής αμυλοειδική νευροπάθεια.
Το φάρμακο αυτό αποτελεί τον προάγγελο μίας τελείως νέας κατηγορίας φαρμάκων, των θεραπειών RNAi. Θα ακολουθήσουν και άλλα σαν κι αυτό.
Οι γονιδιακές θεραπείες, μία δεύτερη νέα κατηγορία φαρμάκων, θα συνεχίσουν την πορεία τους στην αγορά το 2018, η δε πρόοδός τους θα συνεχιστεί και το 2019. Οι θεραπείες αυτές εισάγουν τη σωστή εισχώρηση ενός γονιδίου στα κύτταρα, συχνά ενσωματώνοντάς το σε έναν ιό. Ήδη στις ΗΠΑ εγκρίνεται το Luxturna, μία θεραπεία που ανέπτυξε η εταιρεία Spark Therapeutics από τη Φιλαδέλφεια. Πρόκειται για μία εφάπαξ θεραπεία για όσους χάνουν την όρασή τους λόγω κληρονομικού γενετικού σφάλματος.
Ενθουσιασμός επικρατεί επίσης σχετικά με τα πρόσφατα, και εντυπωσιακά, αποτελέσματα μιας δοκιμής χορήγησης γονιδιακής θεραπείας σε νήπια που υπέφεραν από σοβαρής μορφής νωτιαία μυϊκή ατροφία (SMA). Έπειτα από 20 μήνες, οι ασθενείς που λαμβάνουν τη θεραπεία αυτή έχουν πετύχει αναπτυξιακά ορόσημα που φαίνονταν απίθανα, όπως το να κάθονται χωρίς βοήθεια. Εάν η θεραπεία αυτή λάβει ταχεία έγκριση, θα μπορούσε να είναι εμπορικά διαθέσιμη μέσα στο 2018.
Πολλές άλλες εταιρείες εργάζονται πάνω στις γονιδιακές θεραπείες, όπως αυτή για την αιμοφιλία, από την οποία υποφέρουν κάθε χρόνο πάνω από ένα εκατομμύριο άτομα παγκοσμίως.
Είναι προφανώς από αυτά που προηγούνται ότι ο αγώνας του ανθρώπου για καλύτερη και περισσότερη ζωή συνεχίζεται.
Και αυτό είναι ένα πραγματικό οικονομικό και κοινωνικό διακύβευμα, πέρα από άλλες σκοπιμότητες. Από όλα αυτά, εδώ χαμπαρίζουμε κάτι;