Από την έντυπη έκδοση
Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Το επιχειρηματικό πνεύμα που κυριαρχεί στην Ελλάδα είναι αυτό της παρακμής και της περιθωριοποίησης. Τα συμπεράσματα της έρευνας που διεξήγαγε η εταιρεία Marc για λογαριασμό του Παρατηρητηρίου Επιχειρηματικότητας, σε δείγμα 504 επιχειρήσεων, δεν γέμισαν αισιοδοξία τον υπογράφοντα. Υποθέτω δε ότι το ίδιο συμβαίνει και με όλους αυτούς που βλέπουν πόση ανάγκη έχει η χώρα από μία σύγχρονη, ανοικτή, τολμηρή, εφευρετική και αισιόδοξη επιχειρηματικότητα. Μία επιχειρηματικότητα που πριν απ’ όλα πρέπει να καταλάβει τι συμβαίνει γύρω της, ώστε να μπορέσει να δώσει απαντήσεις σε νέες προκλήσεις εντελώς διαφορετικές από αυτές του πιο άμεσου παρελθόντος.
Ο μέσος Έλληνας επιχειρηματίας -αν όντως είναι άνθρωπος του επιχειρείν και όχι ένα άτομο που αποφάσισε να ανοίξει ένα μαγαζάκι επειδή δεν έγινε δημόσιος υπάλληλος- θα πρέπει να έχει δύο έγνοιες: πώς θα γίνει ανταγωνιστικός, αυξάνοντας την παραγωγικότητά του. Όλα τα άλλα έπονται.
Για να συμβεί όμως κάτι τέτοιο, ο μέσος επιχειρηματίας θα πρέπει να αλλάξει συμπεριφορές και τρόπους σκέψης. Στις μέρες μας, η κίνηση, η αλλαγή, η πρόοδος, δεν είναι μόνον θέμα τεχνικής. Είναι, κυρίως, τρόπος σκέψης και συμπεριφοράς. Και στο επίπεδο αυτό οι άνθρωποι της καινοτομίας κυριαρχούν. Αυτοί είναι που ανοίγουν νέες αγορές και άρα δημιουργούν νέα προσφορά. Από την άποψη αυτή, η κατάσταση στη χώρα μας είναι σχεδόν απελπιστική. Λίγες επιχειρήσεις καινοτομούν και ελάχιστες δίνουν τη σημασία που πρέπει σε ένα κορυφαίο συγκριτικό πλεονέκτημα, που είναι η ταχύτητα δημιουργίας νέων προϊόντων.
Πέρα από όλα αυτά, η έρευνα της Marc μάς πληροφορεί ότι η ελληνική επιχειρηματικότητα μαστίζεται από τη νοοτροπία του μικρομάγαζου – που στην εποχή της παγκοσμιοποίησης συνιστά καταδίκη σε ασφυξία. Στην κλεισούρα που επιλέγουν πολλοί επιχειρηματίες, ουσιαστικά συναντούν την απουσία μέλλοντος, που σημαίνει ενθάρρυνση του αυτοσχεδιασμού και παράδοση στο τυχαίο.
Αποτέλεσμα αυτών των τάσεων και νοοτροπιών είναι η παρακμή της παραγωγικής Ελλάδας, η συμμετοχή της οποίας στο ΑΕΠ είναι φθίνουσα.
Η μεταποίηση και η γεωργία φθάνουν με το ζόρι το 13%, ποσοστό που δείχνει σε ποιον βαθμό η ελληνική οικονομία είναι ακόμα καταναλωτική και άρα ελάχιστα εξωστρεφής.
Μία δε από τις αιτίες γι’ αυτή την πολύ χαμηλή επίδοση είναι τα μικρά μεγέθη των ελληνικών επιχειρήσεων. Οι τελευταίες, με ελάχιστες εξαιρέσεις, είναι οριακές και ως εκ τούτου ελάχιστα αποτελεσματικές στο σημερινό παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον. Έτσι, το μεγαλύτερο μέγεθος των ελληνικών επιχειρήσεων μέσω συνεργασιών, συγχωνεύσεων και εξαγορών αποτελεί μονόδρομο για τη μεγέθυνσή τους και την αύξηση του ΑΕΠ.
Αυτό είναι και το γενικότερο συμπέρασμα της προαναφερθείσας έρευνας της εταιρείας Marc, η οποία θα πρέπει να απασχολήσει πολύ σοβαρά τον επιχειρηματικό κόσμο της χώρας. Διότι, στην παρούσα φάση των εξελίξεων εντός και εκτός Ελλάδας, οι επτά στους δέκα από τους ερωτηθέντες θέλουν να μεγεθύνουν την επιχείρησή τους, ακόμη και να διπλασιάσουν το μέγεθός της. Η πλειοψηφία όμως αντιμετωπίζει επιφυλακτικά συγχωνεύσεις και εξαγορές. Όλοι εκτιμούν τους ανταγωνιστές τους ως επιχειρηματίες, ωστόσο δεν τους εμπιστεύονται αρκετά ώστε να προχωρήσουν σε συνεργασία μαζί τους, πολλώ δε μάλλον να προβούν σε εξαγορά.
«Το ποσοστό των επιχειρηματιών που δεν ενδιαφέρονται για συνεργασίες είναι τεράστιο και είναι ανησυχητικό, όπως και το γεγονός ότι οι εταιρείες με τζίρο πάνω από 5 εκατ. ευρώ είναι ακόμη λιγότερο ανοιχτές σε συνεργασίες», ανέφερε στην παρουσίαση της έρευνας ο Μάρκος Βερέμης, ιδρυτής και διευθύνων σύμβουλος της Upstream, επισημαίνοντας επίσης ότι «ο ατομισμός σε επίπεδο επιχειρήσεων σημαίνει εσωστρέφεια και συντήρηση αντί για καινοτομία και, βέβαια, λιγότερο έως καθόλου προσανατολισμό στις εξαγωγές».
Έθιξε έτσι το τεράστιο πρόβλημα της ελληνικής επιχειρηματικότητας, το μέγεθος του οποίου προκύπτει και από άλλες έρευνες, όπως αυτές της διαΝΕΟσις που πριν από δύο χρόνια ίδρυσε ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος.
Στο πλαίσιο αυτό, το Παρατηρητήριο Επιχειρηματικότητας, το οποίο σήμερα διευθύνει ο Αριστοτέλης Αϊβαλιώτης, έχει πολύ δρόμο και δύσκολο έργο.
Γιατί, χωρίς αλλαγή στο πώς αντιλαμβάνονται κάποιοι το επιχειρείν, η Ελλάδα θα βλέπει ακόμα πολλά τρένα να περνούν μπροστά της. Και δυστυχώς αυτό είναι ό,τι χειρότερο για μία χώρα, στην οποία όσο παρατείνεται το παλιό τόσο αυξάνεται ο κίνδυνος να προσβληθεί από σηψαιμία.