Skip to main content

Ποιος θα χρηματοδοτήσει την ενεργειακή μετάβαση;

Από την έντυπη έκδοση

Του Ιωάννη Παπαδόπουλου,
αναπληρωτή καθηγητή στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας

Ένα από τα κρισιμότερα ζητήματα για την ευημερία των Ευρωπαίων είναι αυτό της χρηματοδότησης της ενεργειακής μετάβασης σε μια οικονομία μηδενικών εκπομπών άνθρακα, προκειμένου να αναχαιτισθεί, όσο είναι ακόμα καιρός, η καταστροφική κλιματική αλλαγή. Κατά τη γνώμη των περισσότερων ειδικών τα μέτρα πολιτικής που έχει ήδη υιοθετήσει ή εξαγγείλει η Ε.Ε. δεν είναι ικανά να περιορίσουν την αύξηση της παγκόσμιας θερμοκρασίας στον 1,5°C από την έναρξη της βιομηχανικής περιόδου. Απαιτούνται πρόσθετες πρωτοβουλίες.

Το βασικότερο όμως εμπόδιο στο οποίο αυτές προσκρούουν είναι η δυσκολία ανεύρεσης επαρκών πηγών χρηματοδότησης. Καταρχήν, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι η πρώτη πηγή χρηματοδότησης είναι η εξοικονόμηση δαπανών. Έτσι, σύμφωνα με τους υπολογισμούς της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, μια οικονομία μηδενικών εκπομπών άνθρακα θα έχει θετικό αντίκτυπο της τάξης του 2% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ έως το 2050, καθώς η εξοικονόμηση των εισαγωγών ενέργειας από τρίτες χώρες θα ανέλθει σε 2-3 τρισ. ευρώ. Επίσης, το κόστος υγείας για το ανθρώπινο δυναμικό, τόσο το άμεσο (πόροι για θεραπεία και αποκατάσταση) όσο και το έμμεσο (κόστος ευκαιρίας από τη μείωση της παραγωγικότητας), θα ανέλθει στα 200 δισ. ευρώ, ενώ το καθαρό ισοζύγιο απασχόλησης, ήτοι οι θέσεις εργασίας που θα δημιουργηθούν για να συνοδεύσουν τη μεγάλη ενεργειακή μετάβαση μείον τις θέσεις εργασίας παραδοσιακών και ενεργοβόρων οικονομικών δραστηριοτήτων που θα χαθούν, θα είναι 1 εκατομμύριο.

Συνεπώς, η συλλογική μας προσπάθεια θα απελευθερώσει σημαντικούς πόρους για εκσυγχρονισμό των οικονομικών δομών. Δεν ζούμε σε ένα μαλθουσιανό σύμπαν σταθερών πόρων. Το σύμπαν μας είναι δυναμικό: η μεταστροφή σε εναλλακτικές μορφές παραγωγής και κατανάλωσης είναι ικανή να απελευθερώσει καταναλισκόμενους πόρους.

Ας βάλουμε στην άκρη τους ιδιωτικούς πόρους που θα επενδυθούν για την ενεργειακή μετάβαση έως το 2050, είτε ως καθαρά ιδιωτικοοικονομικές κινήσεις κεφαλαίων είτε με διάφορα μέτρα κρατικής ενίσχυσης (φοροαπαλλαγές, επιδοτήσεις κ.λπ.) είτε με τη μορφή συμπράξεων δημόσιου και ιδιωτικού τομέα. Αυτοί οι πόροι είναι εξαιρετικά δύσκολο να εκτιμηθούν με ακρίβεια σε μακροπρόθεσμη βάση, καθώς εξαρτώνται από πολύπλοκες μεταβλητές. Μπορούμε όμως να επικεντρωθούμε στις δημόσιες επενδύσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο, οι οποίες ελέγχονται κυρίως από τις δημόσιες πολιτικές σε επίπεδο τόσο της Ε.Ε. όσο και των κρατών-μελών της. Κατά τους υπολογισμούς της Επιτροπής, θα απαιτηθούν συνολικές επενδύσεις σε ενέργεια και σχετικές υποδομές ύψους 2,8% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ, ήτοι λίγο παραπάνω από μισό τρισ. ευρώ ετησίως. Το ποσό φαίνεται εκ πρώτης όψεως ιλιγγιώδες.

