Skip to main content

Οι προκλήσεις της παγκοσμιοποίησης: Οι μεγάλες οικονομικές και κοινωνικές ερωτήσεις

Των Καθηγητή Κωνσταντίνου Ζοπουνίδη,
Πολυτεχνείο Κρήτης, Επίτιμος Διδάκτορας, ΑΠΘ, Ακαδημαϊκός, Βασιλική Ακαδημία Οικονομικών και Χρηματοοικονομικών της Ισπανίας, Distinguished Research Professor, Audencia Business School, France

Καθηγητή Μιχάλη Δούμπου,
Μέλος του Εργαστηρίου Financial Engineering του Πολυτεχνείου Κρήτης

Δρ Ευαγγελία Κρασαδάκη,
Μέλος του ΕΡΓΑΣΥΑ, Σχολή Μηχανικών Παραγωγής και Διοίκησης του Πολυτεχνείου Κρήτης

Μαριάννα Εσκαντάρ, MBA
Μέλος του Εργαστηρίου Financial Engineering του Πολυτεχνείου Κρήτης

Les enjeux de la mondialisation
Les grandes questions economiques et sociales
3e edition
A. Benassy –Quere, C. Chavagneux, E. Plihon, M. Rainell
Collection Reperes La Decouverte, 2019

Αυτό το βιβλίο είναι το τελευταίο σε μια σειρά τριών τόμων που έχουν ως φιλοδοξία να καλύψουν τις κύριες σύγχρονες οικονομικές και κοινωνικές ερωτήσεις σε μια εθνική, ευρωπαϊκή και παγκόσμια κλίμακα. Η ιδιαιτερότητα είναι να έχουν σχεδιαστεί και συνταχθεί από ειδικούς αυτών των ερωτήσεων –πανεπιστημιακούς και αναγνωρισμένους ερευνητές- για σπουδαστές και φοιτητές.

Μια στατιστική έρευνα σχετική με την εμφάνιση οικονομικών όρων των πιο συχνά χρησιμοποιούμενων στα μίντια θα τοποθετούσε πιθανώς την «παγκοσμιοποίηση» ψιλά στην κατάταξη. Πρόκειται για μια παλιά πραγματικότητα, όπως αναφερόμαστε σε μια «πρώτη παγκοσμιοποίηση» στο τέλος του 19ου αιώνα και στην αρχή του 20ου με πολλαπλές μορφές: επέκταση του διεθνούς εμπορίου, μεταναστευτικές ροές, διακίνηση κεφαλαίων, ιδεών, εικόνων, κ.λπ.

Το βιβλίο αυτό είναι ένας συλλογικός τόμος και αποτελείται από πέντε κεφάλαια.

1. Διεθνοποίηση των ανταλλαγών και μεγέθυνση (M. Rainelli).
2. Χρηματοοικονομική παγκοσμιοποίηση (D. Plihon).
3. Παράγοντες της παγκοσμιοποίησης (Ch. Chavagneux).
4. Ευρωπαϊκό οικοδόμημα (E. Laurent).
5. Ευρωζώνη: αλλαγή μοντέλου; (A. Benassy-Quere).

Ελεύθερη ανταλλαγή ή προστατευτισμός

Στην παραδοσιακή θεωρία, η ελεύθερη ανταλλαγή προϊόντων επιτρέπει ένα κράτος να εξειδικευθεί σύμφωνα με τα συγκριτικά πλεονεκτήματά του και κατά συνέπεια να ωφεληθεί από τις διαφορές, για παράδειγμα, στις τεχνικές παραγωγής σε σχέση με τα άλλα κράτη (Ricardo, Heckscher, Ohlin). Τα συγκριτικά πλεονεκτήματα επιτρέπουν στα κράτη που αντικαθιστούν τις εισαγωγές με προϊόντα για τα οποία μειονεκτούν, να εξειδικευθούν σε παραγωγικές διαδικασίες για τις οποίες κατέχουν ένα πλεονέκτημα.

Η νέα θεωρία οδηγεί στη θεώρηση ότι σε μερικές περιπτώσεις ο προστατευτισμός μπορεί να είναι πιο επιθυμητός (P. Krugman).

