Skip to main content

Η αναπαράσταση της απόφασης στην Οικονομική Επιστήμη

Καθηγητής Κωνσταντίνος Ζοπουνίδης, Ακαδημαϊκός, Βασιλική Ακαδημία Οικονομικών και Χρηματοοικονομικών, Βασιλική Ευρωπαϊκή Ακαδημία των Διδακτόρων, Πολυτεχνείο Κρήτης & Audencia Business School, France

Εισαγωγή

Όπως και οι περισσότεροι άλλοι επιστημονικοί τομείς, η οικονομική επιστήμη χαρακτηρίστηκε τα τελευταία είκοσι χρόνια από μια πραγματική έκρηξη. Έκρηξη στον όγκο των δημοσιεύσεων. Έκρηξη στην ποικιλομορφία των ερευνητικών κατευθύνσεων. Κάτω από αυτές τις συνθήκες η προσπάθεια ακριβούς περιγραφής των πολλαπλών κατευθύνσεων που εξερεύνησαν οι οικονομολόγοι για την αναπαράσταση (ρόλο) της απόφασης είναι ένα αδύνατο έργο. Ο συγγραφέας αναφέρει ότι δε θα το διακινδυνεύσει και θα περιορίσει το θέμα από την αρχή με τρεις τρόπους.

Το ενδιαφέρον του προσανατολίζεται στην οικονομική επιστήμη ως κλάδο γνώσης, χωρίς να γίνει αναφορά στον τεράστιο και ποικίλο τομέα της εφαρμοσμένης οικονομίας. Με τον ίδιο τρόπο, θα ευνοήσει την ανάλυση μοντέλων επιλογής σε σχέση με την παρουσίαση εμπειρικών μελετών που αποσκοπούν στη δοκιμή  της εγκυρότητας αυτών των μοντέλων.

Η σκέψη του επικεντρώνεται στην καρδιά της οικονομικής θεωρίας, δηλαδή τη μελέτη των συνεπειών των αλληλεπιδράσεων μεταξύ της συμπεριφοράς των διαφόρων παραγόντων. Αυτό το σημείο είναι θεμελιώδες: οι οικονομικοί επιστήμονες έπαιξαν ένα τέτοιο ρόλο στη γέννηση της θεωρίας της χρησιμότητας, διατηρούν τόσο στενές σχέσεις με τους ερευνητές που αναπτύσσουν τη θεωρία της χρησιμότητας, μετακινούνται τόσο εύκολα από τον ένα τομέα στον άλλο, που συχνά ξεχνούν ότι οι βασικές ανησυχίες τους είναι κοινωνικής φύσης, είτε πρόκειται για την κατανομή πόρων, τη διαμόρφωση τιμών, την εξέλιξη των αγορών, την ανεργία, τον πληθωρισμό. Υπάρχει εδώ μια σημαντική διαφορά ανησυχίας με αυτούς που στοχεύουν στη μελέτη και την επεξεργασία αποφάσεων μέσα σε μικρές ομάδες όπως το μάνατζμεντ μιας επιχείρησης ή μιας οργάνωσης.

Σχετικά με το τρίτο όριο, αφορά τις γνώσεις του συγγραφέα, πάνω στο υπό μελέτη θέμα.

Η συντριπτική πλειονότητα των οικονομικών επιστημόνων λαμβάνει υπόψη τις επιλογές υποθέτοντας ότι οι παράγοντες μεγιστοποιούν ένα δείκτη προτίμησης υπό περιορισμούς.

Μεγιστοποίηση υπό περιορισμούς ή προσαρμοστική συμπεριφορά

Τα άρθρα της οικονομικής θεωρίας καταφεύγουν συνεχώς στην αναπαράσταση των επιλογών με τη μορφή μεγιστοποίησης υπό περιορισμούς. Για ποιο λόγο; Τρεις ομάδες λόγων μπορούν να προταθούν.

Διανοητική σκλήρυνση ή παράδοση; Χωρίς αμφιβολία, στο βαθμό που οι οικονομολόγοι όπως όλοι οι άλλοι επιστήμονες επιδιώκουν να αναπτύξουν (βελτιώσουν) τα μοντέλα των προκατόχων τους και όπου η θεωρία της χρησιμότητας βρίσκεται στο επίκεντρο της οικονομικής θεωρίας για πάνω από εκατό χρόνια.

