Skip to main content

Αύξηση των εσόδων με κίνητρα

Από την έντυπη έκδοση

Του Γιώργου Σιώτη
Aναπλ. καθηγητής Οικονομικών
Universidad Carlos III de Madrid
Επιστημονικός συνεργάτης στο CEPR
Πρώην μέλος της Task Force GR

Ο ΦΠΑ είναι η πιο σημαντική πηγή εσόδων του ελληνικού κράτους. Από το 2000 έως το 2012 κατά μ.ό. ανήλθε σε 7,15% του ΑΕΠ. Το συνολικό ποσό είσπραξης το 2013 ήταν 12,6 δισ. ευρώ, υψηλότερο από οποιαδήποτε άλλη πηγή εσόδων. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει υπολογίσει ότι το κενό του ΦΠΑ (η διαφορά των στόχων και των τελικών εισπράξεων) είναι ένα από τα υψηλότερα στην Ε.Ε., κυμαινόμενο στο 4% του ΑΕΠ την περίοδο 2011-2013. Τα τελευταία 15 χρόνια καταγράφεται σταθερή επιδείνωση: σήμερα, περίπου το 1/3 του οφειλόμενου ΦΠΑ είναι ανείσπρακτο.

Ως απάντηση, η ελληνική κυβέρνηση έχει προσπαθήσει να αυξήσει τα έσοδα αυξάνοντας τους φορολογικούς συντελεστές. Ωστόσο, προηγούμενες «παραμετρικές» προσαρμογές στους συντελεστές ουσιαστικά ποτέ δεν παρέδωσαν πρόσθετα έσοδα. Παρ’ όλα αυτά, οι ελληνικές κυβερνήσεις συνεχίζουν να καταφεύγουν σε αυξήσεις των συντελεστών ως έσχατη λύση, αυξάνοντας τον βασικό συντελεστή ΦΠΑ σε πολυάριθμες περιπτώσεις από το 2009 έως το 2016. Σε κάθε μια από αυτές τις περιπτώσεις οι πιστωτές έδειξαν να συναινούν με ευχαρίστηση.

Ωστόσο, μόνο μέτρα που θα διευρύνουν τη φορολογική βάση, αυξάνοντας την αποτελεσματικότητα της φορολογικής διοίκησης και βελτιώνοντας τη συνολική φορολογική συμμόρφωση, μπορούν να βοηθήσουν στη μείωση της έλλειψης φορολογικών εσόδων. Επί του παρόντος, δημιουργούνται υψηλές προσδοκίες γύρω από τη διείσδυση του ηλεκτρονικού χρήματος, για τις οποίες όμως δεν υπάρχουν γερά οικονομικά θεμέλια. Η επιλογή προώθησης των ηλεκτρονικών συναλλαγών ξεκινά με βάση ατεκμηρίωτα στοιχεία, συνδέοντας τη χρήση ηλεκτρονικών πληρωμών και τη φοροδιαφυγή. Αρνητικές συσχετίσεις χρησιμοποιούνται στη συνέχεια ως «απόδειξη» ότι η υιοθέτηση των ηλεκτρονικών μεθόδων πληρωμής θα μειώσει τη φοροδιαφυγή. Πρόκειται για ένα αντιπροσωπευτικό παράδειγμα σύγχυσης ανάμεσα στον συνειρμό και την αιτιότητα.

Υποστηρίζεται δε πως από τη στιγμή που υπάρχει ένα αρχείο ηλεκτρονικών συναλλαγών, οι ελληνικές αρχές θα είναι σε θέση να εντοπίζουν και να τιμωρούν φοροφυγάδες. Αυτό προϋποθέτει την ύπαρξη μιας αποτελεσματικής φορολογικής διοίκησης, ικανής να επεξεργάζεται την τεράστια ποσότητα δεδομένων, όταν το ιστορικό προηγούμενων επιδόσεων της ελληνικής φορολογικής διοίκησης υποδεικνύει σαφώς το αντίθετο.

Παράλληλα, η επέκταση του ηλεκτρονικού χρήματος θα έχει μικρό αντίκτυπο, αν επηρεάζει μόνο ενδο-οριακές συναλλαγές. Αν το ηλεκτρονικό χρήμα χρησιμοποιείται για αγορές στις οποίες ο ΦΠΑ είναι ήδη χρεωμένος, όπως οι συναλλαγές στα σούπερ μάρκετ, τίποτα δεν θα αλλάξει σε όρους συλλογής εσόδων.

