Από την έντυπη έκδοση
Του Α. Δ. Παπαγιαννίδη
[email protected]
Φίλος της στήλης, και μάλιστα εξ εκείνων που σχετίζονται με τους χώρους διαμόρφωσης πολιτικής, δεν έδειξε να πείθεται από το επιχείρημα του σημειώματος της περασμένης Δευτέρας, 16/7. Για να είμαστε ακριβέστεροι δήλωσε ότι παρακολούθησε την ανάλυση σχετικά με το τι συνέβη με το γερμανικό μπλοκάρισμα της τελικής δόσης του εκπνέοντος Προγράμματος/Μνημονίου-3, καθώς και με την πιθανολόγηση του τι θα προκύψει -ενδεχομένως- στο μέλλον. Αντίστοιχα, θεώρησε ότι παρακολούθησε την αναφορά στις εξελίξεις της ελληνικής οικονομίας και των όποιων αναπτυξιακών ρυθμών κατορθώνει να βγάλει (κατά ΙΟΒΕ και Ευρωπαϊκή Επιτροπή) – πλην όμως δεν θεώρησε ότι οι δυο πλευρές της επιχειρηματολογίας δένουν πειστικά. Ώστε να νομιμοποιείται ο τίτλος «Διάδρομος απογειώσεως ή γυάλα;».
Ας δώσουμε σήμερα μια δεύτερη, αναλυτικότερη εκδοχή της επιχειρηματολογίας μας. Λοιπόν:
Η πορεία της ελληνικής οικονομίας θα αποδειχθεί -«μετά την 20ή Αυγούστου»- ότι θα βρεθεί σε μια φάση ικανοποιητικής έστω απογείωσης (οι αναφορές σε ρυθμούς 3% και 4% που και παλιότερα είχαν ακουστεί, και μάλιστα είχαν μπει στις προβολές Ε.Ε./ΔΝΤ επί Μνημονίου-2, θα μας επιτραπεί να πούμε ότι δεν είναι άλλο από εισαγωγή νούμερων σε excelόφυλλα, ώστε να βγαίνει στο τέλος η επιθυμητή/αναγκαία βιωσιμότητα του χρέους…); Ή αντίθετα θα παραμείνει σε μια κατάσταση άτονης λειτουργίας σε προστατευμένο περιβάλλον γυάλας (ή, έστω, κάτω από έναν γυάλινο θόλο που δίνει κάποια ελευθερία κινήσεων, αλλά… μόνον τόση); Αυτό εξαρτάται -σιγά σιγά όλοι πλέον το αναγνωρίζουν/αποδέχονται- από το τι λογής ρυθμούς ανάπτυξης θα μπορέσει να πιάσει /θα της επιτραπεί να επιδιώξει.
Τι θα πει όμως «θα της επιτραπεί»; Πάλι κάτι που όλοι αναγνωρίζουν (ή… θα έπρεπε να αναγνωρίζουν) είναι ότι η ανάπτυξη δεν διατάσσεται. Ούτε απλώς σχεδιάζεται. Προκύπτει από ένα πλέγμα παρεμβάσεων: ένα είδος είναι οι διαβόητες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, ένα άλλο η ύπαρξη/επαναφορά χρηματοδοτικής ρευστότητας, ένα τρίτο η εξασφάλιση (αλλά και η αξιοποίηση) δημοσιονομικού χώρου. Από το πώς θα προχωρήσει, πλέον, η διαπραγμάτευση της ελληνικής κυβέρνησης τα επόμενα χρόνια με τους «εταίρους» στα πλαίσια της μεταΜνημονιακής εποπτείας/enhanced surveillance, δηλαδή τι λογής βαθμοί ελευθερίας για χάραξη πολιτικής θα υπάρξουν και πώς θα χρησιμοποιηθούν, θα εξαρτηθούν πολλά. Και ως προς τον δημοσιονομικό χώρο, τα διαβόητα υπερπλεονάσματα και τη διάθεσή τους. Και ως προς τα διαρθρωτικά μέτρα, που εν τέλει έχουν να κάνουν με το μίγμα πολιτικής που θα επιλεγεί προς εφαρμογήν. (Σημειώστε το, αυτό το τελευταίο. Τα επόμενα χρόνια, ας πούμε μέχρι το 2022, θα έχουμε στην Ελλάδα μια διαδοχή κυβερνήσεων. Όταν λοιπόν προδιαγράφεται επιτυχία ή αποτυχία στόχων, αλλά και συνεργασιμότητα ή μη των «εταίρων», αυτά αφορούν την όποια κυβέρνηση, τις όποιες κυβερνήσεις του αύριο ή του μεθαύριο).