Ευκολία; Σίγουρα, αλλά με πολλούς τρόπους. Αρχικά, η μεγιστοποίηση υπό περιορισμούς καθιστά δυνατή τη μετατροπή του συνόλου των ερεθισμάτων που προέρχονται από το περιβάλλον σε μια απλή απόκριση του παράγοντα. Είναι επομένως δυνατό να γίνει σύνθεση αυτών των απαντήσεων σε μια συνολική απόκριση που αποτελεί ένα νέο περιβάλλον για τους παράγοντες και στη συνέχεια να κατασκευαστούν αλληλεπιδραστικά μοντέλα μεταξύ των παραγόντων και κυρίως: μοντέλα ισορροπίας που επικεντρώνονται στην αναζήτηση σταθερών σημείων των διαδικασιών αλληλεπίδρασης.

Ενδεικτικά, θεωρούμε το απλό παράδειγμα μιας αγοράς στην οποία υπάρχουν m πωλητές (1≤m) και n αγοραστές (1≤n). Η υπόθεση της μεγιστοποίησης υπό περιορισμούς μιας συνάρτησης χρησιμότητας από κάθε παράγοντα σημαίνει ότι σε οποιοδήποτε σήμα τιμής p ένας παράγοντας αποκρίνεται με μια προσφορά

­(p) ή μια ζήτηση qi(p). Η θεωρία δείχνει ότι, κάτω από μερικές υποθέσεις, υπάρχει μια αξία και μια μόνο του p τέτοια ώστε:

θεωρία της γενικής ισορροπίας δεν είναι τίποτα περισσότερο από τη γενίκευση αυτής της ιδιότητας σε οποιονδήποτε αριθμό αλληλεξαρτώμενων αγορών. Παρατηρούμε ότι, κάτω από τη φόρμα αυτή, δεν μαθαίνουμε κάτι σχετικό για τον τρόπο με τον οποίο επεξεργάζονται τα σήματα των τιμών. Η ίδια διατύπωση μπορεί επίσης να δημιουργήσει δυναμικά μοντέλα όταν το περιβάλλον που δημιουργείται από τις απαντήσεις των παραγόντων διαφέρει από αυτό που δημιούργησε αυτές τις αποκρίσεις. Έτσι στο μοντέλο της αγοράς, η υπερβάλλουσα ζήτηση μπορεί να θεωρηθεί ότι προκαλεί αύξηση των τιμών.

Στη συνέχεια, το γεγονός της προσκόλλησης σε κάθε παράγοντα, σε ένα δεδομένο περιβάλλον ενός δείκτη, μονότονο ή βαθμωτό ανάλογα με την περίπτωση, επιτρέπει την καθιέρωση μιας συγκεκριμένης κατάταξης των καταστάσεων της οικονομίας και κατά συνέπεια την εισαγωγή όλων των εννοιών του οικονομικού βέλτιστου: βέλτιστο του Pareto όπου είναι αδύνατο να αυξηθεί η χρησιμότητα ενός παράγοντα χωρίς να μειωθεί αυτή ενός άλλου το λιγότερο, απόλυτο βέλτιστο που αντιστοιχεί στη μεγιστοποίηση μιας συνάρτησης χρησιμότητας έχοντας ως επιχειρήματα τις χρησιμότητες των παραγόντων, βέλτιστη εξέλιξη με την πάροδο του χρόνου μιας παγκόσμιας οικονομίας.

Τέλος, όπως θα φανεί παρακάτω, πολλές φορές, η μεγιστοποίηση υπό περιορισμούς είναι συμβατή με τη θεώρηση μιας μεγάλης ποικιλίας παραγόντων, είτε ως επιχειρήματα της συνάρτησης χρησιμότητας.

Με άλλα λόγια, η οικονομική επιστήμη απέχει πολύ από το να έχει διερευνήσει όλες τις δυνατότητες ερμηνείας των οικονομικών φαινομένων που προσφέρονται από αυτή την προσέγγιση και τίποτα δεν θα ήταν πιο λάθος από το να εξομοιωθεί η χρήση μιας συνάρτησης χρησιμότητας και αναπαράστασης του ατόμου ως «homo oeconomicus» που ασχολείται προσωπικά μόνο με την κατανάλωσή του.

