Skip to main content

Αργεί… ο ανατέλλων ήλιος

Από την έντυπη έκδοση

Της Αγγελικής Κοτσοβού
[email protected]

Η Αμερική του Τραμπ ήταν η πρώτη ανατροπή στην καθεστηκυία τάξη μεταξύ των μεγάλων οικονομικών υπερδυνάμεων. Η διστακτική Ευρώπη, που κάνει ένα βήμα προς τη στενότερη ολοκλήρωση και δύο προς τα πίσω, παλεύει με χρόνια προβλήματα. Ο «κινεζικός δράκος» βρυχάται ακόμη, αν και με βραδύτερους ρυθμούς. Και η Ιαπωνία, η τρίτη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο, βυθίζεται σε πολιτική κρίση.

Ο πρωθυπουργός, Σίντζο Άμπε, βλέπει τη δημοτικότητά του να καταποντίζεται, γεγονός που εγείρει ερωτήματα για το μέλλον του, αλλά και για το οικονομικό του πρόγραμμα. Η δημοσιονομική πολιτική, η νομισματική χαλάρωση και οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις αποτελούν τους τρεις πυλώνες των επονομαζόμενων Abenomics. Μπορεί η κυβέρνηση του Τόκιο να έχει εφαρμόσει τα δύο πρώτα, υστερεί όμως στο «μέτωπο» των μεταρρυθμίσεων. Και όσο αποδυναμώνεται πολιτικά το κυβερνών Φιλελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα (LDP) η προσοχή του στρέφεται στην αποκατάσταση της φήμης του. Κατά συνέπεια, μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα αναγκαίες, αλλά πολιτικά επώδυνες μεταρρυθμίσεις, όπως αλλαγές στα εργασιακά προς την κατεύθυνση της αύξησης των μισθών, καθώς και κίνητρα κοινωνικής ασφάλισης για την αύξηση της συμμετοχής των γυναικών στο εργατικό δυναμικό.

Δεν είναι η πρώτη φορά που ο πρωθυπουργός Άμπε βρίσκεται αντιμέτωπος με πολιτικά σκάνδαλα. Το 2007 είχε υποβάλει αιφνιδίως την παραίτησή του, έπειτα από μια σειρά σκανδάλων στο υπουργικό του συμβούλιο, για να επανέλθει στην εξουσία τον Δεκέμβριο του 2012, με τη δέσμευση να βγάλει την ιαπωνική οικονομία από τον φαύλο κύκλο του αποπληθωρισμού.

Στενός σύμμαχος στην εφαρμογή των Abenomics η ιαπωνική κεντρική τράπεζα, πειραματιζόμενη με μη συμβατικά μέτρα χαλάρωσης, όπως οι μαζικές αγορές ομολόγων και τα αρνητικά επιτόκια. Με τη δημοτικότητά του κάτω από το 30%, δεν είναι σίγουρο εάν θα καταφέρει να παραμείνει στην εξουσία μέχρι τις επόμενες εκλογές του 2018. Και ίσως αυτός που θα τον διαδεχθεί στον πρωθυπουργικό θώκο τολμήσει να πιάσει την «καυτή πατάτα» των μεταρρυθμίσεων.