Skip to main content

Ο Ορθολογισμός του Λήπτη Αποφάσεων

Καθηγητής Κωνσταντίνος Ζοπουνίδης, Ακαδημαϊκός
Βασιλική Ακαδημία Οικονομικών και Χρηματοοικονομικών, Βασιλική Ευρωπαϊκή Ακαδημία των Διδακτόρων, Πολυτεχνείο Κρήτης & Audencia Business School, France

«Η Άποψη του Κοινωνιολόγου» του ​Michael Crozier
Centre de Sociologie des Organisations

Ο συγγραφέας προσεγγίζει το θέμα της απόφασης διευρύνοντας και περιορίζοντας το ταυτόχρονα. Με τη διεύρυνση, αναφέρεται στον ορθολογισμό της απόφασης καθώς και του λήπτη αποφάσεων. Με τον περιορισμό, δεν ασχολείται με τη συνήθη άποψη που επικρατεί στο επάγγελμά του που είναι η μακροκοινωνιολογία. Η προσέγγιση του είναι εμπειρική, δή χρήσιμη που μπορεί να τον οδηγήσει σε σύγκρουση με την πλειοψηφία των συναδέλφων οικονομολόγων, πολιτικών επιστημόνων, επαγγελματιών.

Τρεις διαδοχικές ερωτήσεις θα τον απασχολήσουν στη συνέχεια.

  • Αρχικά, με ποιόν τρόπο το πρόβλημα της απόφασης πρέπει να δομηθεί από την άποψη του κοινωνιολόγου των οργανώσεων;
  • Δεύτερο, ποιά η συνεισφορά του κοινωνιολόγου των οργανώσεων στη γνώση της απόφασης με βάση τις εργασίες του στα συστήματα δράσης στο εσωτερικό των οποίων οι αποφάσεις λαμβάνονται;
  • Τρίτο, ποιά υποστήριξη ο κοινωνιολόγος των οργανώσεων μπορεί να αποφέρει στον αποφασίζοντα;

Η δομή του προβλήματος

Η ορθολογική θεωρία είναι ταυτόχρονα ένα απλό κατάλληλο αξίωμα για το πνεύμα (θα εξεταστεί η περίπτωση ενός ελεύθερου αποφασίζοντα ο οποίος έχει τους στόχους ή τις προτιμήσεις και διαθέσιμες επαρκείς πληροφορίες) και μια έμμεση γενική θεωρία σύμφωνα με την οποία όταν το πρόβλημα τεκμηριωθεί πλήρως, υπάρχει μια ορθολογική λύση και μια μόνο για να επιλυθεί.

Μια τέτοια προσέγγιση άνοιξε το δρόμο για πολλές έρευνες και πολλές εφαρμογές, αλλά είχε μακροπρόθεσμα δύο επικίνδυνες συνέπειες. Έτεινε να εκτιμά υπερβολικά το ρόλο του ελεύθερου αποφασίζοντα και τον κυρίαρχο χαρακτήρα της απόφασής του, απόλυτα επιβλαβείς ψευδαισθήσεις, μέσα σε μια κοινωνία με αυξανόμενη πολυπλοκότητα. Από την άλλη πλευρά ώθησε στο δογματισμό τους επαγγελματίες οι οποίοι πείσθηκαν πολύ εύκολα για την παντοδυναμία του μαθηματικού εργαλείου.

Με αφορμή τις δημόσιες αποφάσεις, πρώτος ξεκίνησε ο Charles E. Lindblom. Ο ίδιος ο Lindblom ήταν πολιτικά ένας φιλελεύθερος. Τοποθετείται, από την άποψη όχι του ατόμου αποφασίζοντα, αλλά από αυτήν του συστήματος, της συλλογικής δημοκρατίας. Ο σχεδιαστικός ορθολογισμός που θα μπορούσε να εγκαταστήσει με βάση μια γνώση όλων των στοιχείων του προβλήματος, του φαίνεται πολύ φτωχός, σε σχέση με το φυσικό παιχνίδι των διαφόρων συμφερόντων που εμπλέκονται.