Η συμφωνία των συνεπειών των μοντέλων με την παρατήρηση;

Πολλοί οικονομικοί επιστήμονες θα απαντούσαν θετικά στην ερώτηση αυτή, όχι επειδή θεωρούν ότι το μοντέλο μεγιστοποίησης της χρησιμότητας υπό περιορισμούς, θα μπορούσε να έχει υποβληθεί σε άμεση πειραματική επαλήθευση, αλλά επειδή πιστεύουν ότι πολλές συνέπειες αυτού του μοντέλου συμφωνούν με τις παρατηρήσεις που έγιναν για φαινόμενα σχετικά με ομάδες οικονομικών παραγόντων. Οι λόγοι για την προσφυγή στη μεγιστοποίηση υπό περιορισμούς στην οικονομική θεωρία είναι επομένως ισχυροί και εξηγούν τη μικρή επιμονή στην έρευνα από τις επικρίσεις που γίνονται παραδοσιακά.

Από την άλλη πλευρά δύο σύνολα θα καταστήσουν δυνατή την απεικόνιση των δυνατοτήτων που προσφέρει η προσέγγιση της προσαρμοστικής συμπεριφοράς.

Το πρώτο δανείζεται από ένα άρθρο των L. Hurwicz, R. Radner και S. Reiter (Economitrica, vol. 43, nos 2, 3, 1975) που μελετούν μια διαδικασία ανταλλαγής μεταξύ οποιουδήποτε αριθμού ατόμων και σχετίζονται με οποιοδήποτε αριθμό αγαθών.

Το δεύτερο παράδειγμα προέρχεται από τις έρευνες του εργαστηρίου οικονομετρίας του CNAM. Αφορά την αγορά εργασίας ενός οικισμού στον οποίο συνυπάρχουν πολλά άτομα. Όλα όμοια όσον αφορά τις επαγγελματικές τους ικανότητες και θέσεις που προσφέρονται από διάφορες εταιρείες, αλλά όλες πανομοιότυπες και κατάλληλες για οποιοδήποτε από τα άτομα.

Αυτά τα δύο παραδείγματα υποδήλωναν μια εικασία: η εισαγωγή στην οικονομική θεωρία των μοντέλων της ατομικής προσαρμοστικής συμπεριφοράς αναμφίβολα θα συμβαδίζει με την ανάπτυξη μιας αυτό-οργανωμένης αντίληψης της οικονομικής δυναμικής. Σε μια τέτοια αντίληψη είναι οι παράγοντες που, με μια εφευρετική συμπεριφορά και ενεργητική αναζήτηση, κατασκευάζουν σταδιακά μια ισορροπία ή δομές.

Σε κάθε περίπτωση, τα μοντέλα ατομικής προσαρμοστικής συμπεριφοράς θα είναι σε θέση να βασιστούν σε μεγάλο βαθμό στις βελτιώσεις που έγιναν στη μεγιστοποίηση υπό περιορισμούς.

Βέβαιο περιβάλλον, μια περίοδος

Αρχικά, η οικονομική θεωρία ήταν ικανοποιημένη με την εισαγωγή μιας χρησιμότητας συνάρτησης των πραγματικών καταναλώσεων και της οποίας η μεγιστοποίηση περιοριζόταν από το εισόδημα. Οι τρέχουσες εξελίξεις φαίνονται να τοποθετούνται σε έξι διαφορετικές κατευθύνσεις.

Περιβαλλοντικός εμπλουτισμός

Μια πιο κατάλληλη αναπαράσταση των συνδέσεων μεταξύ περιβάλλοντος και χρησιμότητας,

Η άμεση εξέταση των ατομικών δράσεων,

Η εισαγωγή των σχέσεων μεταξύ ατομικών δράσεων και των επιπτώσεών τους,

Μια μεγαλύτερη ποικιλία περιορισμών με την εισαγωγή ατομικών ικανοτήτων,

Διερεύνηση των αντιδράσεων του περιβάλλοντος στην ίδια τη συνάρτηση της χρησιμότητας.

Σε αντίθεση με τους προκατόχους του, ένας σύγχρονος οικονομολόγος δε διστάζει πλέον να εισάγει όποια μεταβλητή θεωρεί φυσική για να επηρεάσει τις ατομικές επιλογές: επίπεδα χρησιμότητας ή κατανάλωσης άλλων, επίπεδο εκπαίδευσης, διαθέσιμη ποσότητα δημόσιου αγαθού, χρόνος που διατίθεται για διάφορους σκοπούς κλπ.

