Από την έντυπη έκδοση
Του Α.Δ. Παπαγιαννίδη
[email protected]
Δύο εκ πρώτης όψεως ασύνδετα μεταξύ τους πολιτικά γεγονότα -που, αν δεν αφορούσαν κεντρικούς «παίκτες» του ευρωπαϊκού σκηνικού, θα μπορούσαν μέχρι και να περιορισθούν σε σημασία χαριτωμένων παραλειπόμενων!- δημιουργούν απόνερα. Που η ελληνική «ευρωπαϊκή πολιτική» θα βρει μπροστά της μετά από λίγες κιόλας εβδομάδες.
Το πρώτο: η προεκλογική χαριτωμενιά του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, με τη δήλωσή του, ότι κάποια στιγμή στην Ελλάδα θα του στήσουν μνημείο σε ένδειξη ευγνωμοσύνης που επέμεινε και ανάγκασε να προωθηθούν διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, χωρίς τις οποίες ποτέ η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας δεν θα βελτιωνόταν. Το δεύτερο: η επαναφορά από τον επανερχόμενο στην ιταλική πολιτική σκηνή Σίλβιο Μπερλουσκόνι (στην Ιταλία πάνε για εκλογές την άνοιξη του 2018) της συζήτησης για «παράλληλο νόμισμα».
Πάμε σιγά-σιγά: Ο Σόιμπλε, ο οποίος ήδη προ εβδομάδων περίπου εξυμνούσε τις επιτευχθείσες στην χώρα μας μεταρρυθμίσεις -δεν καταγράφηκε αυτό, όσο θα έπρεπε στην Ελλάδα: λίγο το καλοκαίρι, λίγο το στερεότυπο του σκληρού Τεύτονα ιππότη…-, απευθύνεται προδήλως στο δικό του εκλογικό σώμα, το οποίο σε 4 εβδομάδες φθάνει στις κάλπες. Θέλει να τους πει ότι η δική του στάση στο ελληνικό ζήτημα δικαιώθηκε.
Την ίδια στιγμή, βέβαια, δίνει και ένα προκαταβολικό μήνυμα στην Ελλάδα/στην ελληνική κυβέρνηση/στην ελληνική πολιτική τάξη: ότι οι οποιεσδήποτε συζητήσεις-διαπραγματεύσεις-ζυμώσεις ξεκινήσουν (μετά τις γερμανικές εκλογές, μετά τον σχηματισμό κυβέρνησης στο Βερολίνο, μετά -προφανώς- και την τρίτη αξιολόγηση του φθινοπώρου…), στο μενού ψηλά-ψηλά θα γράφουν «ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΙΣ». Όσο κι αν εμείς θεωρούμε ότι ο άξονας της συζήτησης θα είναι η διευθέτηση, ελάφρυνση, αναδιάταξη ή πάντως αντιμετώπιση του χρέους…
Εδώ, ας σημειωθεί ότι από τον Σόιμπλε επαναφέρθηκε στο τραπέζι η σκέψη για μετάβαση σε «ευρωπαϊκό» ΔΝΤ, ως μετεξέλιξη του σημερινού μηχανισμού/ESM, που θα ήταν ανοιχτό σε παρεμβάσεις σε χώρες κρίσης ακόμη και με επενδυτική λογική. Ήταν λίγο πολύ προκαταβολική προσέλευση στη συζήτηση που επιχειρεί να ανοίξει ο Εμανουέλ Μακρόν.
(Όταν βέβαια άρχισε η φιλολογία του «δηλαδή, πάλι μεταφορά πόρων στον Νότο;», το περιβάλλον Σόιμπλε παρευθύς μάζεψε τα χαλινάρια…)
Όσο για τον Μπερλουσκόνι, αυτός επιχειρεί την επάνοδό του από το βασίλειο των σκιών: η βασική του ιδέα ήταν να «χτίσει» στη λογική της επανόδου στη λιρέτα (όπως και ο υπό υποχώρηση Μπέπε Γκρίλο, των Πέντε Αστέρων, όπως και η Μαρίν Λεπέν στη Γαλλία).
Βλέποντας όμως την άρνηση της ιταλικής κοινής γνώμης -όπως και νωρίτερα της γαλλικής- να δεχθεί την απώλεια του ευρώ, τροποποίησε σε μια λογική διπλού νομίσματος: ευρώ για τις διεθνείς συναλλαγές (και… για τις αποταμιεύσεις), λιρέτα για την παραγωγή και για τις εσωτερικές σχέσεις. Εδώ, δεν θα έπρεπε να χαρακτηρίσει κανείς τον Μπερλουσκόνι ως επίγονο του Βαρουφάκη – αν και μοιράζεται μαζί του πτυχές σουρεαλιστικής συμπεριφοράς καθώς και μια εγκάρδια σχέση με τη μιντιακή διαχείριση.
Αν μη τι άλλο, η Ιταλία διέθετε -διέθετε πάντα και θα διαθέτει στο μέλλον- μια παραγωγική οικονομία, μια εξωστρεφή παραγωγική δομή, έστω και σε υποχώρηση. Την οποία παραγωγική βάση νομισματικοί χειρισμοί θα ήταν νοητό να την «ξεκλειδώσουν» από τη ληθαργική 10ετία που έχει ζήσει. Απλώς, η διαταραχή που θα φέρει -που έφερε ήδη- η αναφορά Μπερλουσκόνι (ο οποίος, μην ξεχνούμε, «ξηλώθηκε» με έξωθεν παρέμβαση τον Νοέμβριο του 2011, για να δώσει τη θέση του σε Μόντι, ύστερα Λέτα, ύστερα Ρέντσι, τώρα Τζεντιλόνι – με μια μόνο μεσολάβηση κάλπης!) σε οτιδήποτε αφορά την Ευρωζώνη υπόσχεται/απειλεί να δημιουργήσει αρνητικά αντανακλαστικά. Συν, η τραπεζική αγορά της Ιταλίας λειτουργεί υπό συνθήκες συνεχούς μαρμαρυγής, οπότε με τίποτε η Φρανκφούρτη/η ΕΚΤ δεν θα διενοείτο να προστεθεί ένας πρόσθετος παράγοντας αμφισβήτησης της σταθερότητας στην τρίτη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης.
Εποικοδομητική επανασυζήτηση
Πού τα δύο αυτά κύματα έρχονται σε επαφή με την ελληνική υπόθεση; Να το πούμε ευθέως: αν στα συνεχιζόμενα σημάδια που εκπέμπονται από Βερολίνο ότι οποιαδήποτε επανασυζήτηση με την Ελλάδα (προσοχή! όχι με την τωρινή ελληνική κυβέρνηση μόνον…) θα έχει αναγκαστικά κεντρικό αρμό τη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων -π.χ. στο πλαίσιο μιας νέας conditionality- έρθει τώρα και προστεθεί η «ανάγκη» να αποτραπεί οτιδήποτε «θα μπορούσε να δώσει αέρα, να δημιουργήσει νέες σκέψεις στην Ιταλία», τότε οι προοπτικές μιας εποικοδομητικής επανασυζήτησης (βλέπεις, φίλε αναγνώστη, πώς αποφεύγουμε τη λέξη «επαναδιαπραγμάτευση») χλομαίνουν. Κι άλλο…