Από την έντυπη έκδοση
Της Κατερίνας Τζωρτζινάκη
Το γερμανικό περιοδικό «Der Spiegel» επιχειρεί να εξηγήσει στους αναγνώστες του τη διένεξη μεταξύ Ελλάδας και πΓΔΜ, με τη βοήθεια του καθηγητή Ιστορίας του Πολιτισμού της Ανατολικής Ευρώπης στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας, Στέφαν Τρεμπστ.
Ο καθηγητής θεωρεί «τόσο για λόγους ασφαλείας όσο και εξωτερικής πολιτικής παράλογη την ελληνική θεώρηση». Το ίδιο κατηγορηματικός είναι και στο ερώτημα κατά πόσον είναι δικαιολογημένοι οι φόβοι για άμεσες ή έμμεσες εδαφικές διεκδικήσεις των Σκοπιανών. Οι Έλληνες είναι υπερβολικοί, κατά τον κ. Τρεμπστ. Ο ίδιος δεν είναι υπεραπλουστευτικός; Ο πρώην διευθυντής του «Ευρωπαϊκού Κέντρου Μειονοτήτων» (ECMI) στο Φλένσμπουργκ δεν είχε ήδη ισχυρές απόψεις για την περιοχή από το 1992;
«Στον μόλις το 1912 εξελληνισθέντα Βορρά θα είναι, άραγε, οι εναπομείναντες Νοτιοσλάβοι ή οι Τούρκοι, οι εκεί διαβιούντες Πομάκοι ή οι Αρωμούνοι, οι Μεγλενοί, οι Αλβανοί, οι Σαρακατσάνοι, οι Σεφαρδίμ, οι Ρομά, οι Γύφτοι ή οι Γιουρούκοι -ή ποιοι άλλοι- εκείνοι που πρώτοι θα αξιώσουν τα μειονοτικά τους δικαιώματα -ως προστάδιο της ιδίας κρατικής υπάρξεώς τους, ή της ενώσεως με ένα εκ των γειτονικών κρατών;».
Πολλοί οι Μακεδονολόγοι, μα δεν είναι αθώοι όλοι οι λόγοι.
Πολλοί οι Μακεδονολόγοι και δεν αναφέρομαι στους 140.013 ή στους 1.000.003 του συλλαλητηρίου. Εκτός Βαλκανίων, το ζήτημα προκαλεί χαμόγελα και προσκρούει σε έλλειψη κατανόησης. Τι δεν εξηγούμε, πού υστερούμε; Είναι μόνο τα γεωπολιτικά συμφέροντα και οι ανταγωνισμοί Ρωσίας και ΝΑΤΟ στην περιοχή που μας γυρίζουν στην αρχή; Βλέπουμε αυτό που θέλουμε να δούμε; Από τον υπολογισμό του όγκου μέχρι τη στάθμιση του ειδικού βάρους;
«Στήνουμε θέατρα και τα χαλνούμε/ όπου σταθούμε κι όπου βρεθούμε/ στήνουμε θέατρα και σκηνικά,/ όμως η μοίρα μας πάντα νικά»;
Όταν η πολιτική κινείται μεθοδικά και όχι ορμητικά μικροπολιτικά, η μοίρα δεν παίζει επιθετικά. Αλλά, ποιος νοιάζεται τελικά; Ριγμένα ανάκατα τα υλικά, αρκετοί βολεύονται στα βασικά.