Από την έντυπη έκδοση
Του Α. Δ. Παπαγιαννίδη
[email protected]
Με τη συνεχιζόμενη βελτίωση της θέσης των ελληνικών ομολόγων στις αγορές, με γερμανικές φωνές πλέον να πυκνώνουν (π.χ. Μαρσέλ Φράτσερ του DIW) ότι ελάφρυνση του ελληνικού χρέους θα υπάρξει -ως «αναδιάρθρωση», ώστε να μη θιγεί το κύρος του ναφθαλινοποιημένου Βόλφγκανγκ Σόιμπλε- μέσα στο 2018, με την προοπτική αναβάθμισης του αξιόχρεου και από τη Fitch εντός του Φεβρουαρίου, εύλογα το ενδιαφέρον στρέφεται στο αν θα προχωρήσει -και πότε ακριβώς- η πρώτη έξοδος για «φρέσκο χρήμα» στις αγορές. Και, το κυριότερο, με τι επιτόκιο θα γίνει αυτό: ήδη ένα είδος οροφής έχει τεθεί κάτω του 3,5%, τη στιγμή που η απόδοση του 10ετούς την ώρα που κοιτάξαμε ήταν στο 3,65% (με spread έναντι του γερμανικού ομολόγου/Bund ήδη κάτω του 3%).
Όλα αυτά είναι ωραία και εμπνευστικά. Όμως, υπάρχει και η καημένη η πραγματική οικονομία. Πάνω στην οποία πατάνε τα εισοδήματα των πολλών ανθρώπων, η απασχόλησή τους – τέτοια πράγματα. Εκεί, θυμίζουμε, η τελευταία 3μηνιαία έκθεση του ΙΟΒΕ -την αναφέραμε και στο σημείωμα της Δευτέρας, 29/1- επεσήμαινε ότι η όποια συνέχεια, αναγκαστικά, θα εξαρτηθεί από τη συστηματική -πλέον- βελτίωση του επενδυτικού κλίματος. Αλλιώς, «κινδυνεύει η τωρινή βελτίωση να μείνει μια πρόσκαιρη αναλαμπή 1-2 ετών και ύστερα η οικονομία να ξανακυλήσει».
Πηγαίνοντας όμως ακόμη πιο κοντά στον ανθρώπινο παράγοντα, το ΙΟΒΕ σημείωνε ότι με δεδομένο ότι οι κλάδοι εκείνοι που «κινούσαν» πριν από την κρίση την απασχόληση -οικοδομή, λιανεμπόριο, δημόσιος τομέας- δεν προβλέπεται να επανέλθουν, για διαφορετικούς αλλά συγκεκριμένους λόγους, η αναζήτηση νέου αναπτυξιακού προτύπου με βάση το ανθρώπινο κεφάλαιο και την καινοτομία προκύπτει ακόμη πιο επιτακτική ως ανάγκη.
Προ ημερών, σε ανάλογη γραμμή, από πλευράς ΣΕΒ κινήθηκε μια πρωτοβουλία για επαναδρομολόγηση/επανεκκίνηση του κοινωνικού διαλόγου, με τα μάτια στραμμένα «στην αύξηση των εισοδημάτων στο μέλλον». Σπεύδει ο Σύνδεσμος να εξηγήσει ότι «η αναβίωση του κοινωνικού διαλόγου μεταξύ Πολιτείας, εργοδοτών και εργαζομένων σε νέες βάσεις πρέπει να δίνει προτεραιότητα στη διεθνή ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας και την παραγωγή διεθνών εμπορεύσιμων προϊόντων και υπηρεσιών».
Μολονότι η κρίση -η συνθλιπτική των στερεοτύπων του παρελθόντος κρίση!- έχει σίγουρα διαμορφώσει νέες συνθήκες, π.χ. εν όψει της Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας 2018, μολονότι και το «κείμενο πολιτικής για την ενίσχυση του τριμερούς κοινωνικού διαλόγου» του Νοεμβρίου 2015, με όσα τότε ανεδείκνυε ως αδύνατα σημεία (π.χ. διαμόρφωση της ατζέντας των νομοθετικών αλλαγών από την τρόικα και την κυβέρνηση, με ελάχιστη επαφή με τους κοινωνικούς εταίρους, ή πάλι άτυπες πρωτοβουλίες διαλόγου σε βάση ad hoc) ηχεί ξεπερασμένο όσο περίπου και οι εμπειρίες διαλόγου της δεκαετίας του ’90, είναι ενδιαφέρον να δει κανείς πώς ο ΣΕΒ επιχειρεί να επαναφέρει ένα κλίμα συζήτησης.
Μιλώντας για «7 προϋποθέσεις για επανεκκίνηση του κοινωνικού διαλόγου», θέτει ένα γενικό περίγραμμα («Το Μέλλον της Εργασίας») που μπορεί να έχει τη λογική κατεύθυνσης της συζήτησης, όμως ακριβώς λόγω της πίεσης της κρίσης έχει περιορισμένο λειτουργικό ρόλο. Δύο άλλες από τις κατατιθέμενες προϋποθέσεις -η σύσταση Συμβουλίου Τριμερούς Διαβούλευσης και η συμφωνία-πλαίσιο για Αποτελεσματικές Συλλογικές Διαπραγματεύσεις- ανάγονται στα πάντα χρήσιμα, αλλά ποτέ επαρκή οργανωτικά.
Με δεδομένη την (ας μην αυταπατώμεθα) κατάρρευση του συστήματος Κοινωνικής Ασφάλισης «μετά Κατρούγκαλο», η ανακίνηση του θέματος Ταμείου Επαγγελματικής Ασφάλισης, ώστε να διασωθεί για το μέλλον η έννοια του διχτυού ασφαλείας (και να μην εγκατασταθεί στην περιοχή του γκρίζου…) έχει ενδιαφέρον, αλλά αποτελεί ματιά βάθους. Ενώ η συζήτηση για τη χρηματοδότηση της επαγγελματικής κατάρτισης, έτσι όπως συσχετίζεται με… εκείνην των συνδικάτων (και των Ινστιτούτων τους), ανάγεται στα interna corporis.
Οπότε… από τις «7 προϋποθέσεις» μένουν στην πραγματικότητα δύο που αληθινά θα οδηγήσουν τη συζήτηση για μια Συλλογική Σύμβαση μετά την κρίση. Πρώτον, η πτυχή της επανεκκίνησης των επιχειρήσεων που βρίσκονται σε δυσκολία αν μη αδιέξοδο, με μια λογική διάσωσης των θέσεων εργασίας. Δεύτερον, η συμφωνία για ένα λειτουργικό σύστημα διαιτησίας.
Η διάσωση των θέσεων εργασίας (όσων δεν έχουν ακόμη χαθεί), με την αντιμετώπιση των «κόκκινων» δανείων και την κινητοποίηση χρηματοδοτικών πόρων -αναγκαστικά μη κρατικών- για επανεκκίνηση (η διατύπωση «χιονοστιβάδα επανεκκίνησης» υπεραισιόδοξη!) θα παίξει καθοριστικό ρόλο στα επόμενα 2-3 χρόνια. Ενώ η προσγείωση από την υποχρεωτικότητα της διαιτησίας/ΟΜΕΔ σε κάτι πλησιέστερο προς την πραγματικότητα της καθημαγμένης οικονομίας παραμένει ζητούμενο.
Όμως, η μετάβαση από τις προθέσεις και τους σχεδιασμούς στη συνειδητοποίηση και την πράξη…