Ο Albert Hirschman, που εργαζόταν μαζί με τον Lindblom για λίγο χρόνο σε προβλήματα ανάπτυξης και καινοτομίας, στήριζε την ανάλυσή του με βάση τις εμπειρίες του από την Παγκόσμια Τράπεζα σχετικά με τη χρηματοδότηση της ανάπτυξης. Επιφορτισμένος να πραγματοποιήσει μια αναδρομική ανάλυση ενός αριθμού μεγάλων επενδύσεων της τράπεζας, έμεινε έκπληκτος από την αντίθεση μεταξύ της ορθολογικής εικόνας που είχαν a priori οι εμπνευστές της επένδυσης, και της πραγματικότητας που αποδεικνυόταν πάντα διαφορετική. Τα αρχικά κόστη της επένυσης ήταν πάντοτε χονδρικά υπο-εκτιμημένα και τα προβλεπόμενα κέρδη υπερ-εκτιμημένα. Οι ανθρώπινες σχέσεις, συμπέρανε ο Hirschman, δεν ρυθμίζονται μόνο από την ορθολογική θεωρία, ούτε από το κρυμμένο χέρι της αγοράς. Χρειάζεται ακόμη η βοήθεια του κρυμμένου χεριού. Κρύβοντας ένα μέρος της πραγματικότητας, ο άνθρωπος είναι ικανός να συλλάβει μια άλλη πραγματικότητα μυστήριώδη, το μέρος να εξελιχθεί, να μετασχηματιστεί, να αναπτυχθεί που ο ίδιος ο χρόνος θα τον αποφέρει. Φιλοσοφικές αλήθειες και σκέψεις που, υπό το προφανές χιούμορ, φανερώνουν ένα θεμελιώδες πρόβλημα του «ανθρώπινου ζώου» του οποίου τα χαρακτηριστικά ξεχνούν οι αφηρημένες θεωρίες της απόφασης.

O James G. March ωθεί την ανάλυση πιο μακριά με μια σειρά εξαιρετικά ισχυρών παραδόξων που υποβάλλει στο τέλος της δεκαετίας του 1960.

Εάν θέλουμε να καταλάβουμε κάτι από την έννοια της απόφασης, πρέπει αρχικά να αποδεχθούμε τις ακόλουθες δύο θεμελιώδεις προτάσεις;

  1. Ο άνθρωπος δε γνωρίζει τί θέλει,
  2. Είναι τελικά καλό και λογικό για τον ίδιο και για τον κόσμο που δεν ξέρει τί θέλει.

Είναι στο γήπεδο της ζωής, στην πράξη, που πρόκειται να ανακαλύψει ο καθένας τί είναι καλό για τον ίδιο και όχι μέσα σε μια κλίμακα προτιμήσεων a priori. Ο Swann πέρασε τη ζωή του με μια σύζηγο που δεν ήταν ο τύπος του. Έπρεπε να επιλέξει ορθολογικά; Όχι, διότι δεν θα είχε μάθει τίποτα για τον εαυτό του και δε θα είχε αναπτύξει ένα δυνητικό πλούτο που ήταν μέσα του. Κατά τη διάρκεια των αιώνων, η ανθρωπότητα είχε δύο θεωρίες για την απόφαση, μια για τα παιδιά – είναι σαφές ότι δεν μπορούσαν να γνωρίζουν αυτό που ήθελαν – και μια άλλη για τους ενήλικους – αυτοί γνωρίζουν τί θέλουν και πρέπει να ζυγίζεται κάθε λέξη τους.

