Του Σωτήρη Αν. Παπαμιχαήλ*
Με την ολοκλήρωση της δημόσιας διαβούλευσης του νομοσχεδίου του υπουργείου Οικονομικών με τίτλο «Κώδικας Διευθέτησης Οφειλών και Παροχής Δεύτερης Ευκαιρίας», συγκροτείται ενιαίο πλαίσιο αντιμετώπισης του ιδιωτικού χρέους, το οποίο ανέρχεται ήδη στα 235 δισ. ευρώ προς Δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, χωρίς ακόμη να έχουν εκδηλωθεί στο σύνολό τους οι επιπτώσεις της ύφεσης β’ τριμήνου 2020, ούτε βεβαίως της ετήσιας ύφεσης, οι οποίες αναμφίβολα θα είναι αρνητικές για τους μικρομεσαίους και την αγορά.
Το νομοσχέδιο αντικαθιστά μεταξύ άλλων τις ρυθμίσεις του ισχύοντος Πτωχευτικού Κώδικα για την «Απλοποιημένη Διαδικασία Πτωχεύσεων Μικρών Επιχειρήσεων», αφού επιφυλάσσει ειδικές διατάξεις για τις πτωχεύσεις αυτές. Όμως με τις προτεινόμενες αλλαγές, στις «μικρές» πτωχεύσεις ανήκουν πλέον δυνητικά οι περισσότερες επιχειρήσεις και επιχειρηματίες στη χώρα, αφού διευρύνονται δραστικά τα όρια υπαγωγής. Ανήκουν επίσης και τα φυσικά πρόσωπα. Έτσι, ενώ ο ισχύων Πτωχευτικός Κώδικας θεωρεί μικρές τις πτωχεύσεις επιχειρήσεων που πληρούν δύο από τα τρία εν συνεχεία κριτήρια, το νομοσχέδιο περιορίζεται σε ένα από τα τρία για την υπαγωγή. Τα κριτήρια προτείνεται να είναι ενεργητικό 350.000 ευρώ, από 150.000 τώρα, ή καθαρός κύκλος εργασιών 700.000 ευρώ, από 200.000 σήμερα, ή οι 10 εργαζόμενοι, από 5 σήμερα.
Για όλες αυτές τις πτωχεύσεις προτείνεται μία νέα ταχεία και απλοποιημένη διαδικασία, σε αντικατάσταση της ήδη προβλεπόμενης, για την οποία όμως εγείρονται πολλά ερωτηματικά, διότι δίδεται η εντύπωση δυνητικά μαζικής και ταχείας εκκαθάρισης του τοπίου. Τούτο διότι:
Πρώτον, ενώ έως τώρα οι πτωχεύσεις μικρών επιχειρήσεων εκδικάζονταν από το Πολυμελές (τριμελές) Πρωτοδικείο, όπως όλες, το νομοσχέδιο προβλέπει την εκδίκασή τους πλέον από το Ειρηνοδικείο, δηλαδή από δικαστή πρώτης εμπειρίας που συγκροτεί δικαστήριο δύο επιπέδων κάτω από το Πολυμελές (Πολυμελές Πρωτοδικείο, Μονομελές Πρωτοδικείο, Ειρηνοδικείο), παρά την υπέρμετρη αύξηση των υποθέσεων από τον διπλασιασμό και τριπλασιασμό των ορίων υπαγωγής με ταυτόχρονη μείωση των κριτηρίων υπαγωγής από δύο σε ένα.
Δεύτερον, το νομοσχέδιο προβλέπει ηλεκτρονική υποβολή της αίτησης πτώχευσης, η οποία μάλιστα γίνεται αυτομάτως δεκτή, αν εντός 30 ημερών από τη δημοσίευσή της στο Ηλεκτρονικό Μητρώο Φερεγγυότητας δεν υποβληθεί επίσης ηλεκτρονικά παρέμβαση εναντίον της. Όμως, η διατήρηση της ακροαματικής διαδικασίας και στο Ειρηνοδικείο παρίσταται αναγκαία, ώστε να αναπτυχθούν οι εκατέρωθεν ισχυρισμοί υπό τον φυσικό δικαστή, ο οποίος θα αποκτήσει ζώσα και όχι αποκλειστικά εξ εγγράφων αντίληψη και δικαστική πεποίθηση για έκδοση απόφασης.
