Νικόλαος Σ. Κουλάδης*
Ακούω με ενδιαφέρον, ειδικά στις πρωινές τηλεοπτικές εκπομπές, τους ειδικούς και υπουργούς να εξηγούν και να ξανα-εξηγούν πώς θα δουλέψει το καινούργιο σύστημα, σύμφωνα με το οποίο το «αφορολόγητο» των Ελλήνων φορολογουμένων πολιτών θα «κτίζεται» μόνο με τη χρήση πιστωτικών/χρεωστικών καρτών, ενώ αν δεν καλύπτεται το σχετικό ποσό, τότε ο φορολογούμενος θα τιμωρείται με φόρο στο υπολειπόμενο ακάλυπτο ποσό.
Αυτό παρότι το ελληνικό κράτος συνεχίζει να προμηθεύει τους Έλληνες φορολογούμενους χαρτονομίσματα και ενώ δεν έχει αποσύρει τη χρήση των νομίμων αποδείξεων.
Πιο περίεργο είναι ότι κανείς ακόμη δεν έχει βγει να φωνάξει ότι ο νόμος αυτός είναι “αντισυνταγματικός”. Έχοντας έρθει πρόσφατα από το εξωτερικό, απορώ πώς γίνεται ένας λαός να είναι τόσο απορροφημένος με τα προβλήματά του, ώστε να μην αναγνωρίζει το σωστό από το λάθος, το νόμιμο από το παράνομο.
Νόμοι όπως αυτός θεωρούνται αντισυνταγματικοί – ή απλά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, μιας αρχής Ευρωπαϊκού Δικαίου.
Το κράτος δεν δύναται, για να μειώσει (πατάξει;) τη φοροδιαφυγή, να τιμωρεί ρητά κάθε Έλληνα φορολογούμενο ο οποίος (α) συλλέγει νόμιμες αποδείξεις, ή/και (β) χρησιμοποιεί νόμιμα χαρτονομίσματα.
Συλλέγω νόμιμες αποδείξεις για τις αγορές που κάνω χρησιμοποιώντας μετρητά – κάτι που το κράτος μου δίνει την δυνατότητα να το κάνω, αφού δεν έχει αποσύρει (1) ούτε τις νόμιμες αποδείξεις, (2) ούτε -ευτυχώς για την ώρα- τα αξιόγραφα/υποσχετικά/τραπεζογραμμάτια-χαρτονομίσματα.
Οι νόμιμες αποδείξεις που εκδίδονται προς καταναλωτές τελούν νομίμως και είναι αποδεκτές από την ελληνική φορολογική αρχή αλλά και από τις ανάλογες φορολογικές αρχές άλλων κρατών της Ευρώπης και του κόσμου.
Ο καινούργιος νόμος τιμωρεί ξεκάθαρα όσους χρησιμοποιούν αυτούς τους δύο τρόπους συναλλαγής (νόμιμες αποδείξεις και χαρτονομίσματα) επιβαρύνοντας τους χρήστες Έλληνες φορολογούμενους με φόρο, ενώ δείχνει προτίμηση -αλλά χωρίς κανένα κίνητρο- στη χρήση πιστωτικών/χρεωστικών καρτών.
Η τιμωρία αυτή που προωθεί ο νόμος ξεκάθαρα παραβιάζει την νομική αρχή της αναλογικότητας, δηλαδή είναι δυσανάλογος προς τον σκοπό που υποστηρίζει ότι θέλει να επιτευχθεί.
Θα ήταν σύννομα τα σχετικά άρθρα του νόμου αυτού, αν προσδιόριζαν ως κίνητρα περαιτέρω φοροαπαλλαγής τη χρήση των πιστωτικών/χρεωστικών καρτών.
Όχι όμως όταν ξεκάθαρα προσδιορίζει ο νόμος μόνο τιμωρία για τους φορολογούμενους που χρησιμοποιούν τα άλλα νόμιμα παραστατικά, όπως αποδείξεις που προέκυψαν από χρήση χαρτονομισμάτων.
Τα έξοδα διαβίωσης αποδεικνύονται με νόμιμες αποδείξεις αγοράς προϊόντων και υπηρεσιών. Το να υποστηρίξει κάποιος ότι όλοι οι τρόποι με τους οποίους προκύπτουν οι νόμιμες αποδείξεις πληρωμών είναι δεκτοί, αλλά περαιτέρω φοροαπαλλαγή θα δίδεται όταν οι νόμιμες αυτές αποδείξεις έχουν προκύψει μέσω πληρωμής πιστωτικών/χρεωστικών καρτών, θα ήταν σύννομο, καθώς τότε θα ήταν απλά ένα κίνητρο για το «κτίσιμο» του αφορολογήτου.
Αλλά το να υποστηρίζει κάποιος ότι όποιος δεν χρησιμοποιεί πιστωτικές/χρεωστικές κάρτες για την έκδοση των νομίμων αποδείξεων δεν δικαιούται να έχει αφορολόγητο ποσό και φορολογείται/τιμωρείται, είναι πέρα για πέρα παράνομο και καταχρηστικό.
Δηλαδή, για να πιάσω όσους παράνομα οπλοφορούν, θα βάλω φυλακή όλους όσοι έχουν νόμιμη άδεια οπλοφορίας (που εγώ εκδίδω) ή για να πιάσω τον κλέφτη θα σας βάλω όλους φυλακή: με αυτόν τον τρόπο ο παρανόμως ένοπλος ή ο κλέφτης θα μείνει έξω και έτσι θα καταφέρω να τον πιάσω.
Η σκέψη αυτή μου φέρνει ένα (ασαφές) ρίγος αξιοπρέπειας.
*Δικηγόρος (solicitor) Αγγλίας και διδάκτωρ Εμπορικού Δικαίου από το Πανεπιστήμιο του Σαουθάμπτον Μεγάλης Βρετανίας. Ήταν καθηγητής Αστικού και Εμπορικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Solent από το 1999 μέχρι το 2005. Επαναπατρίστηκε στην Ελλάδα και διετέλεσε πρόεδρος του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου μέχρι το 2010. Μέχρι σήμερα έχει διετελέσει διευθύνων σύμβουλος ομίλων εταιρειών που δραστηριοποιούνται στη φιλοξενία και τις τουριστικές υπηρεσίες.