Η ερώτηση που τίθεται είναι εάν οι δύο προσεγγίσεις έχουν μια επίδραση στη μεγέθυνση των κρατών. Ο P. Bairoch σύγκρινε τα ποσοστά μεγέθυνσης των οικονομιών της Ευρώπης στην περίοδο, 1860-1892, σύμφωνα με τις εφαρμοζόμενες εμπορικές πολιτικές και ανακάλυψε μια σχέση, από τη μια πλευρά, μεταξύ της ελεύθερης ανταλλαγής και της ύφεσης, και από την άλλη πλευρά, μεταξύ του προστατευτισμού και της μεγέθυνσης. Αυτή η έρευνα αμφισβητήθηκε από άλλους ιστορικούς της οικονομίας, όπως, ο J.Ch. Asselain. Κατά το συγγραφέα αυτό υπάρχουν κι άλλοι παράγοντες, που δεν έχουν σχέση με το διεθνές εμπόριο, και οι οποίοι μπορούν να εξηγήσουν τις φάσεις της ύφεσης και της μεγέθυνσης στην περίοδο αυτή.

Η νέα θεωρία του διεθνούς εμπορίου, η οποία βασίζεται σε μια ανάλυση του μη τέλειου ανταγωνισμού, θεωρεί σε μερικές περιπτώσεις, ότι οι διεθνείς εμπορικές ροές δεν εξηγούνται από τα συγκριτικά πλεονεκτήματα, αλλά από τις επεμβάσεις των κρατικών επιχορηγήσεων. Αυτό το σχήμα των δημόσιων παρεμβάσεων (επιχορηγήσεων, δημόσιες δαπάνες) εξηγείται κυρίως στον τομέα της έρευνας-ανάπτυξης και της τεχνολογικής καινοτομίας (σύγκρουση Η.Π.Α. –Ευρώπης στον τομέα της αεροναυπηγικής με τις ευρωπαϊκές επιχορηγήσεις προς την Airbus).

Τελικά, η εκτίμηση των αποτελεσμάτων των εμπορικών πολιτικών μεταξύ της ελεύθερης ανταλλαγής και του προστατευτισμού δεν παραθέτει ακριβή πλεονεκτήματα υπέρ της μίας ή της άλλης προσέγγισης, αλλά η πολιτική του προστατευτισμού ειδικά σε σχέση με την Κίνα (εμπορικός πόλεμος με Η.Π.Α.) δίνει κάποια θετικά επιχειρήματα τα οποία όμως πρέπει να αποδειχθούν ερευνητικά ότι ισχύουν.

Χρηματοοικονομική παγκοσμιοποίηση

Ένα από τα αξιοσημείωτα φαινόμενα της σύγχρονης οικονομίας είναι η άνοδος της διεθνούς χρηματοοικονομικής, μέσα σε ένα πλαίσιο παγκοσμιοποίησης. Η χρηματοοικονομική παγκοσμιοποίηση, μπορεί να οριστεί ως μια διαδικασία διασύνδεσης των αγορών κεφαλαίων σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, οδηγώντας στην εμφάνισης μιας ενοποιημένης αγοράς χρήματος σε πλανητική κλίμακα. Αυτή η ενοποίηση εγγράφεται μέσα σε μια ιστορική διαδικασία μακροπρόθεσμη και πολύπλοκη της παγκοσμιοποίησης της οικονομίας. Οι αιτίες είναι πολλαπλές, πολιτικής, δημογραφικής και τεχνολογικής τάξης.

Από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, δύο δυνάμεις έπαιξαν ένα σημαντικό ρόλο στη θεαματική επιτάχυνση της διαδικασίας της χρηματοοικονομικής παγκοσμιοποίησης: (1) η ορμή των νέων τεχνολογιών της πληροφόρησης και της επικοινωνίας και (2) η εξέλιξη της δημογραφίας στα ανεπτυγμένα κράτη.

