Από την έντυπη έκδοση
Κάθε φορά που ένας μεγάλος και ένας καλός ενώνονται για έγκριση ή καταδίκη σε κάτι, το ένστικτό μου με οδηγεί να απομακρυνθώ. Επομένως, δυσκολεύομαι να συμμετάσχω στην ενορχηστρωμένη ηθική αγανάκτηση στην πρόσφατη απόφαση της βρετανικής κυβέρνησης να «παραβεί το διεθνές δίκαιο», τροποποιώντας τη Συμφωνία Αποχώρησής της (WA) με την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η «παραβίαση» της WA είναι μια υπολογισμένη μπλόφα, με βάση την πεποίθηση της κυβέρνησης ότι μπορεί να τιμήσει το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος για το Brexit το 2016, μόνο με την ανάπτυξη σημαντικών τρικ. Το κύριο πρόβλημα είναι η σύγκλιση της WA με τη Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής του 1998, η οποία έφερε την ειρήνη στη Βόρεια Ιρλανδία και δέσμευσε την κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου να διατηρήσει ανοιχτά σύνορα μεταξύ της Βόρειας Ιρλανδίας και της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας.
Ο πρωθυπουργός Μπόρις Τζόνσον διαπραγματεύτηκε και υπέγραψε την WA και πρέπει να έχει επίγνωση του διαφαινόμενου κινδύνου η Βόρεια Ιρλανδία να παραμείνει υπό τους τελωνειακούς κανονισμούς της Ε.Ε. και τους περισσότερους κανόνες της ενιαίας αγοράς. Αλλά στην αποφασιστικότητά του να «πετύχει το Brexit», ο Τζόνσον αγνόησε αυτή τη μικρή τοπική δυσκολία, επίσπευσε τη συμφωνία μέσω του Κοινοβουλίου και κέρδισε τις γενικές εκλογές του Δεκεμβρίου 2019. Τώρα πρέπει να υποχωρήσει εξοργισμένα, για να διατηρήσει την οικονομική και πολιτική ενότητα του Ηνωμένου Βασιλείου, ενώ κατηγορεί την Ε.Ε. ότι πρέπει να το πράξει.
Το ότι ο Τζόνσον μπορεί να ήταν ο κύριος υπαίτιος αυτού του νομικού χάους, δεν αλλάζει το γεγονός ότι η βρετανική κυβέρνηση δεσμεύτηκε να τιμήσει τη λαϊκή εντολή να αποχωρήσει από την Ε.Ε. και έπρεπε να βρει έναν πολιτικό μηχανισμό για να συμβεί αυτό. Το νομοσχέδιο για την εσωτερική αγορά είναι μαζί ο μηχανισμός όσο και το τελευταίο παιχνίδι του Τζόνσον για την ολοκλήρωση του Brexit.
Το νομοσχέδιο δίνει στην κυβέρνηση την εξουσία, με τη συναίνεση του Κοινοβουλίου, να αλλάξει ή να αγνοήσει τα στοιχεία του Πρωτοκόλλου της Βόρειας Ιρλανδίας της WA, τα οποία οι υπουργοί φοβούνται ότι ενδέχεται να οδηγήσουν σε «νέους εμπορικούς φραγμούς […] μεταξύ της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας».
Η κυβέρνηση παραδέχτηκε ότι το νομοσχέδιο παραβιάζει το διεθνές δίκαιο, αλλά ισχυρίζεται ότι οι διατάξεις του για απαγόρευση κάποιων στοιχείων του πρωτοκόλλου δεν πρέπει να «θεωρούνται παράνομες». Αυτό είναι υπό αμφισβήτηση και μπορεί ακόμα να εξετασθεί στα δικαστήρια. Ωστόσο είναι η παράκαμψη του «διεθνούς δικαίου» που προκάλεσε κυρίως την ηθική αγανάκτηση των κριτικών.