Η άμεση παρέμβαση των ποσοτήτων που καταναλώνονται μέσα στις συναρτήσεις χρησιμότητας έχει πολλά μειονεκτήματα (αδυναμία επεξεργασίας νέων προιόντων, εισαγωγή διαφημίσεων, κλπ.). Εξ’ού και η ιδέα της εισαγωγής ενδιάμεσων επιπέδων μεταξύ του περιβάλλοντος και της χρησιμότητας. Για το συγγραφέα ο οποίος βασίστηκε σε μελέτες του μάρκετινγκ, διέκρινε εκτός του περιβάλλοντος, τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:

Την αντίληψη, που έχει το άτομο για το περιβάλλον,

Τις στοιχειώδεις ικανοποιήσεις που σχετίζονται με αυτήν την αντίληψη (ικανοποίηση των κινήτρων της εξουσίας, του κύρους, της περιέργειας, … )

Η χρησιμότητα που συνδέεται με αυτές τις ικανοποιήσεις.

Είναι επιμένως δυνατό να ληφθεί υπόψη μια μεγαλύτερη κατηγορία φαινομένων.

Η παραδοσιακή θεωρία συγκεντρώνει μέσα στην κατανάλωση την απόφαση και το αποτέλεσμά της. Εδώ και πολύ καιρό, οι οικονομικοί επιστήμονες προσπάθησαν να διαχωρίσουν τις δράσεςι του ατόμου από το περιβάλλον και να αντιπροσωπεύουν καλύτερα αυτές τις δράσεις. Ο συγγραφέας διακρίνει:

Τις ενέργειες της επιλογής ρόλων,

Τις ενέργειες που έγιαν στο πλαίσιο ενός ρόλου,

Τις ενέργειες αναζήτησης πληροφοριών σχετικά με τους ρόλους ή στο πλαίσιο των ρόλων,

Το επίπεδο πρσπάθειας με την οποία ένα άτομο αναλαμβάνει μια συγκεκριμένη ενέργεια.

Μόλις εξαληφθεί η σύγχυση μεταξύ των ενεργειών και των επιπτώσεών τους, αρμόζει να δημιουργηθεί μια σχέση που να εκφράζει την αντίληψη ότι ένα άτομο έχει τα αποτελέσματα των πράξεων του. Ακόμη και σε βέβαιο περιβάλλον, είναι κατανοητό ότι αυτή η αντίληψη είναι διαφορετική από την αντίληψη που σχετίζεται με το περιβάλλον που πραγματικά δημιουργείται από τις ενέργειες του ατόμου. Ωστόσο, για κατανοητούς λόγους, αυτό το πρόβλημα έχει μελετηθεί ελάχιστα στο πλαίσιο των μοντέλων μιας περιόδου, επειδή αυτά τα μοντέλα αποκλείουν την κατάλληλη αναπαράσταση του χρόνου.

Ο χαρακτηρισμός ενός ατόμου αποκλειστικά από τη μόνη συνάρτηση χρησιμότητας είναι προφανώς ανεπαρκής. Επίσης παρατηρείται όλο και περισσότερο στη βιβλιογραφία η αναπαράσταση σε βαθμίδες ή διανυσματικές μορφές ατομικών ικανοτήτων (ανθρώπινο κεφάλαιο του G. Bedler για παράδειγμα) που μπορεί να τροποποιηθούν από την προηγούμενη ιστορία του ατόμου ή από τις δικές του ενέργειες. Όσον αφορά τους περιορισμούς, δεν περιορίζονται πλέον όπως αρχικά στη συνάρτηση παραγωγής για τον επιχειρηματία, στον προϋπολογισμό για τον καταναλωτή. Έχουμε δει διαδοχικά την εμφάνιση, λίγο ή πολύ συχνά, περιορισμών του χρόνου, περιορισμών υγείας, περιορισμών ρόλου, περιορισμούς που προκύπτουν από ατομικές ικανότητες, περιορισμούς πληροφοριών για ρόλους και πιθανές δράσεις εντός των ρόλων (φυσικά, το βέβαιο περιβάλλον δεν επιτρέπει παρά μια πολύ ατελή εισαγωγή περιορισμών πληροφοριών), περιορισμοί ρύθμισης. Ως προς τους τεχνικούς περιορισμούς, έχουν διαφοροποιηθεί με την εισαγωγή για τους καταναλωτές περιορισμών συναλλαγών που συνδέονται ή όχι με τη χρήση του νομίσματος.