Η λύση του Herbert Simon

O νομελίστας Herbert Simon (1978), είχε ξεκινήσει να προτείνει μια πιθανή λύση στις αντιφάσεις των θεωριών της απόφασης. Για τον ίδιο το πρόβλημα είναι άλυτο όσο το αξίωμα του ατόμου έχει για κανόνα τη βελτιστοποίηση των αποτελεσμάτων της συμπεριφοράς του. Για να προσεγγίσουμε την πραγματικότητα, ένα άλλο αξίωμα φαίνεται καλύτερο, είναι το αξίωμα της ικανοποίησης. Ο άνθρωπος δεν αναζητεί τη βέλτιστη λύση αλλά σταματά πάντα στην πρώτη που συνταντά η οποία ικανοποιεί μερικά άμεσα και έμεσα κριτήρια που έχει προσδιορίσει. Δεν αναζητεί τη βέλτιστη λύση διότι το κόστος αυτής της έρευνας είναι πολύ υψηλό και πιο εμπεριστατωμένα, διότι είναι αδύνατη να τη φθάσει από μια γνωστική άποψη. Το πρόβλημα μετατίθεται: δεν πρόκειται να αναζητήσει το βέλτιστο, απλά να ορίσει αποδεκτές λύσεις.

Ο Herbert Simon προτείνει την έννοια του περιορισμένου ορθολογισμού για να προσεγγίσει ένα πρόβλημα. Αυτή η σύλληψη καθιστά αδύνατο να κατανοήσουμε τις πολυπλοκότητες ενός συστήματος αποφάσεων. Εάν ο άνθρωπος ο πιο έξυπνος δεν μπορεί ποτέ να έχει πρόσβαση παρά σε ένα περιορισμένο ορθολογισμό, η συμπεριφορά του που συνίσταται να προτιμά την ικανοποίηση από τη βελτιστοποίηση, φαίνεται όπως απολύτως ορθολογική. Η ικανοποιητική λύση τον αφήνει πιο ελεύθερο για άλλες επιλογές που είναι ή θα είναι υποχρεωμένος να πάρει. Αυτή είναι μια σωστή λύση.

Η κοινωνιολογική λύση

Για ποιούς λόγους πράγματι ο ορθολογισμός των παραγόντων είναι πάντοτε περιορισμένος; Κυρίως του γεγονότος των ειδικών χαρακτηριστικών του ανθρώπινου πνεύματος, αναφέρει ο Simon. Αλλά κάτι κατασκευάζεται και κατασκευάζεται κάθε μέρα με βάση αυτή τη φύση του ανθρωπίνου πνεύματος. Οι περιορισμοί δεν εμφανίζονται από τύχη. Αναπτύσσονται και εγκαθίσταται με βάση το παιχνίδι των ανθρώπινων σχέσεων στο εσωτερικό πολύπλοκων συστημάτων τα οποία έχουν τα χαρακτηριστικά τους και τους δικούς τους κανονισμούς.  Μέσα στο πλαίσιο αυτό οι άνθρωποι ορίζουν τις αποδεκτές λύσεις. Για να τις καταλάβεις, πρέπει να αλλάξεις το σημείο αναφοράς. Ούτε ο ορθολογισμός από μόνος του, ούτε ο αφηριμένος κυρίαρχος αποφασίζων, ούτε το ίδιο το σύστημα της δημοκρατικής ή μαρξιστικής ιστορίας, αλλά το συγκεκριμένο παιχνίδι μέσα στο οποίο οι άνθρωποι εμπλέκονται πραγματικά.

Βέβαια, ο συγγραφέας αναρωτιέται και αναφέρει ότι με τον τρόπο αυτό εγκαταλείπεται το πραγματικό πρόβλημα της υποστήριξης των αποφάσεων. Η πρόοδος που σημειώθηκε χάρη στην εισαγωγή μιας ορθολογικής μεθοδολογίας στις αποφάσεις, δείχνει σαφώς ότι κάποιος μπορεί πράγματι να θέσει κανονιστικά προβλήματα αντί να είναι ικανοποιημένος με μια ειρηνική περιγραφή.