Αν κανείς κοιτάξει προς την πλευρά της σημερινής κυβέρνησης, θα δει ότι η συνειδητοποίηση των περιορισμών ωριμάζει γρήγορα. Η απόδειξη; Στον -όχι και τόσο φιλικό- ΣΚΑΪ ο Αλέκος Φλαμπουράρης -όχι κεντρικός συντελεστής ο ίδιος στη διαπραγμάτευση του μίγματος πολιτικής με τους «εταίρους»- εξηγούσε: «Έχουμε δεσμεύσεις που έρχονται από το παρελθόν και συνεχίζονται και στο μέλλον, τις οποίες θα πρέπει να υλοποιήσουμε […]. Καλύτερη διανομή των πλεονασμάτων, θα τη διαπραγματευθούμε κυρίως με τους εαυτούς μας και εν συνεχεία με το ευρωπαϊκό σύστημα». Εδώ οι συντάξεις, εδώ η προσδοκία αυξήσεων μισθών ή φορολογικών ελαφρύνσεων. Αν, αντιθέτως, στραφεί προς τη μεριά της αξιωματικής αντιπολίτευσης, θα παρακολουθήσει τον Κυριάκο Μητσοτάκη -που αυτός λογικά έχει καίριο λόγο στον χώρο του- να καλεί σε ένα «τσουνάμι ιδιωτικών επενδύσεων και εισροής κεφαλαίων στη χώρα [που] θα δημιουργήσουν θέσεις απασχόλησης […]. Αφού αποκαταστήσουμε την αξιοπιστία της χώρας, θα επιδιώξουμε μια συμφωνία για χαμηλότερα πλεονάσματα, με κεντρική επιλογή να μειωθεί η φορολογική και ασφαλιστική επιβάρυνση».
Όσο κι αν η λογική της γενικευμένης πολιτικής κόντρας άλλα απαιτεί, οι δυο αυτές τοποθετήσεις έχουν δίδυμο κεντρικό πυρήνα: χρειάζεται χρόνος, βάθος χρόνου και προϋποτίθεται διαπραγμάτευση -επιτυχής διαπραγμάτευση, δε- με τους «εταίρους».
Είχαμε δει στο σημείωμα της 15ης Ιουλίου πώς βλέπει το ΙΟΒΕ (και η Ε.Ε.) την αναπτυξιακή προοπτική του 2018-19: γύρω στο 2% για φέτος, στο 2,3% για του χρόνου, με βιομηχανική παραγωγή και κατασκευές σε στασιμότητα, τουρισμό σε απογείωση. Προοπτική επιτάχυνσης της πληρωμής των arrears, εκκίνηση επενδύσεων σε εμβληματικές αποκρατικοποιήσεις, αλλά… σταθερά υποεκτέλεση του ΠΔΕ. Συν, πρωτογενές πλεόνασμα 5μήνου ενθουσιώδες (1,5 δισ. έναντι στόχου 180 εκατομμυρίων) λόγω υπερείσπραξης φόρων και υποεκτέλεσης ΠΔΕ.
Με το χέρι στην καρδιά: διάδρομος απογείωσης ή γυάλα;