Σε δημοσίευμά του στους Times, ο πρώην γενικός εισαγγελέας του Ηνωμένου Βασιλείου Τζέφρι Κοξ υποστήριξε ότι θεωρείται «αξίωμα» η κυβέρνηση να διατηρήσει τον λόγο της στις άλλες χώρες, «ακόμα κι αν οι συνέπειες είναι δυσάρεστες». Η αποτυχία να το πράξει, έγραψε ο Κοξ, θα έπληττε την πίστη, την τιμή και την υπόληψη του Ηνωμένου Βασιλείου. Η υπογραφή της WA με την Ε.Ε. υποχρέωσε την κυβέρνηση να αποδεχτεί «όλες τις συνήθεις και προβλέψιμες συνέπειες της εφαρμογής της».
Εντούτοις δεν είναι «αξίωμα» μια κυβέρνηση να πρέπει να διατηρήσει τον λόγο της σε άλλες χώρες-κράτη, ακόμη και όταν αυτό κωδικοποιείται στις συνθήκες. Κάτι που είναι επιθυμητό, αλλά οι χώρες συχνά δεν το κάνουν, για ορισμένους προφανείς λόγους.
Πρώτον, κανείς δεν μπορεί να προβλέψει με ακρίβεια τις πλήρεις συνέπειες των ενεργειών του. Η ανέγερση τελωνειακών φραγμών στη Θάλασσα της Ιρλανδίας δεν αποτελεί «αναπόφευκτη επίπτωση» της υπογραφής της WA, όπως ισχυρίζεται τώρα ο Κοξ, διότι η συμφωνία προϋποθέτει περαιτέρω διαπραγματεύσεις σε αυτό το σημείο.
Δεύτερον, η δήλωση του Κοξ υπονοεί ότι ο λόγος μιας κυβέρνησης προς τις άλλες κυβερνήσεις αξίζει περισσότερο από εκείνον στους δικούς της ανθρώπους. Ωστόσο, η κυβέρνηση του πρώην πρωθυπουργού Ντέιβιντ Κάμερον, καθώς και οι ηγέτες των κύριων κομμάτων της αντιπολίτευσης, υποσχέθηκαν να σεβαστούν το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος του Brexit.
Τρίτον, ο Κοξ και άλλοι υποστηρίζουν ότι αντί να παραβιάζει το διεθνές δίκαιο, η κυβέρνηση θα πρέπει να ενεργοποιήσει τον μηχανισμό επίλυσης διαφορών της WA, για να αμφισβητήσει τις δυσάρεστες συνέπειες της συμφωνίας, όταν και όποτε συμβούν. Αλλά το να υποστείς ζημιά πριν κάνεις κάτι για αυτό, είναι ένα περίεργο δόγμα.
Τέλος, ο Κοξ φαίνεται να αντιμετωπίζει το διεθνές δίκαιο ως όμοιο με το εθνικό δίκαιο, ενώ στην πραγματικότητα είναι εγγενώς λιγότερο δεσμευτικό. Αυτό συμβαίνει επειδή το διεθνές δίκαιο είναι λιγότερο νομιμοποιημένο, δεν υπάρχει παγκοσμίως κυβέρνηση που να έχει το δικαίωμα να εκδίδει και να επιβάλλει τέτοια νομοθεσία.
Το διεθνές δίκαιο είναι κυρίως ένα σύνολο «υποχρεώσεων» των διεθνών συνθηκών μεταξύ κυρίαρχων κρατών. Η παράκαμψή του είναι σίγουρα σοβαρό ζήτημα: σωστά επιβάλλει συνέπειες με τη μορφή χαμένης υπόληψης και το Ηνωμένο Βασίλειο μπορεί τώρα να καταλήξει σε μια λιγότερο ευνοϊκή εμπορική συμφωνία με την Ε.Ε.
Το ζήτημα αν το Ηνωμένο Βασίλειο θα έπρεπε να διακινδυνεύσει την υπόληψή του στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν είναι το θέμα. Τώρα η υπόθεση πρέπει να εστιασθεί στους λόγους πολιτικής ανάγκης και όχι στην αρχή της νομικής υποχρέωσης.
Οι κυβερνήσεις και οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής συχνά παραβιάζουν ή αποφεύγουν το διεθνές δίκαιο μέσω τόσο προγραμματισμένων όσο και «αυτοσχέδιων» οδών διαφυγής. Αυτό συμβαίνει επειδή τα μέσα για τις συνθήκες είναι απαραίτητα στατικά, ενώ οι συνθήκες αλλάζουν. Συνήθως έχει μεγαλύτερο νόημα να επιτρέπονται εξαιρετικές παρεκκλίσεις από το να ξεδιπλώνεται ένας ιστός συνθηκών.
