Από την έντυπη έκδοση
Του Κένεθ Ρογκόφ, πρώην επικεφαλής οικονομολόγος του ΔΝΤ και καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ
Με τον διορισμό του Τζερόμ Πάουελ στη θέση του προέδρου της κεντρικής τράπεζας των ΗΠΑ, ο Ντόναλντ Τραμπ έλαβε πιθανότατα την πιο σημαντική απόφαση της προεδρίας του. Είναι μία λογική και νηφάλια απόφαση, η οποία διασφαλίζει βραχυπρόθεσμα τη συνέχεια στην επιτοκιακή πολιτική της Fed και ίσως μία πιο απλή και ξεκάθαρη προσέγγιση στο ρυθμιστικό πλαίσιο.
Αν και ο Πάουελ δεν είναι κάτοχος διδακτορικού στα Οικονομικά, όπως η Τζάνετ Γέλεν και ο προκάτοχός της Μπεν Μπερνάνκι, έχει αξιοποιήσει τα χρόνια του ως «απλό» μέλος του διοικητικού συμβουλίου της κεντρικής τράπεζας για να αποκτήσει βαθιά γνώση των κύριων ζητημάτων που θα αντιμετωπίσει. Ας μη γελιόμαστε – ο θεσμός τον οποίο θα διοικήσει ο Πάουελ διαχειρίζεται το παγκόσμιο χρηματοοικονομικό σύστημα. Όλες οι άλλες κεντρικές τράπεζες, οι υπουργοί Οικονομικών, ακόμη και οι πρόεδροι μένουν στη δεύτερη θέση με διαφορά.
Εάν αυτό ακούγεται υπερβολικό, είναι επειδή οι περισσότεροι δεν δίνουμε ιδιαίτερη προσοχή στη Fed σε καθημερινή βάση. Όταν η Fed κινείται σωστά, έχουμε σταθερότητα των τιμών, η ανεργία μένει σε χαμηλά επίπεδα και η παραγωγή ανακάμπτει. Αλλά το να λαμβάνει τις σωστές αποφάσεις δεν είναι πάντα εύκολο και όταν η Fed κάνει λάθος, τα αποτελέσματα μπορεί να είναι πολύ άσχημα.
Είναι γνωστό πως οι προσπάθειες της Fed να τιθασεύσει μία φούσκα στην αγορά μετοχών στα τέλη του 1920 πυροδότησαν τη Μεγάλη Ύφεση της δεκαετίας του 1930. (Ευτυχώς από τους υποψηφίους, που ο Τραμπ σκεφτόταν για τη θέση, ο Πάουελ είναι λιγότερο πιθανό να επαναλάβει αυτό το λάθος.) Και όταν η Fed τύπωνε βουνά χρήματος τη δεκαετία του 1970, προκειμένου να μετριάσει τον πόνο των πετρελαϊκών σοκ εκείνης της περιόδου, πυροδότησε υπερβολική άνοδο του πληθωρισμού, που χρειάστηκε περισσότερο από μία δεκαετία για να τεθεί υπό έλεγχο.
Κατά καιρούς, ο υπόλοιπος κόσμος φαίνεται να ενδιαφέρεται περισσότερο από τους Αμερικανούς για την πολιτική της Fed. Δεν είναι παράξενο: ίσως περισσότερο από ποτέ το αμερικανικό δολάριο βρίσκεται στην καρδιά του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Αυτό οφείλεται εν μέρει στο γεγονός ότι μεγάλο μέρος του παγκόσμιου εμπορίου και των χρηματοοικονομικών συνδέεται με το δολάριο, οδηγώντας έτσι πολλές χώρες στο να μιμηθούν τις πολιτικές της Fed προκειμένου να σταθεροποιήσουν τις συναλλαγματικές ισοτιμίες τους.
Ο Πάουελ θα αντιμετωπίσει μεγάλες προκλήσεις στην πενταετή θητεία του. Οι αγορές μετοχών φαίνονται σήμερα πιο «φουσκωμένες» απ’ ό,τι ήταν τη δεκαετία του 1920. Και με τα σημερινά εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια, οι επενδυτές εμφανίζονται ακόμη πιο πρόθυμοι να αναλάβουν υψηλότερο ρίσκο με στόχο ικανοποιητικές αποδόσεις.
Την ίδια ώρα, παρά την ισχυρή ανάπτυξη της αμερικανικής και παγκόσμιας οικονομίας, ο πληθωρισμός παραμένει μυστηριωδώς χαμηλά. Αυτό καθιστά εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση την ομαλοποίηση της πολιτικής των επιτοκίων (που σήμερα είναι μόλις 1%), ώστε να έχει περιθώριο να τα μειώσει και πάλι όταν έρθει η επόμενη ύφεση, κάτι που αναπόφευκτα θα συμβεί (οι πιθανότητες για ύφεση σε μια οποιαδήποτε χρονιά κυμαίνονται κοντά στο 17%).
