Από την έντυπη έκδοση
Του Α.Δ. Παπαγιαννίδη
[email protected]
Ξανάνοιξε η συζήτηση, με τη ΔΕΘ στην άκρια του άμεσου ορίζοντα, με τη δεύτερη διατύπωση της Έκθεσης Πισσαρίδη στα σκαριά, για τη στρατηγική που επιχειρείται να στηθεί στα πόδια της. Στρατηγική για μια οικονομία που διαπιστώνεται η έκταση της βύθισής της στη συνέχεια της πανδημίας του κορονοϊού, όσο (αποδεικνύεται) δεν την ανέκοψε το καλοκαίρι.
Γιατί μπορεί η πρόβλεψη του ΥΠΟΙΚ να έχει μείνει «κολλημένη» στην καλύτερη του αναμενόμενου επίδοση του πρώτου 4μήνου, και στον ξορκισμό υποχώρησης της τάξεως του 16% για το β’ 3μηνο της χρονιάς με βάση την τουριστική περίοδο: όμως τώρα-τώρα η επαναφορά των κρουσμάτων του Covid-19 στην πρώτη γραμμή (Φινλανδία και Νορβηγία έβαλαν την Ελλάδα στη λίστα χωρών καραντίνας για τους τουρίστες τους, η καθοριστική TUI ακύρωσε πακέτα σε Κρήτη-Ρόδο) ανεβάζει πάλι την επιφυλακτικότητα.
Ενώ δηλαδή η προσπάθεια είναι να επανέλθει η στρατηγική των φορολογικών ελαφρύνσεων και της μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών που διέκοψε αρκετά βίαια η πανδημία, τακτικές κινήσεις είναι εκείνες που προωθούνται προκειμένου να «κρατηθεί» η οικονομία.
Δείτε: τελικά, επισπεύσθηκε -και πραγματοποιήθηκε, στις 21 Αυγούστου- η καταβολή της «αποζημίωσης ειδικού σκοπού» και της ενίσχυσης του «Συν-Εργασίας» σε περίπου 56.500 δικαιούχους, κυρίως του τραυματισμένου τουριστικού τομέα. Βέβαια, όταν μιλούμε για επίσπευση σωστό είναι να μην παραβλέπουμε ότι μέρος αυτής της επιδοματικής στήριξης αφορά δικαιούχους ήδη από τον Ιούνιο… Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του υπουργείου Εργασίας, η μέχρι στιγμής στήριξη εργαζομένων, αυτοαπασχολούμενων, ελεύθερων επαγγελματιών και επιχειρήσεων για αποζημιώσεις ειδικού σκοπού, συν κάλυψη ασφαλιστικών εισφορών, αγγίζει το 1,57 δισ. ευρώ. Ποσό αντίστοιχο με εκείνο που -ακόμη- αναμένεται να εισρεύσει από το Πρόγραμμα SURE (αυτό είναι το Πρόγραμμα Μετρίασης των Κινδύνων Ανεργίας, ύψους 100 δισ. ευρώ, από την πρώτη συγκομιδή ευρωπαϊκών μέτρων στήριξης για τις επιπτώσεις της πανδημίας).
Για να συγκρίνουμε: θέμα δυο μηνών είναι η απόδοση (έστω και μερική) των αναδρομικών σε συνταξιούχους μετά την Οδύσσεια των προσφυγών, μετά την απόφαση του ΣτΕ επί πιλοτικής δίκης για τις κύριες συντάξεις, μετά και την επέκτασή της με απόφαση της κυβέρνησης. Εδώ το κόστος έχει υπολογισθεί σε 1,35 δισ. ευρώ – όμως με τη φορολόγησή του θα πέσει κάτω από το 1 δισ. Το ενδιαφέρον έγκειται στο ότι ρητά/συνειδητά, και αυτής της καταβολής η επίσπευση και η εφάπαξ απόδοση -για την οποία φαίνεται να μην έχει υπάρξει αντίθεση της ενισχυμένης εποπτείας υπό την οποία συνεχίζει να βρίσκεται η ελληνική οικονομία, ανεξαρτήτως της αναστολής της υποχρέωσης για πρωτογενή πλεονάσματα- προβάλλεται από την κυβέρνηση ως μέτρο (διάχυτης) τόνωσης της οικονομίας απέναντι στην ύφεση λόγω Covid-19.
Aς προστεθεί εδώ και η αποφασισμένη πρόταση πρόσθετη αναστολή/ρύθμιση επί ένα ακόμη 3μηνο -δηλαδή μέσα στο 2021- των οφειλών φόρων/δόσεων ρυθμίσεων/ασφαλιστικών εισφορών άνω των 2,5 δισ. ευρώ που είχαν παγώσει ως πρώτη αντίδραση στο σοκ της πανδημίας. και βλέπουμε. Έτσι, λοιπόν, «χτίζεται» με βήματα τακτικής ένα πλέγμα στη θέση στρατηγικής…
Αν, κάτι, ένας στρατηγικός στόχος που αναπομένει και διαγράφεται στον ορίζοντα έχει διαφορετικό χαρακτήρα: να μείνει κάτω από 200% του ΑΕΠ ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ, και τούτο παρά την αναπόδραστη υποχώρηση του παρονομαστή (ΑΕΠ) ακόμη κι αν συγκρατηθεί ο αριθμητής (συνεχιζόμενος δανεισμός). Μολονότι το να θέτει κανείς παρόμοιους στόχους έχει τον κίνδυνό του ενόσω τα στοιχεία για το ΑΕΠ παραμένουν στον χώρο των εικασιών ή των ενδείξεων, οφείλει κανείς να αναγνωρίσει ότι -με δεδομένη την έκταση της γενικής αβεβαιότητας- το στοίχημα έχει ενδιαφέρον.
Καθώς ο δανεισμός της χώρας έχει πάει μέχρι στιγμής καλά, με τα έντοκα σε αρνητικές αποδόσεις να έχουν αφεθεί να ξεπεράσουν τα 12 δισ. ευρώ, κυλιόμενα. με τις εκδόσεις ομολόγων να έχουν πορευθεί καλά παρά την τωρινή κρίση (και με τις ανάγκες για το 2020 πολύ χαμηλά: κάτω των 10 δισ., με το μεγαλύτερο μέρος του προγράμματος εκτελεσμένο). με τις αποδόσεις να είναι γύρω στο 1% για το benchmark 10ετές, κάτω του 0,25% για το 5ετές. με τη δε ΕΚΤ να έχει «σηκώσει» διά του PEPP σχεδόν 10 δισ. ελληνικού χαρτιού, μ’ όλα αυτά η Ελλάδα μπορεί να θεωρεί ότι «κοιτάζει» τις αγορές. Συγκρινόμενη μάλιστα με τις ζαλιστικές ανάγκες αναχρηματοδοτησης των άλλων χωρών που πλήττονται από την πανδημία – ιδίως της Ιταλίας. Η Ιταλία έχει λόγο χρέους/ΑΠΕ στο 160%, Ισπανία/Πορτογαλία γύρω στο 125%.
Αρκεί αυτό ως στρατηγική; Όχι – αλλά θα δούμε την εξέλιξη.