Πώς θα κινητοποιηθούν αυτοί οι πόροι;  Ένα πρώτο ισχυρό εργαλείο στη διάθεσή μας είναι η ποσόστωση υπέρ δαπανών του προϋπολογισμού της Ε.Ε. σχετιζόμενων με την κλιματική αλλαγή. Γενικά, στην εποχή του αφελούς υπερφιλελευθερισμού, οι ποσοστώσεις είχαν αποκτήσει κακό όνομα ως ένα υπερβολικά παρεμβατικό μέτρο πολιτικής. Όμως έχουν αποτέλεσμα, όταν βεβαίως χρησιμοποιούνται από μια αποτελεσματική διοικητική μηχανή, καθώς προτεραιοποιούν δράσεις που κρίνονται ως κοινής ωφελείας και κατευθύνουν τους ανάλογους πόρους στην εξυπηρέτησή τους.

Η πρόταση της Επιτροπής για τον επόμενο πολυετή προϋπολογισμό της Ε.Ε. 2021-2027 είναι να αφιερωθεί το 25% αυτού σε δράσεις κατά της κλιματικής αλλαγής, ενώ το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει θέσει με ψήφισμά του ως στόχο το 30% των συνολικών κονδυλίων της Πολιτικής Συνοχής να εξυπηρετεί αποκλειστικά τέτοιες δράσεις. Ένα δεύτερο, εξίσου αν όχι και περισσότερο, ισχυρό εργαλείο δημόσιας πολιτικής για την ενεργειακή μετάβαση είναι η κατάλληλη διαμόρφωση των λεγόμενων «αιρεσιμοτήτων» (conditionalities) στη χρήση των πόρων των Διαρθρωτικών και Επενδυτικών Ταμείων της Ε.Ε., κοινώς στο ΕΣΠΑ. Πράγματι, οι κανόνες, υπό την αίρεση των οποίων εξαρτάται η καταβολή χρηματικών ποσών από τα Ευρωπαϊκά Ταμεία, δεν είναι απλώς κάποιες τυπικές προϋποθέσεις πληρωμών, αλλά παρέχουν ουσιαστικά προσανατολισμούς και κίνητρα για τον ορθό σχεδιασμό συγχρηματοδοτούμενων προγραμμάτων που να τονώνουν την ανάπτυξη καθαρών μορφών ενέργειας.

Με άλλα λόγια, αποτελούν ένα «καρότο», μια οικονομική παρότρυνση με σκοπό τη στοίχιση και των εθνικών δημόσιων πολιτικών με τον ευρωπαϊκό στόχο για μετάβαση σε μηδενικές εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα. Δεν αποτελούνται μόνο από εφαρμοστικά μέτρα, αλλά συγκροτούν ένα συνολικό πλαίσιο δημόσιας πολιτικής και ωθούν σε αλλαγές στις αντιλήψεις των οικονομικών παραγόντων και εντέλει της ίδιας της κοινωνίας. Και τα δύο αυτά εργαλεία εξαρτώνται από τις σκληρές διαπραγματεύσεις που θα συνεχίσουν να διεξάγονται μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ε.Ε. σχετικά με τις δημοσιονομικές προοπτικές της Ε.Ε. 2021-2027. Ένα τρίτο, πιο παραδοσιακό, εργαλείο πολιτικής είναι η θέσπιση ενός εξειδικευμένου Ταμείου για χρηματοδοτήσεις ορισμένων πολιτικών προτεραιοτήτων.

Εν προκειμένω, έχει προταθεί από την Επιτροπή και συμφωνηθεί από το Κοινοβούλιο ένα Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης, το οποίο θα ενισχύσει με 5 δισ. ευρώ τις περιφέρειες και τα κράτη-μέλη που εξαρτώνται έντονα από τον άνθρακα για την παραγωγή ενέργειας. Αυτό το Ταμείο θα αφιερωθεί κυρίως στην επανεκπαίδευση εργατών, τη συμπλήρωση των επιδομάτων ανεργίας και την ενίσχυση μικρομεσαίων επιχειρήσεων. 

Μια νέα εποχή ανατέλλει, είτε το αντιλαμβανόμαστε είτε όχι, και οι παίκτες τοποθετούνται από τώρα στο μελλοντικό πεδίο. Η Ε.Ε. είναι μεν πολύ εφευρετική και προνοητική, σπαράσσεται όμως από εσωτερικές έριδες και διαφωνίες. Ο πλουραλισμός αντιλήψεων είναι παραγωγικός όσο χρησιμεύει ως εργαστήριο πειραματισμών, αρχίζει όμως να γίνεται τροχοπέδη όταν διαλύει τη δυνατότητα άρθρωσης κοινού στρατηγικού σχεδιασμού.