Από την έντυπη έκδοση
Του Α.Δ. Παπαγιαννίδη
[email protected]
Αναταράξεις πρόβλεψε ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης (στη ΔΕΘ) για τις δρομολογούμενες αλλαγές στα εργασιακά – με νομοσχέδιο που προανήγγειλε ότι θα κατατεθεί τον επόμενο μήνα σε δημόσια διαβούλευση, για την οποία, με συμμετοχή των κομμάτων και των κοινωνικών εταίρων, δεσμεύτηκε να υπάρξει «άπλετος διαθέσιμος χρόνος». Θέματα όπως ο «ένας κάποιος ουσιαστικός εξορθολογισμός» του νόμου του 1982 (στο στόχαστρο ο ν.1264/82, Απ. Κακλαμάνη «για τον εκδημοκρατισμό του συνδικαλιστικού κινήματος και την κατοχύρωση των συνδικαλιστικών ελευθεριών» που ξήλωσε τον ν. 330/76, Κ. Λάσκαρη που περιέστελλε δικαιώματα λίγο μετά τον «γύψο» επί Χούντας), και παρεμβάσεις σε μέτωπα όπως η συλλογική δράση/η κήρυξη απεργίας, οι συνδικαλιστικές άδειες αλλά και η «περισσότερη ευελιξία στην οργάνωση του εργασιακού χρόνου εφόσον οι ίδιοι οι εργαζόμενοι το επιθυμούν, χωρίς αυτό να φέρνει κατάργηση του 8ώρου», τέθηκαν/προαναγγέλθηκαν ευθέως. Βλέποντας πάντως την αντιπαράθεση στο μέτωπο αυτό να έρχεται, ο πρωθυπουργός φρόντισε να έχει πει ότι η νομοθετική πρωτοβουλία θα στηριχθεί σε προσεγγίσεις του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας…
Οι αντιδράσεις δεν βράδυναν. Χαρακτηριστικά, προέκυψε σύγκλιση ανόμοιων πολιτικών χώρων. Για τον ΣΥΡΙΖΑ, υπήρξε «προαναγγελία νέας διάλυσης εργασιακών δικαιωμάτων, μια μέρα πριν [η Κυβέρνηση] κάνει νόμο του Κράτους την απλήρωτη εργασία». Για το ΚΙΝΑΛ, πέραν από την αναφορά σε «ιδεολογικές εμμονές», οι θέσεις Κ. Μητσοτάκη αποτελούν «προαναγγελία μιας ακόμη μεγάλης επίθεσης στα εργασιακά δικαιώματα: στο 8ωρο και στις συνδικαλιστικές ελευθερίες». Για το ΚΚΕ -με την άνεση της μη άσκησης εξουσίας- «το σχέδιο της Κυβέρνησης […] έρχεται ως φυσική συνέχεια των αντιδραστικών-αντιλαϊκών αναδιαρθρώσεων των προηγούμενων, με επιτάχυνση της επίθεσης σε βάρος των εργαζόμενων με προμετωπίδα […] την ενίσχυση της ευελιξίας στις εργασιακές σχέσεις». Επίσης, «η αναφορά του πρωθυπουργού πως με παρόμοια μέτρα θα ευνοηθούν κυρίως οι νέοι, είναι προκλητική καθώς για την εργασιακή ζούγκλα που ήδη ζουν υπεύθυνη είναι και η σημερινή και οι προηγούμενες Κυβερνήσεις». Όσο για το ΜέΡΑ 25, εν όψει της παρουσίας Γιάνη Βαρούφακη στη ΔΕΘ, παρέμεινε στα περί «εργασιακού Μεσαίωνα».