Με βάση ένα αξίωμα πολύ πιο κοντά στην πραγματικότητα της ανθρώπινης συμπεριφοράς, είναι δυνατό να καταλάβεις πολύ καλύτερα τα σημεία πάνω στα οποία μπορεί να φανεί χρήσιμη η υποστήριξη των αποφάσεων. Μερικές χρήσιμες ερωτήσεις. Ποιά απόφαση μπορεί να λάβει ένα δεδομένο σύστημα χωρίς δυσκολία; Ποιά αλλαγή πρέπει να γίνει για να μπορέσει να αυξήσει τα κριτήρια ορθολογισμού της;

H συνεισφορά του κοινωνιολόγου των οργανώσεων στη γνώση των ορίων του ορθολογισμού των στο εσωτερικό των οποίων οφείλουν να λειτουργούν οι αποφασίζοντες

Εάν τα όρια του ορθολογισμού αποτελούν το ευαίσθητο σημείο με βάση το οποίο είναι δυνατόν να καταλάβουμε τη συμπεριφορά των αποφασιζόντων, η συμβολή του κοινωνιολόγου θα είναι σε θέση να επισημαίνει το έργο του ειδικού στη λογική των αποφάσεων χωρίς να αμφισβητήσει ούτε τη χρησιμότητα ούτε την ελευθερία του. Θα είναι απλά σε θέση να του επιτρέψει να αναδιαρθρώσει το πρόβλημα για να διατηρήσει μόνο τις πτυχές όπου αυτή η λογική μπορεί να του δώσει ελευθερία κινήσεων. Για το υπόλοιπο, ο συγγραφέας δια μέσου της γνώσης, θα επιχειρήσει να προσεγγίσει ένα είδος μετα-λογικής της απόφασης ή μετα-θεωρίας της δράσης.

  1. Η γνώση του πολιτιστικού πλαισίου

Ο συγγραφέας προχωρά στην ανάλυση δύο κυρίων προβλημάτων: της εμπιστοσύνης και του χρονικού ορίζοντα.

Είναι σαφές ότι το σύστημα συναλλαγών στο οποίο είμαστε συνηθισμένοι να ζούμε καθημερινά, προϋποθέτει ένα ελάχιστο εμπιστοσύνης σημαντικό στις σχέσεις των ανθρώπων. Εάν αυτό το ελάχιστο εμπιστοσύνης δεν υπάρχει, ένας μεγάλος αριθμός συμπεριφορών δεν είναι πλέον πιθανοί ή το λιγότερο γίνονται μη ορθολογικοί.

Η αγορά ή καλύτερα οι αγορές όπως τις ξέρουμε δεν είναι καταστάσεις της οικονομίας, αλλά κοινωνικές δομές, σταθερές φυσικά, αλλά πάντα ενδεχόμενες και πολλοί από τους πολύπλοκους ορθολογισμούς μας θα κατέρεαν χωρίς το ελάχιστο της εμπιστοσύνης.

Σε ένα συγκεκριμένο ορίζοντα, μια συμπεριφορά είναι ορθολογική, σε ένα άλλο χρονικό ορίζοντα, χάνει την έννοιά της. Όσο το άτομο δεν είναι ικανό να καταλάβει αυτή τη λογική, είναι παράλογο να του το πεις ότι είναι μη ορθολογικός. Πιθανώς είναι και αντι-παραγωγικό.

Είναι δυνατόν να περάσει μια κοινότητα ανθρώπων από ένα χρονικό ορίζοντα σε ένα άλλο; Το πρόβλημα μπορεί να φανεί ουτοπικό, αλλά στην πραγματικότητα είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την επιτυχία ενός προγράμματος βιομηχανοποίησης ή μια επαναστατικής προσπάθειας.

