Skip to main content

Τέλος η εύκολη ανάπτυξη

Από την έντυπη έκδοση

Οι περισσότεροι οικονομολόγοι και κυρίως οι θεωρούμενοι «προοδευτικοί» πιστεύουν ότι η διεθνής ύφεση είναι απότοκος της μείωσης της ζήτησης. Δυστυχώς γι’ αυτούς, το πρόβλημα της Δύσης είναι ότι η ανάπτυξή της ήταν εξαρτημένη από τον δανεισμό.

Στο διάσημο βιβλίο του «One Economics, Many Recipes» ο συγγραφέας του, καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας Dani Rodrik, υποστηρίζει -πολύ σωστά κατά τη γνώμη μας- ότι για την ανάπτυξη μιας χώρας οι ενιαίες συνταγές δεν μπορούν ποτέ να έχουν αποτέλεσμα αν δεν προσαρμοσθούν στο ειδικό τοπικό περιβάλλον και στις συνθήκες που αυτό δημιουργεί.

Ομως, στη σημερινή εποχή της ραγδαίας παγκοσμιοποίησης -όχι μόνον στην οικονομία, αλλά και στην πληροφόρηση και τη μεταφορά γνώσεων, κεφαλαίων και ηλεκτρονικών αγαθών- αυτή η διάσταση της ανάπτυξης δημιουργεί νέα προβλήματα προσαρμογής, τα οποία προκαλούν αντιδράσεις και δεν παρακολουθούνται πάντα από την πολιτική.

Η τελευταία δε, επειδή είναι συνήθως κοντόθωρη, αρνείται να ξεφύγει από τα καθιερωμένα πλαίσια άσκησης της εξουσίας ή προσπάθειας ανόδου σε αυτήν, με αποτέλεσμα να είναι και η αφετηρία της δημιουργίας κρίσεων. Χαρακτηριστική, από την άποψη αυτή, είναι η κρίση που αντιμετωπίζει σήμερα η Δύση -και ειδικότερα η Δυτική Ευρώπη, που είναι και το πιο αναπτυγμένο κοινωνικά κομμάτι της.

Οπως υποστηρίζει ο καθηγητής Χρηματοοικονομικής του Πανεπιστημίου του Σικάγου, Ράγκραμ Τζ. Ράιαν, οι δυτικές οικονομίες και κυρίως οι δυτικοευρωπαϊκές αντιμετωπίζουν σοβαρό πρόβλημα υπερδανεισμού -το οποίο, ναι μεν περιορίζει τη ζήτηση, πλην όμως επιδεινώνει την όλη κατάσταση λόγω της στρεβλής προσφοράς που παρατηρείται στις περισσότερες δυτικές χώρες.

Κατά την άποψή του, η οποία επιβεβαιώνεται και από τα γεγονότα, για αρκετά χρόνια πριν από την εκδήλωση της χρηματοοικονομικής κρίσης του 2008, οι προηγμένες οικονομίες -στο μέτρο που η παγκοσμιοποίηση κέρδιζε έδαφος και το διεθνές οικονομικό περιβάλλον μεταβαλλόταν- έχαναν την ικανότητά τους να αναπτύσσονται κάνοντας χρήσιμα πράγματα.

Κυρίως, δε, δεν φρόντιζαν να ενισχύσουν την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητά τους εκεί όπου είχαν συγκριτικά πλεονεκτήματα.

Παράλληλα, όμως, έπεφταν και σε μία οδυνηρή παγίδα, που ήταν αυτή της ανόδου της ανεργίας υπό συνθήκες δημογραφικής κάμψης.

Ετσι, χρειαζόταν να αντικαταστήσουν με κάποιον τρόπο τις θέσεις εργασίας που χάνονταν λόγω της τεχνολογίας και του ξένου ανταγωνισμού και να πληρώσουν για τις συντάξεις και την υγειονομική περίθαλψη του γηράσκοντος πληθυσμού τους.

Σε μια προσπάθεια να ωθήσουν την ανάπτυξη, έτσι, οι αναπτυγμένες χώρες αύξησαν εντυπωσιακά τις δημόσιες δαπάνες τους και απελευθέρωσαν σταδιακά τις κινήσεις κεφαλαίων, ώστε οι κυβερνήσεις και στη συνέχεια οι ιδιώτες να μπορούν να δανείζονται πιο εύκολα.

Εδραιώθηκε έτσι μία σαθρή αναπτυξιακή διαδικασία που στηριζόταν όλο και περισσότερο σε ένα νοσηρό δανειακό περιβάλλον, κάθε άλλο παρά βιώσιμο.

Ωστόσο, μέσα στο περιβάλλον αυτό αναπτύχθηκαν απίθανης πολυπλοκότητας και υψηλής μοχλεύσεως παράγωγα, τα οποία, σε χώρες όπως η Ελλάδα για παράδειγμα, διόγκωσαν τα «κακά» δημόσια χρέη, ήτοι αυτά που προκύπτουν από μια σπάταλη και μη ορθολογική διαχείριση του δανεισμού.

Οσο δε τα χρέη αυτά θα παραμένουν «κακά», θα γίνονται μη βιώσιμα -παράλληλα, όμως, θα απομακρύνουν και τις προοπτικές μιας βιώσιμης ανάπτυξης, ικανής να ανταποκριθεί στο δύσκολο διεθνές ανταγωνιστικό περιβάλλον.

Είναι ζωτική έτσι η ανάγκη για τις δυτικές κυβερνήσεις, αντί να περιμένουν και να επιδιώκουν την επιστροφή στους προ κρίσης τεχνητούς ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ τους, να πραγματοποιήσουν ριζικές διαρθρωτικές αλλαγές στους παραγωγικούς τους ιστούς, αλλάζοντας παράλληλα και καταναλωτική φιλοσοφία.

Οπως γράφει ο καθηγητής Ρ. Τζ. Ράιαν, «αυτό στις ΗΠΑ σημαίνει την εκπαίδευση των εργαζομένων που υστερούν, την ενθάρρυνση της επιχειρηματικότητας και της καινοτομίας, καθώς και την εκμετάλλευση της δύναμης του χρηματοπιστωτικού τομέα να κάνει κάτι καλό, εμποδίζοντάς τον ταυτοχρόνως να χάσει τον δρόμο του.

Στη νότια Ευρώπη, αντίθετα, αυτό σημαίνει κατάργηση των ρυθμίσεων που προστατεύουν τις επιχειρήσεις και τους εργαζομένους από τον ανταγωνισμό και τη συρρίκνωση της παρουσίας της κυβέρνησης σε ένα πλήθος κλάδων και, στη διάρκεια της διαδικασίας αυτής, την κατάργηση των περιττών, μη παραγωγικών θέσεων εργασίας (στο Δημόσιο)».

ΑΘΑΝ. Χ. ΠΑΠΑΝΔΡΟΠΟΥΛΟΣ