Skip to main content

Ο Ελληνισμός, η ελευθερία, το 1821

Από την έντυπη έκδοση

Του Αθ. Χ. Παπανδρόπουλου

Συμφωνώ απολύτως με τον καθηγητή της Φιλοσοφίας στο ΑΠΘ κ. Τάκη Τζαμαλίκο, ότι η ολοσχερής αποτίναξη από τους Έλληνες προσωκρατικούς της δεισιδαιμονίας και η απώτερή τους αγνόηση των μυθολογικών ερμηνειών του κόσμου και της μυθολογικής σκέψης σκιαγραφεί μια βαθιά πνευματική απελευθέρωση, μέσω της οποίας διαμορφώθηκε, τότε, η ελληνική τάση για ελευθερία. Υπό αυτή την έννοια, κορυφαίο στοιχείο του ελληνισμού και υπόβαθρό του υπήρξε σε μια δεδομένη εποχή η ελευθερία. Η περίοδος των προσωκρατικών, έτσι, συνιστά μιαν απελευθέρωση η οποία λειτούργησε ως ψυχική και πνευματική αφετηρία για την κατοπινή, κορυφαία και ολοκληρωμένη έκφανση του ελληνισμού.

Κύριο δε στοιχείο αυτής της αφετηρίας είναι η διαύγεια, η οποία σε κάποια ιστορική φάση εξαφανίζεται από τον ορίζοντα των Ελλήνων. Μαζί της όμως εξαφανίζεται και ο ελληνισμός. Εξαφανίζεται αυτή η σημαντική ιδιότητα του ανθρώπου να επεμβαίνει αποφασιστικά στον κόσμο διά του ορθού λόγου, ο οποίος παρατίθεται στον μύθο. Είναι γνωστό ότι έως την εμφάνιση του ελληνισμού, ο μύθος εδέσποζε παγκοσμίως – σε όλο τον τότε γνωστό κόσμο. Αλλά ο λόγος δεν αντιπαρατάσσεται στον μύθο, πολύ δε περισσότερο: δεν τον καταργεί. Αλλά, για πρώτη φορά, ο λόγος αναδύεται ως κάτι το αυθύπαρκτο· κάτι που διαθέτει δική του εσωτερική δυναμική και δεν στηρίζεται στα δημώδη ή επίσημα μυθολογήματα. Η πρώτη διερώτηση τότε είχε ως αντικείμενο τον κόσμο και το σύνολο των μεταβολών που συντελούνται εντός αυτού· δηλαδή αυτό που καλείται «φύση». Βεβαίως, ερμηνείες για τη φύση έδιδαν όλοι οι πολιτισμοί· αλλά ήταν όλες ερμηνείες μυθολογικής υφής. Κυκλοφορούσαν παντού μυθολογικά ποιήματα για την κοσμογονία, αλλά όλα είχαν τα τυπικά χαρακτηριστικά του μύθου· την έλλειψη εσωτερικής τάξεως, την έλλειψη λογικού ειρμού και λογικής συνέπειας, τη θολότητα και το ημίφως, μέσα στα οποία κινούνται τα αφηγούμενα. Ο μύθος απαιτεί ακροατή – ουδέποτε συζητητή· διότι δεν αντέχει σε οποιασδήποτε μορφής διαλεκτική. 

Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, για πρώτη φορά συντελείται μια παρθενογένεση, η οποία έμελλε να αλλάξει και την πορεία του τότε γνωστού κόσμου. Η πορεία αλλά και η υφή του τελευταίου δεν ερμηνεύεται μυθολογικά, αλλά μέσω της εγκατάστασης μιας σχέσης αιτίου και αποτελέσματος. Πραγματοποιείται έτσι η μεγάλη επανάσταση της δημοκρατίας, με τον Έλληνα να συλλαμβάνει μια λογική αρχή και δι’ αυτής να υποτάσσει τον κόσμο.

Μέσα, λοιπόν, από αυτήν την εξέλιξη της ιστορίας του πνεύματος και του πολιτισμού, η λογική καθαρότητα υποστηρίζει ο καθηγητής Παν. Τζαμαλίκας, διαφορίζει πλέον θεμελιακά την ατμόσφαιρα της εποχής από το δεισιδαιμονικό κλίμα μέσα στο οποίο κινήθηκαν και αναπτύχθηκαν άλλοι πολιτισμοί της εποχής εκείνης.