  1. Η γνώση του ορθολογισμού του σώματος και της κάστας

Ο συγγραφέας προσπαθεί να αναλύσει το γαλλικό πολιτιστικό πλαίσιο, αυτό των προηγμένων βιομηχανικών ή μετά-βιομηχανικών κοινωνιών. Μέσα στο πλαίσιο αυτό, υπάρχει ένα μωσαϊκό περιορισμών και ορίων που τα άτομα μπορούν να ξεφύγουν, αλλά με υψηλό υλικό, ηθικό ακόμη και πνευματικό κόστος. Η επίδραση αυτών των περιορισμών, των προτύπων που τείνουν να καθορίζουν και οι κανόνες που προκύπτουν από αυτούς, είναι πανταχού παρόντες. Αυτοί οι κανόνες βασίζονται ο ένας στον άλλο, συνεργάτες και ανταγωνιστές μπλοκάρουν ο ένας τον άλλο και περιορίζουν δραστικά την επιλογή των αποφασιζόντων. Στην πράξη, πολλές ορθολογικές αποφάσεις είναι αδύνατες, ακόμη και στην περίπτωση μεγάλων επιχειρήσεων οι οποίες είναι θεωρητικά τέλεια ορθολογικές, ακόμη και στις πιο ελεύθερες αγορές που ξεφεύγουν από τους περιορισμούς των μικρών ομάδων των ειδικών, αναπτύσσονται πρότυπα ορθολογισμού που απαγορεύουν επιλογές που θα συνιστούσε μια πραγματικά ελεύθερη ανάλυση.

  1. Η γνώση των παιχνιδιών εξουσίας

Αλλά η ουσία του θέματος δεν είναι τα πολιτιστικά πρότυπα στα οποία λαμβάνονται οι αποφάσεις μας, ούτε στους περιορισμούς που επιβάλλονται στους αποφασίζοντες και γενικότερα σε όλους τους παράγοντες, που ανήκουν σε δομημένους επαγγελματικούς χώρους, είναι στο ίδιο το παιχνίδι μέσα στο οποίο εμπλέκονται πραγματικά αυτοί οι παράγοντες και οι υπεύθυνοι λήψης αποφάσεων. Η φύση και οι κανόνες του παιχνιδιού αποτελούν στην πραγματικότητα τις τελευταίες αναφορές του ορθολογισμού μιας δραστηριότητας. Κάθε συνεργάτης πρέπει πραγματικά να κερδίσει ή το λιγότερο να διατηρηθεί μακροπρόθεσμα. Το υλικό και ηθικό του ενδιαφέρον περνά από τη χρήση της θέσης του στο παιχνίδι. Εάν αυτό διακυβευτεί, δε θα έχει σημασία να έχει τις καλύτερες ιδέες και τους περισσότερους πόρους αφού θα έχει χάσει. Σίγουρα, τα χρήματα ή η ευημερία μπορούν να κάνουν δυνατή την εύρεση μιας θέσης σε ένα άλλο παιχνίδι, σίγουρα οι πιο προνομιούχοι και οι πιο επιδέξιοι άνθρωποι εργάζονται σε ένα μεγάλο αριθμό παιχνιδιών κάθε φορά. Το πρόβλημα γίνεται πιο περίπλοκο αλλά παραμένει βασικά το ίδιο. Άρα, η διαμεσολάβηση ενός παιχνιδιού που είναι πάντα ένα παιχχνίδι εξουσίας μεταμορφώνει εντελώς τα θεωρητικά δεδομένα του ορθολογισμού.

  1. Ο ρόλος των ορθολογικών μοντέλων

Τα ορθολογικά μοντέλα δεν είναι χρήσιμα παρά μόνο εάν χρησιμοποιούνται όχι για μια δογματική επίλυση προβλημάτων, αλλά για να εκτιμήσουν τη σταθερότητά τους και τις πιθανότητες αντιστροφής.

Δεύτερο αποτέλεσμα και χρησιμότητα των ορθολογικών μοντέλων: ένας πολιτιστικός ρόλος. Στα κριτήρια ικανοποίησης που χρησιμοποιούμε, τα διανοητικά μοντέλα αντίληψης της πραγματικότητας παίζουν ένα αποφασιστικό ρόλο. Από τη στιγμή που διαθέτουμε ένα διανοητικό εργαλείο που μας βοηθά να βλέπουμε την πραγματικότητα διαφορετικά, συμπεριφερόμαστε διαφορετικά. Αυτός ο μετασχηματισμός των πολιτιστικών προτύπων δεν είναι υποχρεωτικά ευεργετικός. Πολύ πνευματικά άτομα στις ΗΠΑ αναρωτιούνται εάν τα ορθολογικά πρότυπα του ελέγχου διαχείρισης δεν καταλήγουν στην πραγματικότητα να ευνοήσουν ένα στατικό βραχυπρόθεσμο ορίζοντα σε σχέση με τη λήψη απαραίτητων ρίσκων για τη μακροπρόθεσμη επιτυχία. Επειδή η ολική σαφήνεια δεν είναι πιθανή, παρά πολύ πρόωρη σαφήνεια μπρορεί να οδηγήσει στην απορρύθμιση του συστήματος.