Η τελευταία κατεύθυνση της έρευνας μετατρέπει πολύ θεμελιωδώς τις σχέσεις μεταξύ περιβάλλοντος και χρησιμότητας.

Ο χρόνος είναι μια συνεχής ή διακριτή μεταβλητή, η χρησιμότητα του ατόμου σχετίζεται με κάθε στιγμή του περιβάλλοντος, αλλά από τη μια στιγμή στην άλλη επεμβαίνουν μια σειρά από βρόχους αντίδρασης, βρόχοι που ελέγχονται από την προηγούμενη ιστορία του ατόμου και από τις ενέργειες των άλλων. Εξάλλου δύο άλλες σχέσεις εκμάθησης μπορούν να εισαχθούν:

Μια σχέση που εκφράζει την εξέλιξη των ατομικών ικανοτήτων,

Μια σχέση που περιγράφει την προσαρμογή του τρόπου με τον οποίο κατασκευάζει την αντίληψη των επιδράσεων των πράξεων του.

Η οικονομική θεωρία απέχει από το να ενσωματώσει όλες τις προηγούμενες συνεισφορές.

Τελειώνοντας ο συγγραφέας αυτό το δεύτερο μέρος, υπογραμμίζει τις προσπάθειες ορισμένων οικονομολόγων όπως ο Maurice Allais (Νόμπελ οικονομίας, 1988) να εισαγάγουν σε ένα βέβαιο περιβάλλον μια βαθμωτή χρησιμότητα που ορίζεται από αξιώματα του ελάχιστου αντιληπτού ορίου. Υπάρχει εδώ ένας ενδιαφέρον τρόπος για την ανάλυση θεωρητικών προβλημάτων.

Αβέβαιο ή πιθανολογικό περιβάλλον

Κάθε οικονομικός επιστήμονάς, ακόμη και στα αρχικά του βήματα, γνωρίζει προφανώς την επέκταση που έγινε την επόμενη μέρα του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου, με τη θεωρία χρησιμότητας στην περίπτωση ενός πιθανοτικού ή αβέβαιου περιβάλλοντος, είτε οι πιθανότητες της κατάστασης της οικονομίας είναι δεδομένες εξωγενώς ή είναι υποκειμενικές πιθανότητες που ορίζονται ταυτόχρονα με τη χρησιμότητα.

Οι οικονομικοί επιστήμονες χρησιμοποιούν συνεχώς αυτή τη θεωρία στην οποία συμμετέχουν με τη συντριπτική τους πλειοψηφία. Όταν ρωτήθηκαν για τους λόγους αυτής της συμμετοχής, επικαλούνται είτε τη σχετικά ικανοποιητική συμφωνία της θεωρίας με τις παρατηρήσεις ή τα πειράματα, είτε την ευκολία χρήσης της θεωρίας για τα αλληλεπιδραστικά μοντέλα.

Στο χώρο αυτό ο συγγραφέας θέτει τρεις σκέψεις:

Η πρώτη δέχεται την παραδοσιακή θεωρία της χρησιμότητας, αλλά εισάγει το κόστος της αναζήτησης πληροφορίας,

Η δεύτερη αμφισβητεί το αξίωμα της ανεξαρτησίας στο οποίο βασίζεται η ισότητα μεταξύ της χρησιμότητας μιας τυχαίας προοπτικής και της μαθηματικής ελπίδας της χρησιμότητας των συστατικών της,

Η τρίτη προσπαθεί να γενικεύσει σε περίπτωση ενός αβέβαιου περιβάλλοντος τις νέες συνεισφορές που εισήχθησαν στο βέβαιο περιβάλλον.

Η εισαγωγή του κόστους αναζήτησης πληροφοριών – είτε αυτό εισάγεται απευθείας στον περιορισμό του προϋπολογισμού, είτε εμφανίζεται σε ένα χρονικό περιορισμό, είτε η ύπαρξή του προκύπτει έμμεσα από τα επιχειρήματα της συνάρτησης χρησιμότητας – μεταμορφώνει θεμελιωδώς μερικά από τα παραδοσιακά αποτελέσματα της οικονομικής θεωρίας.