Η χρηματοοικονομική παγκοσμιοποίηση προωθώντας μια καλύτερη κατανομή των πόρων σε διεθνή κλίμακα, πρέπει να τονώσει τους κλάδους και τα κράτη τα πιο δυναμικά. Σύμφωνα με αυτή τη θεώρηση, η αποταμίευση των χωρών του Βορρά θα έπρεπε λογικά να επενδυθεί ευρέως στις χώρες του Νότου όπου η δυναμική της ανάπτυξης είναι πιο σπουδαία. Αυτή η βέλτιστη λογική βασίζεται στην υπόθεση ότι, σε ομαλές συνθήκες, οι χρηματοοικονομικές αγορές είναι αποτελεσματικές (βέλτιστη κατανομή των χρηματοοικονομικών πόρων). Οι παρενέργειες της χρηματοοικονομικής παγκοσμιοποίησης οδηγούν σε αντίθετα αποτελέσματα (με στατιστικές αναλύσεις), όπου οι χώρες σε ανάπτυξη «δίνουν» περισσότερα κεφάλαια στις ανεπτυγμένες χώρες από ότι δέχονται από αυτές. Συνολικά, οι χώρες οι λιγότερο πλούσιες χρηματοδοτούν τις πιο πλούσιες.

Αστάθεια, χρηματοοικονομικές κρίσεις

Η επιτάχυνση της διαδικασίας της χρηματοοικονομικής παγκοσμιοποίησης πηγαίνει χέρι- χέρι με την άνοδο της αστάθειας του πλανήτη.

Ο 20ος αιώνας γνωρίζει τρεις κύριες μορφές χρηματοοικονομικών κρίσεων: (1) χρηματιστηριακές κρίσεις (krachs), (2) κρίσεις συναλλάγματος και (3) τραπεζικές κρίσεις. Από το 1992 έως το 2009 έχουμε τις ακόλουθες κρίσεις:

1992-1993: κρίση του ευρωπαϊκού νομισματικού συστήματος

1994: μεξικανική κρίση “tequila”

1997: κρίση των “ασιατικών δράκων” : Ταϊλάνδη, Ινδονησία, Μαλαισία, Φιλιππίνες, Κορέα του Νότου

1998: κρίσης της Ρωσίας

1999: κρίση συναλλάγματος της Βραζιλίας

2000: χρηματιστηριακή κρίσης στις Η.Π.Α. και των μεγάλων βιομηχανικών χωρών

2000: κρίσης της Τουρκίας

2001: κρίσης της Αργεντινής

2007: κρίση των ενυπόθηκων δανείων

2009: κρίση των κρατικών δανείων και του ευρώ.

Ποιες πολιτικές απέναντι στη χρηματοοικονομική παγκοσμιοποίηση

Δύο σειρές προβλημάτων πρέπει να επιλυθούν: (1) πώς να προλαμβάνουμε νέες κρίσεις (πολιτικές πρόληψης); (2) πώς να διαχειριζόμαστε τις κρίσεις όταν αυτές ενεργοποιούνται (πολιτικές θεραπείας);

Τα κυριότερα μέτρα πρόληψης των κρίσεων είναι δύο ειδών.

(1) Βελτίωση της ποιότητας της πληροφορίας: οι κρίσεις των αναδυόμενων κρατών τη δεκαετία του 1990 και η κρίση της Ελλάδας το 2009 έδειξαν ότι η διεθνής χρηματοοικονομική κοινότητα ήταν κακώς πληροφορημένη για την ακριβή κατάσταση των χωρών αυτών.

Για να αυξήσει τη διαφάνεια της πληροφορίας, το ΔΝΤ πρότεινε τη θέσπιση δεικτών αναγνωρισιμότητας των δυσκολιών των τραπεζών και των χρηματοοικονομικών συστημάτων (ποιότητα χρεογράφων και τραπεζικά αποτελέσματα).

(2) Ενδυνάμωση της προστασίας των χρηστών κάτι της επίβλεψης των χρηματοοικονομικών παραγόντων (μηχανισμοί ασφάλισης καταθέσεων, κανόνες προληπτικής εποπτείας έναντι των κινδύνων, το μέτρο το πιο γνωστό είναι ο “δείκτης του Cooke”, ή δείκτης διεθνούς φερεγγυότητας ορισμένος από το πλαίσιο Βασιλεία).