Υποστήριξη των Αποφασιζόντων

Η συνεισφορά του κοινωνιολόγου, αναλυτή, δεν είναι μόνο μια αφηρημένη και μεθοδολογική προσέγγιση. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί στο σύνολο των τεχνικών της υποστήριξης των αποφάσεων. Τρία προβλήματα την ενδιαφέρουν πιο ειδικά:

  • Η εκτίμηση του επιχειρησιακού πλαισίου στο εσωτερικό του οποίου μια απόφαση πρέπει να ληφθεί ή μια δράση να επιχειρηθεί,
  • Η διάγνωση ως προς το πραγματικό περιθώριο ελευθερίας του λήπτη αποφάσεων,
  • Το πρόβλημα της πιθανής εκμάθησης για τους παράγοντες με νέες ικανότητες, οι οποίοι μπορούν να αλλάξουν τα δεδομένα του προβλήματος.
  1. Εκτίμηση του επιχειρησιακού πλαισίου και των άμεσων περιορισμών

Καμιά λήψη απόφασης, καμιά δράση δεν επιχειρείται εάν δεν εξαρτάται σε βάθος από το ανθρώπινο πλαίσιο μέσα στο οποίο παίρνει θέση. Συχνά, αυτό το πλαίσιο δεν μπορεί να χωριστεί από μια λογική δομή του προβλήματος, γεγονός που εμπλέκει μια συνεργασία μεταξύ του κοινωνιολόγου και του κλασικού αναλυτή. Ένα ανθρώπινο πλαίσιο δεν είναι ποτέ ουδέτερο, είναι πάντα δομημένο. Τα χαρακτηριστικά του εν λόγω συστήματος ορίζουν τα όρια αυτού που μπορούμε να του κάνουμε να επιτύχει. Μια προκαταρτική διάγνωση των ρυθμίσεων και των κύριων παιχνιδιών που το χαρακτηρίζουν είναι απαραίτητη, εάν θέλουμε να μετρήσουμε τις τύχες επιτυχίες κάθε απόφασης ή κάθε προγράμματος δράσης. Μια τέτοια διάγνωση παίζει ένα διεγερτικό ρόλο: ανακαλύπτει τους αληθινούς περιορισμούς, τα θεωρητικά εμπόδια που πρέπει να ξεπεραστούν και μια ποσότητα ευκαιριών που θα ήταν καλό να εξερευνηθούν. Η εμπειρία παίζει επίσης ένα σημαντικό ρόλο: μπορεί να μας υποδείξει ότι το αρχικό πρόβλημα δεν έχει νόημα και πρέπει να το επαναδιατυπώσουμε ή ότι ένα άλλο πρόβλημα εμφανίζεται πολύ πιο σπουδαίο.

  1. Η διάγνωση του πραγματικού περιθωρίου ελευθερίας του λήπτη αποφάσεων

Ένας δεύτερος ρόλος του κοινωνιολόγου αγνοείται συχνά. Αφορά τον προβληματισμό για το λήπτη αποφάσεων. Δεν αρκεί να γνωρίζουμε το ανθρώπινο πλαίσιο του προβλήματος υπό λύση, είναι απαραίτητο να βοηθήσουμε τον αποφασίζοντα να ανακαλύψει το πραγματικό περιθώριο ελευθερίας του γενικά και σε σχέση με το πρόβλημα αυτό.

Με ένα γενικό τρόπο, η κατάρτιση σε υπεύθυνα επαγγέλματα πρέπει να περιλαμβάνει την εκμάθηση αυτού του τύπου της γιάγνωσης. Η απόκλιση μεταξύ θεωρίας και πραγματικότητας μέσα στον τομέα αυτό αποτελεί βέβαια μια από τις πιο σημαντικές και πιο σταθερές πηγές σφαλμάτων στον τύπο της κοινωνίας μας.