Η παρουσία του κόστους πληροφοριών επιτρέπει εξάλλου, κάτω υπό ορισμένες προϋποθέσεις, τη δημιουργία επιχειρήσεων των οποίων η λειτουργία είναι ακριβώς η αναζήτηση και η πώληση πληροφοριών.

Σε κάθε περίπτωση, οι εξελίξεις στην οικονομική επιστήμη, στη διαχείριση του αβέβαιου περιβάλλοντος με μια περίοδο, θα έπρεπε να μειώσουν το χάσμα μεταξύ οικονομολόγων και θεωρητικών στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων. Ωστόσο, το χάσμα δεν θα κλείσει εντελώς επειδή οι προτεραιότητες είναι διαφορετικές και στις δύο πλευρές και επιβάλλουν διαφορετικούς περιορισμούς στους τρόπους διατύπωσης.

Πολυπεριοδικό περιβάλλον

Σε μια προσπάθειά της να αντιπροσωπεύει καλύτερα τις συναρτήσεις του χρήματος, να αντιμετωπίζει τις κυκλικές εξελίξεις, να ενδιαφέρεται για τη μεγέθυνση, να μελετά οικονομίες όπου οι αγορές για μελλοντικά αγαθά είναι ατελείς, η οικονομική θεωρία κατέφευγε συνήθως στη μεγιστοποίηση από τους παράγοντες μιας συνάρτησης-στόχου (χρησιμότητα, κέρδος, μαθηματική ελπίδα κέρδους, κλπ.) τα επιχειρήματα της οποίας αναφέρονταν σε διαδοχικές περιόδους και υπό περιορισμούς που συνδέονται με το χρόνο. Αλλά αν είναι εύκολο να ξεκινήσει μια διαδοχή περιόδων, είναι πιο δύσκολο να γνωρίζουμε πότε θα σταματήσει.

Ένα άλλο πρόβλημα που έχει τραβήξει την προσοχή των οικονομολόγων είναι η συνοχή των προτιμήσεων ex ante και προτιμήσεων ex poste.

Η προσωρινή θεωρία ισορροπίας εξετάζει την ισορροπία μιας οικονομίας κατά τη διάρκεια μιας περιόδου κατά την οποία θεωρείται ότι κάθε άτομο ενδιαφέρεται όχι μόνο για αυτή την περίοδο, αλλά και για την επόμενη, ότι κατέχει τέλειες πληροφορίες για την πρώτη περίοδο, αλλά δεν γνωρίζει παρά μόνο την πιθανότητα της κατάστασης της οικονομίας για την επόμενη περίοδο. Υπό αυτές τις συνθήκες, ανάλογα με τις προσδοκίες του, το άτομο διατηρεί λίγο πολύ χρήματα στο τέλος της πρώτης περιόδου για να καλύψει τα έξοδά του κατά τη διάρκεια της δεύτερης.

Επίλογος

Ο συγγραφέας θέλει να τελειώσει το κείμενο του με μια βεβαιότητα. Τη δυνατότητα προόδου της οικονομικής θεωρίας στηριζόμενη στη συστημική προσέγγιση. Μια συστημική προσέγγιση που δεν αντιμετωπίζεται αυθαίρετα από το εξωτερικό, αλλά που προκύπτει από τα προβλήματα της ίδιας της οικονομικής επιστήμης, είτε από μόνη της είτε από τις σχέσεις με γειτονικές επιστήμες, ιδίως την κοινωνιολογία και την πολιτική επιστήμη.

Αυτή η θεωρία ανακατασκευασμένη θα πρέπει να καταλήγει σε αποτελέσματα της τρέχουσας θεωρίας υπό συγκεκριμένες παραδοχές, αλλά να λαμβάνει υπόψη ένα πολύ μεγαλύτερο σύνολο γεγονότων, για παράδειγμα, οικονομικά γεγονότα με τη στενή έννοια του όρου ή κοινωνικο-πολιτικο-οικονομικά που η στενή θεωρία εξαιρεί σήμερα από το επιστημονικό της πεδίο. Αυτή η προσπάθεια, φαίνεται ότι εμπλέκει δύο ταυτόχρονες προσπάθειες: μια προσπάθεια περιγραφής με πολύ φινέτσα τις διαδικασίες αλληλεπίδρασης μεταξύ των ατόμων και μια προσπάθεια επέκτασης και διαχειρισημότητας της αναπαράστασης των ατομικών αποφάσεων.