Skip to main content

Όψιμη αντιφασιστική έξαψη

Από την έντυπη έκδοση

Της Κατερίνας Τζωρτζινάκη
[email protected]

«Ο φασισμός μπορεί να οριστεί ως μια μορφή πολιτικής συμπεριφοράς που χαρακτηρίζεται από μονομανή ενασχόληση με την κοινωνική παρακμή, την ταπείνωση ή τον κατατρεγμό και από μια αντισταθμιστική προσήλωση στην ενότητα, στην ενεργητικότητα και στον εξαγνισμό.

Στα πλαίσια, λοιπόν, αυτής της στάσης, ένα κόμμα μαζικής απήχησης που αποτελείται από αφοσιωμένους εθνικιστές ακτιβιστές, οι οποίοι βρίσκονται σε ταραχώδη αλλά αποτελεσματική συνεργασία με παραδοσιακές ελίτ, εγκαταλείπει τις δημοκρατικές ελευθερίες και, χωρίς ηθικούς ή νομικούς περιορισμούς, επιδιώκει να πραγματοποιήσει εσωτερικές εκκαθαρίσεις και να επεκταθεί εξωτερικά». (Ρόμπερτ Ο. Πάξτον, Αμερικανός ιστορικός και καθηγητής, «Η ανατομία του φασισμού», Εκδ. Κέδρος.) 
Πώς μπορούμε, λοιπόν, να αναγνωρίσουμε τους φασίστες, με δεδομένο ότι ο όρος χρησιμοποιείται συχνά και χωρίς διακρίσεις, με ευκολία και χαλαρότητα, για να πλήξει του άλλου την ταυτότητα; «Από τις πράξεις τους: δαιμονοποίηση των εσωτερικών και εξωτερικών εχθρών, παραμερισμός των ανθρώπινων δικαιωμάτων στη μάχη κατά των εχθρών, βίαιες πιέσεις για υποταγή, εμπλοκή σε επιθετικούς πολέμους».

Σε πόλεμο, κύριε καθηγητή, είναι τώρα, με την άνεση που δίδει και το μαξιλάρι της καταδικαστικής απόφασης, οι αντιφασίστες, που ανταλλάσσουν συνθήματα για το ποιος εξέθρεψε περισσότερο το τέρας. 

Ακόμα κι αυτοί που το χάιδεψαν ή αποσιωπούσαν την εγκληματική δράση του, δηλώνουν αντιφασίστες και ανεβάζουν την κομματική αντιπαράθεση σε άλλες πίστες. 

Η αλήθεια είναι ότι η πλειονότητα του πολιτικού-μιντιακού-δικαστικού συστήματος -για διαφορετικούς λόγους- δεν στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων απέναντι στη φαιά αυγή. 

Η αλήθεια είναι ότι για τους πολλούς η δίκη ήταν αόρατη και πλέον κάποιοι επιχειρούν την αντικατάσταση της πραγματικότητας από μία άλλη, εναλλακτική. Η στόχευση είναι ξεκάθαρα μικροπολιτική. 

Στο βασίλειο της υποκρισίας στήθηκε γιορτή. Σχόλια δήθεν πανηγυρικά, σχόλια με χρονοκαθυστέρηση καταγγελτικά, σχόλια αηδιαστικά, πρωτοσέλιδα που εκτρέπουν το αίτημα-σύμβολο σε άλλη κατεύθυνση και άλλα με όψιμη έξαψη. 

Αυτά φοβόταν κι ο ποιητής σε μια άλλη γιορτή. «Φοβάμαι/τους ανθρώπους που εφτά χρόνια/έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι/και μια ωραία πρωία -μεσούντος κάποιου Ιουλίου-/βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας/”Δώστε τη χούντα στο λαό”./Φοβάμαι τους ανθρώπους/που με καταλερωμένη τη φωλιά/πασχίζουν τώρα να βρουν λεκέδες στη δική σου». (Μανώλης Αναγνωστάκης, «Φοβάμαι»)