Απόλυτα προβλεπτό το σκηνικό αντιπαράθεσης που θα στηθεί γύρω από αυτό το ζήτημα, καθώς οι διαδοχικές τροποποιήσεις του βασικού εργασιακού πλαισίου δεν κατορθώθηκε σε καμιά φάση -σίγουρα όχι τα μνημονιακά χρόνια- να επεξηγηθούν στη δημόσια συζήτηση ή/και να χωνευτούν κοινωνικά, ενώ υπεριδεολογήθηκαν από κάθε πλευρά. Χρήσιμο είναι λοιπόν να έχει δει κανείς (τουλάχιστον) πώς τα εργασιακά έρχονται να συνδεθούν με τη μακροοικονομική ισορροπία. Πάμε σε μια πρόσφατη προσέγγιση του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ, που η δουλειά του γενικώς θα ήταν χρήσιμο να ενταχθεί κεντρικά στη δημόσια διαβούλευση καθώς έχει κατορθώσει να βλέπει ψύχραιμα αυτήν ακριβώς τη μάκρο-διάσταση.
Στην προσέγγιση του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ γίνεται η -ταυτολογική, πλην όχι πάντα ενσωματωμένη στη δημόσια συζήτηση για τις επιπτώσεις της πανδημίας- επισήμανση ότι η κατανάλωση θα προσδιοριστεί από την υγειονομική αβεβαιότητα, τους περιορισμούς της προσφοράς και τη μεταβολή του διαθέσιμου εισοδήματος. Άμα, τώρα, υποθέσουμε ότι αποκλείεται ένα νέο γενικό lockdown (ας σημειωθεί βέβαια ότι το Ισραήλ ήδη εκεί κατέληξε…) οι δύο πρώτοι παράγοντες υποχωρούν. Μένει λοιπόν το διαθέσιμο εισόδημα να λειτουργεί κυρίως, οπότε οι εξελίξεις στην αγορά εργασίας – απασχόληση και αμοιβές – είναι εκείνες που «θα κρίνουν σε μεγάλο βαθμό την ένταση της ύφεσης και την επιστροφή στην ανάκαμψη». Απ’ εκεί θα προκύψει η καταναλωτική δαπάνη – και η «έλξη» που αυτή θα ασκήσει στις πολυτραυματισμένες επενδύσεις.
Όμως, για το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ «η τρέχουσα κατάσταση της αγοράς εργασίας δεν δημιουργεί αισιοδοξία για θετικές προοπτικές». Ήδη στο α’ 5μηνο του 2020 η απασχόληση υποχώρησε κατά 5% – δηλαδή κατά 195.800 άτομα. Το ποσοστό ανεργίας συγκρατήθηκε μεν μέχρι τον Μάιο (οπότε πέρασε από 15,7% σε 17%), πλην αυτό έγινε με τη μεταφορά πολλών σε καθεστώς αναστολής συμβάσεων ή εκ περιτροπής – συνεπώς «γράφονταν» μη ενεργοί (αλλά και εισέπρατταν λιγότερο από 50% του μισθού τους, άρα συρρίκνωση του διαθέσιμου εισοδήματος). Και ναι μεν Ιούνιος-Ιούλιος κατέγραψαν αύξηση στις καθαρές προσλήψεις λόγω προσδοκιών τουριστικής περιόδου (και λόγω κρατικής στήριξης), όμως η εν συνεχεία αποκαρδιωτική πορεία του τουρισμού βάρυνε το κλίμα. Ακόμη περισσότερο, η στροφή σε ευέλικτες μορφές (κάπου 50% των νέων θέσεων εργασίας που δημιουργούνται) μειώνει τους εισπραττόμενους μισθούς, συνεπώς οδηγεί και εδώ σε υποχώρηση του διαθέσιμου εισοδήματος.
Αυτό, λοιπόν, θα είναι το ουσιαστικό φόντο για τη συζήτηση των εργασιακών, πέρα και πάνω από τις κομματικές/ιδεολογικές κορόνες. Αυτό, συν -φτάσαμε στο πιο σημαντικό!- την αναδιάρθρωση της «μετακίνησης» της εργασίας προς τηλεργασία και εργασία από το σπίτι. Χωρίς αληθινό θεσμικό πλαίσιο…