  1. Το πρόβλημα της εκμάθησης

Η συνεισφορά του κοινωνιολόγου όπως έχει ορισθεί, είναι πάνω από όλα συνεισφορά του ρεαλισμού. Απέναντι στον ενθουσιασμό, τις ουτοπίες και τις ψευδαισθήσεις του ορθολογικού λόγου, είναι να θυμηθούμε τη βαρύτητα της  ανθρώπινης ζωής. Αλλά ο ρόλος του μπορεί και πρέπει να έχει και ένα άλλο πρότυπο. Ο κόσμος αλλάζει και θα συνεχίσει να αλλάζει όλο και πιο γρήγορα. Δεν αρκεί να συντηρείται και να προσαρμόζεται, πρέπει επίσης να καινοτομεί για να παραμείνει ελεύθερος και ενεργός. Η ανάλυση των συστημάτων δείχνει ένα αποφασιστικό πρόβλημα που απαιτεί μια άλλη μεθοδολογία, είναι το πρόβλημα της εκμάθησης των ανθρώπων με νέες ικανότητες επ’ ευκαιρία της ανάπτυξης νέων παιχνιδιών.

Αυτό το πρόβλημα της συλλογικής εκμάθησης μπορεί να επωφεληθεί από τη συμβολή των ψυχολόγων μάθησης, αλλά είναι ένα εντελώς διαφορετικό πρόβλημα και οι συγκεκριμένες συνέπειές του είναι πολύ σημαντικές. Κάθε καινοτομία που περικλείει ένα σημαντικό κοινωνικό μετασχηματισμό εξαρτάται για την επιτυχία του από μια καλή εξέλιξη των φαινομένων συλλογικής εκμάθησης. Η ικανότητα της κοινωνικής καινοτομίας τείνει να γίνει το σημείο το πιο ευαίσθητο μιας κοινωνίας, μιας βιομηχανίας ή μιας επιχείρησης. Το ιαπωνικό θαύμα δεν μπορεί να δικαιολογηθεί χωρίς να κατανοήσουμε αυτό το φαινόμενο.

  1. Η μεθοδολογία δράσης από την άποψη του κοινωνιολόγου

Η πρότερη ανάλυση του ορθολογισμού αφορούσε τη μελέτη στόχοι-μέσα. Ο ορισμός των στόχων, είναι ο ρόλος του αποφασίζοντα, επέτρεπε στο διοικητικό συμβούλιο να αναλύσει το πρόβλημα και να βρει τα απαραίτητα μέσα για να φθάσει η οργάνωση στη λύση του. Η κοιωνιολογική ανάλυση τείνει στη μελέτη ενός διαφορετικού δίδυμου: ευκαιρίες – περιορισμοί. Ο αποφασίζων είναι κάποιος που παίρνει αποφάσεις υπό περιορισμούς. Η κατάσταση της οικονομίας δεν είναι όμως σταθερή, είναι υπό ανισορροπία, σε κίνηση και σε συνεχή εξέλιξη. Ταυτόχρονα, υπάρχουν και οι ευκαιρίες. Ο αποφασίζων πρέπει να βρει αυτές που είναι ενδιαφέρουσες. Αυτός πρέπει να επιλέξει αλλά το διοικητικό συμβούλιο θα τον στηρίξει να εκτιμήσει με ρεαλισμό ποιό είναι το πραγματικό περιθώριο της ελευθερίας του. Το διοικητικό συμβούλιο θα τον στηρίξει να αναπτύξει μια στρατηγική η οποία θα λάβει υπόψη ειδικά τις ικανότητες εκμάθησης των ίδιων των ατόμων.

Η στρατηγική σκέψη δεν αντιτίθεται υποχρεωτικά στην κλασική ορθολογική σκέψη. Είναι μια ανανέωση και μια διεύρυνση που κάνει την επιχειρησιακή έρευνα μια ειδική περίπτωση μιας μεθοδολογίας δράσης πολύ πιο γενικής.