Για παράδειγμα, πολλές κυβερνήσεις έχουν απορρίψει ρητά ή σιωπηρά τα εθνικά χρέη, το πιο γνωστό παράδειγμα είναι η απόρριψη των μπολσεβίκων το 1918 από τα χρέη της Τσαρικής Ρωσίας, οφειλόμενα κυρίως στους Γάλλους ομολογιούχους. Τις περισσότερες φορές οι οφειλέτες «συμπλέουν» με τους πιστωτές τους για να εξοφλήσουν πλήρως ή εν μέρει το χρέος τους (όπως έκανε η Γερμανία με τις υποχρεώσεις για τις αποζημιώσεις τη δεκαετία του 1920).
Ομοίως, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα απαγορεύεται από το άρθρο 123 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης να αγοράζει χρεωστικούς τίτλους των κυβερνήσεων μελών της. Ωστόσο, ο πρώην πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι βρήκε έναν τρόπο για να ξεκινήσει την ποσοτική χαλάρωση το 2015.
Νιώθω πολύ περισσότερη προτίμηση στο επιχείρημα ότι ο Τζόνσον υπέγραψε την WA με κακή πίστη, γνωρίζοντας ότι πιθανότατα θα προσπαθούσε να παρακάμψει το Πρωτόκολλο της Βόρειας Ιρλανδίας. Αυτό που οι επικριτές δεν φαίνεται να καταλαβαίνουν είναι ότι η απομάκρυνση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ε.Ε. θα απέφερε πάντοτε πολλούς νόμιμους λαθρέμπορους.
Το νομικό χάος ήταν συνέπεια της πολιτικής της απόσυρσης και συγκεκριμένα της έντασης μεταξύ του Brexit και της απαίτησης της Συμφωνίας της Μεγάλης Παρασκευής, για τα ανοικτά σύνορα μεταξύ της Βόρειας Ιρλανδίας και της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας (κράτος μέλος της Ε.Ε.). Η πρωθυπουργός Τερέζα Μέι ξεπέρασε αυτόν τον σκόπελο, ενώ η κυβέρνηση Τζόνσον μετατόπισε το πρόβλημα στη μεταβατική περίοδο μετά το Brexit που λήγει στις 31 Δεκεμβρίου 2020.
Καθώς πλησιάζει η προθεσμία για τη σύναψη εμπορικής συμφωνίας Ηνωμένου Βασιλείου-Ε.Ε., ο Τζόνσον ελπίζει ότι το νομοσχέδιο για την εσωτερική αγορά θα ασκήσει πίεση στην Ε.Ε., για να επινοήσει μια φόρμουλα που να διασφαλίζει τα τελωνεία χωρίς σύνορα στην Ιρλανδία. Είναι ένα διαπραγματευτικό τέχνασμα, καθαρό και απλό.
Το αν είναι μια καλή τακτική διαπραγμάτευσης είναι αμφισβητήσιμο. Όμως οι επικριτές πρέπει να κάνουν την υπόθεσή τους στο πλαίσιο της διαδικασίας διαπραγμάτευσης στο σύνολό της και χωρίς να καταφεύγουν σε νομικό φετιχισμό. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι δικηγόροι δεν πρέπει ποτέ να διαχειρίζονται μια χώρα.
Στην τελική του δήλωση στη διάσκεψη του Bretton Woods το 1944, ο Τζον Μέιναρντ Κέινς περιέγραψε τον ιδανικό δικηγόρο: «Θέλω να μου πει πώς να κάνω αυτό που νομίζω λογικό και, πάνω απ’ όλα, να επινοήσει μέσα με τα οποία θα είναι νόμιμο για να συνεχίσω να είμαι λογικός σε απρόβλεπτες συνθήκες κάποια χρόνια». Σύντομα θα μάθουμε αν η μπλόφα του Τζόνσον πληροί αυτό το λογικό πρότυπο.
Copyright: Project Syndicate, 2020
www.project-syndicate.org