Η διαχείριση των χρηματοοικονομικών κρίσεων θέτει κυρίως την ερώτηση του «δανειστή της έσχατης λύσης», του οποίου ο ρόλος είναι να «προμηθεύσει» ρευστότητα επειγόντως στα τραπεζικά και χρηματοοικονομικά ιδρύματα σε δυσκολία. Ο στόχος του δανειστή αυτού είναι να μειώσει το συστηματικό κίνδυτνο, δηλαδή τον κίνδυνο πτώχευσης ενός μεμονωμένου παράγοντα, πριν αυτός διαδοθεί σε όλο το χρηματοοικονομικό σύστημα. Ένα τέτοιο ρόλο παίζει τελευταία το ΔΝΤ (μεξικανική κρίση 1994).

Παράγοντες τη παγκοσμιοποίησης, Ευρωπαϊκό οικοδόμημα, Νέο μοντέλο

Οι κυριότεροι παράγοντες της παγκοσμιοποίησης είναι οι πολυεθνικές εταιρείες, τα Κράτη, οι μη κυβερνητικές οργανώσεις, τα άτυπα δίκτυα εμπόρων κι η μαφία. «Παράγουν» μαζί μια παγκόσμια διακυβέρνηση, η οποία μπορεί να οριστεί ως ένα σύνολο διαδικασιών προσδιορισμού συλλογικών κανόνων, οι οποίοι επεξεργάζονται, αποφασίζονται, νομιμοποιούνται, εφαρμόζονται κι ελέγχονται για να προωθήσουν μια παγκόσμια οικονομία φορέα περισσότερο ή λιγότερο τάξης, δικαιοσύνης, ελευθερίας και αποτελεσματικότητας.

Για τη δύναμη των πολυεθνικών έχουμε αναφερθεί στο άρθρο μας στη Ναυτεμπορική, 8 Ιουλίου 2019.

Οι αποφάσεις που παίρνουν τα κράτη συνεισφέρουν στο σχεδιασμό της παγκόσμιας οικονομίας, αλλά δεν διαθέτουν ωστόσο μεγάλη δύναμη επίδρασης.

Από τα κράτη ξεχωρίζουν οι Η.Π.Α. οι οποίες εξασκούν μια κυρίαρχη επίδραση τόσο σε επίπεδο οικονομικό, όσο και στρατιωτικό, τεχνολογικό και χρηματοοικονομικό. Στον τομέα της παγκόσμιας χρηματοοικονομικής, όλες οι μεγάλες σπουδαίες αποφάσεις τα τελευταία 30 χρόνια πάρθηκαν στις Η.Π.Α.

Το ευρώ δεν είναι ακόμη σε θέση να “εξισορροπήσει” το ρόλο του δολαρίου σε παγκόσμιο επίπεδο. Η δύναμη των Η.Π.Α. φαίνεται επίσης στον κλάδο των γνώσεων. Τα πανεπιστήμια και οι αμερικανικές δημοσιεύσεις προσδιορίζουν το πλαίσιο της σκέψης μέσα σε πολλούς επιστημονικούς τομείς. Στο επίπεδο της οικονομίας, από τα 81 βραβεία Νόμπελ, μεταξύ 1969 και 2018, το 72% ανήκει σε Αμερικανούς οικονομολόγους.

Συμπερασματικά, πέρα από τα σπουδαία αποτελέσματα της τεχνολογικής καινοτομίας, η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας είναι ένα αποτέλεσμα πολιτικών συμβιβασμών ανάμεσα σε μεγάλο αριθμό παραγόντων.

Σε ότι αφορά το ευρωπαϊκό οικοδόμημα, η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (EEC) και η Ευρωπαϊκή Ένωση (EU) δημιουργήθηκαν από κρίσεις (αντίστοιχα από το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και το τέλος του ψυχρού πολέμου). Η συνθήκη της Ρώμης, 25 Μαρτίου 1957, ανάμεσα στη Γερμανία, τη Γαλλία, την Ιταλία και τα τρία κράτη της ένωσης BENELUX (Βέλγιο, Ολλανδία, Λουξεμβούργο) γενικεύει την ιδέα της ειρήνης η οποία υπόσχεται «μια ένωση ποιο στενή μεταξύ των λαών με την εξάλειψη των εμποδίων που χωρίζουν την Ευρώπη».