Μέσα σ’ ένα τέτοιο πνευματικό περιβάλλον, η ελευθερία δεν αποτελεί απλώς μια τάση του πνεύματος. Ήταν και τρόπος ύπαρξης που διέφερε αρκετά από τους αντίστοιχους άλλους εκείνης της εποχής. Η διαφορά αυτή δεν προέκυψε από το πλάτος των συμβατικών γνώσεων που διέθεταν οι Έλληνες· ούτε από τον βαθμό δυνατότητας που είχε ο άνθρωπος να επηρεάσει ή να τιθασεύσει τις δυνάμεις της φύσεως. Αυτά τα διέθεταν και άλλοι λαοί εκείνης της περιόδου. Η κύρια ποιοτική διαφορά του ελληνισμού, από τους άλλους τρόπους υπάρξεως, ήταν εκείνη η ιδιάζουσα πνευματική ηρεμία κατά τη θεώρηση του κόσμου· ο αδέσμευτος από κάθε δεισιδαιμονία νους, ο οποίος απλώθηκε με ελευθερία – κάποτε δε και με ελευθεριότητα. Ιδού, λοιπόν, θεμελιώδη στοιχεία της ουσίας του ελληνισμού: Το κλίμα διαύγειας, μέσα το οποίο κινείται· η λογική σκέψη, που εκπτύσσεται ελεύθερα και υπακούει μόνο στους λογικούς περιορισμούς που η ίδια θέτει στον εαυτό της, ως υπαγορευόμενους από την ίδια της τη φύση.

Έτσι η γνώση εντός του ελληνισμού έχει άλλη σημασία, έστω κι αν αυτή η γνώση απαντάται και αλλού – εκτός αυτού. Οι ίδιες γνώσεις που σε άλλους πολιτισμούς ήταν κτήμα ιερέων και εκρατούντο ζηλότυπα μυστικές, στον ελληνισμό ήταν κτήμα των λογοκρατούμενων φυσιοκρατών και ανεπτύσσοντο σε ευρύτερους κύκλους. Αλλά και αυτό τούτο το οικοδόμημα της γνώσης στον ελληνισμό ήταν ριζικά διαφορετικό: Ο ιερέας της Αιγύπτου ήξερε να μετρήσει – και μάλιστα με κάποιαν ακρίβεια· αλλά δεν είχε συλλάβει την έννοια του «μεγέθους». Ο ίδιος είχε κάποιες ημερολογιακές γνώσεις, αλλά δεν ήταν σε θέση να συλλάβει ή να δημιουργήσει την έννοια του «χρόνου». Μετρούσε όγκους, αλλά αγνοούσε την έννοια του «όγκου». Ή του «χώρου», ή της «δυνάμεως», ή του «είναι», ή του «γίγνεσθαι» κ.ο.κ. Παρά το ότι είναι δύσκολο να το συλλάβει κάποιος σήμερα, οι άλλοι πολιτισμοί εκινούντο σε ένα ριζικά διάφορο κλίμα. Οι γνώσεις τους είχαν μια «πρακτικότητα», αλλά δεν είχαν διανοητικές προεκτάσεις· δεν προέκυπταν από κάποια αφηρημένη σύλληψη, από κάποια θεωρία· η απουσία του λόγου καθιστούσε αδύνατη τη δημιουργία ενός θεωρητικού οικοδομήματος και την ανάπτυξη της αφηρημένης σκέψης διά των εννοιών (τις οποίες έννοιες ούτε καν υποψιάζοντο). Και τούτο, διότι ακόμη και η ελάχιστη διεργασία του πνεύματος ήταν αιχμάλωτη της δεισιδαιμονίας. Αντίθετα, οι Έλληνες δεν αρκέστηκαν στο ορατό· αλλά επεζήτησαν τη γνώση και του αόρατου, το οποίο «σημαίνεται» διά του ορατού. 

Από την αφετηρία αυτή, θα γράψουν στον 20ό αιώνα οι Φίρκαν Μπεκιτέλ και Έντγκαρ Μαράν, ξεκινά και η ανάπτυξη του δυτικού τρόπου σκέψης και η παραγωγή πλούτου που έμελλε να αλλάξει και τη μοίρα του ανθρώπου.

Ερώτημα: η αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού είχε κάποια σχέση με τον ελληνισμό;