Εάν ο Πάουελ και η Fed δεν μπορέσουν να ομαλοποιήσουν τα επιτόκια πριν από την επόμενη ύφεση, πότε θα το κάνουν; Η Γέλεν επιμένει ότι δεν συντρέχει λόγος ανησυχίας. Η Fed έχει τα πάντα υπό έλεγχο, επειδή μπορεί να στραφεί σε εναλλακτικά εργαλεία. Ωστόσο πολλοί οικονομολόγοι τείνουν να πιστεύουν πως πολλά απ’ αυτά είναι απλώς καπνός και καθρέφτες.
Για παράδειγμα, η λεγόμενη ποσοτική χαλάρωση περιλαμβάνει μία διαδικασία, στην οποία η Fed εκδίδει βραχυπρόθεσμο χρέος για να αγοράσει μακροπρόθεσμο χρέος. Αλλά το υπουργείο Οικονομικών ελέγχει τη Fed και μπορεί να πραγματοποιήσει τέτοιου είδους αγορές ομολόγων το ίδιο.
Ορισμένοι υποστηρίζουν πως πρόκειται για «χρήματα από το ελικόπτερο», καθώς η Fed τυπώνει χρήμα και το μοιράζει. Αλλά και αυτό είναι καπνός και καθρέφτες. Η Fed δεν διαθέτει ούτε τη νομική αρμοδιότητα ούτε την πολιτική εντολή να διαχειριστεί τη δημοσιονομική πολιτική. Εάν το επιχειρήσει, κινδυνεύει να χάσει για πάντα την ανεξαρτησία της.
Δεδομένου ότι η νομισματική πολιτική είναι η πρώτη και καλύτερη γραμμή άμυνας εναντίον της ύφεσης, μία επείγουσα αποστολή του νέου επικεφαλής είναι να αναπτύξει μία καλύτερη προσέγγιση. Ευτυχώς, καλές ιδέες υπάρχουν και μπορεί κανείς να ελπίζει ότι ο Πάουελ θα δημιουργήσει άμεσα μία επιτροπή για να μελετήσει μακροπρόθεσμες λύσεις.
Μία ιδέα είναι να αυξήσει τον στόχο της Fed για τον πληθωρισμό. Αλλά αυτό θα ήταν προβληματικό, όχι μόνο επειδή θα παραβίαζε την εδώ και δεκαετίες υπόσχεση για διατήρηση του πληθωρισμού κοντά στο 2%. Ο υψηλότερος πληθωρισμός θα υπονόμευε την αποτελεσματικότητα της νομισματικής πολιτικής. Το να ανοίγει κανείς τον δρόμο για αποτελεσματική πολιτική αρνητικών επιτοκίων είναι πιο ριζοσπαστική, αλλά καλύτερη λύση.
Η ρύθμιση του τραπεζικού τομέα είναι επίσης μέρος της εντολής της Fed. Η μεταρρύθμιση Dodd-Frank του 2010, η οποία περιλαμβάνει κανόνες 30.000 σελίδων, έχει ευνοήσει τους δικηγόρους. Αλλά το τεράστιο κόστος συμμόρφωσης πέφτει στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Θα ήταν πολύ καλύτερο απλώς να απαιτεί από τις τράπεζες να αντλούν μεγαλύτερο μέρος των πόρων τους από τις αγορές κεφαλαίου απ’ ό,τι από τις αγορές ομολόγων. Με τον τρόπο αυτό θα είναι οι μέτοχοι και όχι οι φορολογούμενοι που θα πληγούν περισσότερο σε περίπτωση κρίσης.
Δεν έχω αναφέρει ακόμη τον ελέφαντα στο δωμάτιο: την απειλή στην ανεξαρτησία της Fed από έναν πρόεδρο που φαίνεται να θέλει να αμφισβητήσει όλες τις θεσμικές νόρμες. Όταν ο πρόεδρος Ρίτσαρντ Νίξον ήθελε να επανεκλεγεί το 1972, άσκησε μεγάλη πίεση στον τότε επικεφαλής της Fed Άρθουρ Μπερνς να τονώσει την οικονομία. Ο Νίξον επανεξελέγη, αλλά ο πληθωρισμός εκτινάχθηκε στα ύψη και η ανάπτυξη κατέρρευσε. Κανείς δεν θα πρέπει να εύχεται επανάληψη εκείνου του σκηνικού, παρά το γεγονός ότι ο Νίξον τελικά αποπέμφθηκε.
Copyright: Project Syndicate, 2017 www.project-syndicate.org