Ως συμπέρασμα όλων αυτών των ετών ύπαρξης του Ευρωπαϊκού Οικοδομήματος, σήμερα απειλείται από τέσσερις λόγους διάσπασης.

Ο πρώτος αναφέρεται στην κοινότητα των Ευρωπαίων πολιτών. Όπως είχε αναφερθεί και από έναν από τους αρχιτέκτονες της Συνθήκης της Ρώμης, ο Jean Monnet, “η αποστολή μας δεν είναι να ενώσουμε τα κράτη, αλλά τους ανθρώπους”. Σήμερα, δέκα χρόνια μετά την κρίση του 2008, οι Ευρωπαίοι δεν έχουν γίνει εχθρικοί απέναντι στην Ένωση, αλλά δεν είναι ικανοποιημένοι από τις οικονομικές επιδόσεις της και ανησυχούν για το μέλλον τους και αυτό των παιδιών τους.

Ο δεύτερος αναφέρεται στο Brexit και την έξοδο της Μ. Βρετανίας από την Ένωση. Βέβαια, η έξοδος αυτή αφορά πρώτα από όλους την ίδια και μετά τα 27 κράτη που απομένουν για να επαναπροσδιορίσουν τη συνθήκη που τους ενώνει.

Ο τρίτος λόγος αφορά το ευρώ και το αβέβαιο μέλλον του. Βέβαια το χειρότερο αποφεύχθηκε με την επέμβαση της ΕΚΤ τον Ιούλιο του 2012, αλλά τα κράτη μέλη της Ευρωζώνης οφείλουν να προχωρήσουν σε μια φιλόδοξη πολιτική ένωση η οποία θα στηρίζει το ενιαίο νόμισμα στις προσεχείς κρίσεις.

Τέλος, υπάρχει ένας πολύ απειλητικός κίνδυνος αυτός της εδαφικής απόσπασης περιοχών μέσα σε κράτη-μέλη. Παράδειγμα η Καταλονία και η Σκωτία. Πολλές φορές φαίνεται μέσα στην Ένωση ότι η απόκλιση της οικονομικής ανάπτυξης ανάμεσα σε περιοχές είναι ποιο μεγάλη από ότι η απόκλιση μεταξύ κρατών.

Το 2012, αποδίδοντας το βραβείο Νόμπελ της ειρήνης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η Νορβηγική Επιτροπή Νόμπελ ήθελε να αποσαφηνίσει με σοβαρότητά ότι: “το αποτέλεσμα το ποιο σημαντικό της Ένωσης είναι ο σταθεροποιητικός της ρόλος που συνεισέφερε να μετατρέψει την Ευρώπη από ήπειρο πολέμου σε ήπειρο ειρήνης”.

Ως προς το νέο μοντέλο διακυβέρνησης της Ένωσης, η κρίση οδήγησε σε μια ενδυνάμωση της ολοκλήρωσης της Ευρωζώνης. Αρχικά, ένα κεφάλαιο ενίσχυσης των κρατών σε δυσκολία, επίβλεψη πιο προωθημένη των οικονομικών πολιτικών, τραπεζική ενοποίηση, ενοποίηση των αγορών κεφαλαίου.

Όλα αυτά τα διάφορα στοιχεία ήταν απαραίτητα για να μπορέσει η ΕΚΤ να παίξει συνολικά ένα σταθεροποιητικό ρόλο χωρίς να παραβιάσει τη συνθήκη της Ένωσης. Ωστόσο, η ερώτηση παραμένει της δημοκρατικής νομιμοποίησης, κυρίως εάν οι πολίτες:

1. Δεν εισπράττουν τα «κέρδη» σε όρους προστασίας της περιουσίας τους,
2. τη σταθερότητα των θέσεων εργασίας τους,
|3. ή πιο γενικά της ευημερίας τους.