Τρίτον, το νομοσχέδιο εισάγει για πρώτη φορά αντικειμενικό τεκμήριο παύσης πληρωμών μικρών επιχειρήσεων, για όποιον είναι υπερήμερος σε ποσοστό 60% και άνω επί του συνόλου των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων προς έναν τουλάχιστον φορέα (Τράπεζες, Δημόσιο, ΟΚΑ) για διάστημα άνω των 6 μηνών και με κατώτατο όριο το ποσό των 30.000 ευρώ. Μένει να διευκρινισθεί εάν το όριο των 30.000 ευρώ της «…μη εξυπηρετούμενης υποχρέωσης» αναφέρεται στο ποσοστό 60% ή στο σύνολο των ληξιπρόθεσμων, επί των οποίων υπολογίζεται το 60%, διότι εάν ισχύει το δεύτερο, τότε το 60% ανέρχεται σε 36.000 ευρώ, ποσό το οποίο εκθέτει στον κίνδυνο της πτώχευσης μεγάλο μέρος των Ελλήνων, λαμβανομένης υπόψη και της δυσμενούς πρόβλεψης λόγω της ύφεσης λόγω της πανδημίας.
Τέταρτον, προτείνεται επίσης για πρώτη φορά η προσθήκη: «H επιλεκτική εκπλήρωση ληξιπρόθεσμων χρηματικών υποχρεώσεων δεν αίρει την παύση πληρωμών, η οποία μπορεί να συνίσταται και στην αδυναμία εκπλήρωσης ακόμα και μίας σημαντικής ληξιπρόθεσμης χρηματικής οφειλής», η οποία παρίσταται εντελώς άδικη για τον επιχειρηματία.
Πέμπτον, η πρόβλεψη ότι η «μικρή» πτώχευση πρέπει να έχει ολοκληρωθεί εντός έτους, σε σύγκριση με την ισχύουσα τριετία, είναι εκτός της τρέχουσας συναλλακτικής και δικαστικής πραγματικότητας.
Εξάλλου, το δικαίωμα για υποβολή στο πτωχευτικό δικαστήριο αίτησης κήρυξης σε πτώχευση από έναν πιστωτή που έχει το 30% των απαιτήσεων του οφειλέτη, υποψήφιου πτωχού, με ταυτόχρονο αίτημα εκποίησης μέρους ή και του συνόλου της επιχείρησης είναι καταστρεπτικό ίσως δε και «εκβιαστικό» για τις επιχειρήσεις, αφού ακόμη και χωρίς παύση πληρωμών, αλλά με «επαπειλούμενη αδυναμία εκπλήρωσης» ένας πιστωτής, συνήθως χρηματοδοτικός φορέας, με απαίτηση κάτω του 1/3 του συνόλου, θα μπορεί να νεκρώνει μία επιχειρηματική μονάδα. Οι πτωχεύσεις μικρού αντικειμένου δεν υπάγονται εδώ.
Σε κάθε περίπτωση εν μέσω της νέας πρωτοφανούς οικονομικής ύφεσης η προστασία της πρώτης κατοικίας, η προστασία των επιχειρήσεων που λόγω της νέας ύφεσης αδυνατούν να εξυπηρετήσουν το σύνολο των χρεών τους και η προστασία ιδίως των μικρομεσαίων από τη νέκρωση της επιχείρησης πρέπει να αποτελούν θεμελιώδεις προτεραιότητες του νομοσχεδίου για τη διατήρηση των επιχειρήσεων, των επιχειρηματιών και εν τέλει της κοινωνικής συνοχής.
* Δικηγόρος, νομικός σύμβουλος ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