Αυτό που χρειάζεται είναι να δοθούν κίνητρα πληρωμής του ΦΠΑ για συναλλαγές στις τσέπες της φοροδιαφυγής (π.χ. HORECA, ελευθέρια επαγγέλματα). Η ανάγκη χορήγησης κινήτρων στο περιθώριο συνιστά άλλωστε μία αρχή υγιούς οικονομικής σκέψης. Επίσης, η ιδέα της υποβολής ηλεκτρονικών συναλλαγών σε μειωμένο συντελεστή ΦΠΑ θα οδηγούσε σε πρόσθετη υστέρηση εσόδων και είναι πιθανώς ασύμβατη με το δίκαιο της Ε.Ε.

Υπάρχουν ωστόσο απλοί και οικονομικά αποδοτικοί τρόποι για να κλείσει κανείς το κενό στον ΦΠΑ. Στο δημόσιο ερευνητικό κέντρο (Δημόκριτος) μια απλή τεχνολογία (“@podeixi”) έχει αναπτυχθεί (κατοχυρωμένη με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας από το 2010) για την ενίσχυση της είσπραξης του ΦΠΑ. Η ιδέα έχει ως εξής: Κατά την αγορά αγαθών και υπηρεσιών, κάθε πελάτης θα πρέπει να απαιτεί και να λαμβάνει απόδειξη. Κάθε απόδειξη υποχρεωτικά περιέχει κάποιες βασικές πληροφορίες (χρόνος αγοράς, ποσό, ΑΦΜ του εμπόρου). Οι πληροφορίες αυτές μπορούν να σταλούν ηλεκτρονικά, με τη χρήση προκαθορισμένης μορφής, σε μια ειδική βάση δεδομένων, και στη συνέχεια κωδικοποιούνται, χωρίς καμία περαιτέρω ανθρώπινη παρέμβαση. Έπειτα, ένας ασφαλής διακομιστής «τρέχει» τυχαίες κληρώσεις σε καθορισμένα χρονικά διαστήματα. Οι νικήτριες αποδείξεις λαμβάνουν ένα βραβείο. Οι φορολογικές αρχές έχουν έτσι διαθέσιμες, σε πραγματικό χρόνο, ένα τυχαίο δείγμα συναλλαγών που θα αποτρέπει τους εμπόρους να χρησιμοποιούν «μαϊμού» αριθμούς ΦΠΑ και ταμειακές μηχανές.

Αντίστοιχα συστήματα λοταρίας εφαρμόζονται εδώ και δεκαετίες στην Ταϊβάν (από το 1951), την ηπειρωτική Κίνα και τη Βραζιλία. Η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας εισήγαγε ένα πιλοτικό πρόγραμμα το 1998 και προχώρησε σε εθνικό λανσάρισμα το 2010. Η κινεζική έκδοση του συστήματος δημιούργησε αυξήσεις της τάξης του 17% στα έσοδα ΦΠΑ (Wan 2010). Στην Ευρωζώνη υπάρχουν τρεις χώρες με παρόμοια συστήματα: Μάλτα, Σλοβακία, Πορτογαλία. Σε όλες τις περιπτώσεις, η εμπειρία ήταν επιτυχής. Τα συστήματα αυτά έχουν δουλέψει, επειδή είναι συμβατά με κίνητρα και δεν στηρίζονται σε μηχανισμούς εξαναγκασμού και ελέγχου.

Ένα ελκυστικό χαρακτηριστικό του «@podeixi» είναι ότι δεν στηρίζεται σε κάποια βαριά προκαταβολική επένδυση σε υποδομές, αλλά σε άμεσα διαθέσιμη τεχνολογία με χαμηλό διοικητικό κόστος. Το σχέδιο αυτό θα μπορούσε εύκολα να δοκιμαστεί, σε σύντομο χρονικό διάστημα, σε ορισμένους δημοφιλείς τουριστικούς προορισμούς, ελαχιστοποιώντας τα ρίσκα για το δημόσιο πορτοφόλι. Έχει υπολογιστεί ότι ένας πιλότος (συμπεριλαμβανομένου του hardware, της προώθησης και των βραβείων) θα κόστιζε κάτω από 1,8 εκατ. €. Τα περιορισμένα κόστη του συνεπάγονται ένα ευνοϊκό ισοζύγιο ρίσκων (περιορισμένα τα μειονεκτήματα, τεράστια τα πλεονεκτήματα στην περίπτωση επιτυχίας). Αυτή η οικονομικά αποδοτική, συμβατή με κίνητρα, επιλογή θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη από τις ελληνικές αρχές. [SID:10370961]

* Το άρθρο αυτό είναι μέρος αφιερώματος στο πλαίσιο συνεργασίας της «Ναυτεμπορικής» και του «DIW Berlin» για την κρίση στην Ελλάδα. Βασίζεται στην έρευνα «Η ελληνική κρίση: Μια ελληνική τραγωδία;» και εκφράζει την προσωπική άποψη του συντάκτη.