Από την έντυπη έκδοση
Της Αλεξίας Κατσανίδου, Καθηγήτριας Πανεπιστημίου Κολωνίας, Διευθύντριας Ινστιτούτου Κοινωνικών Επιστημών GESIS – Leibniz Institute for the Social Sciences
Η συντονισμένη πολιτική ανάμεσα στη Γαλλία και τη Γερμανία έχει αποδειχθεί μαγική συνταγή για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Η φιλία και η συνεννόηση των δύο ηγετών της δεκαετίας του 1980 Μιτεράν και Κολ έφερε τη σύγκλιση στην Ε.E. πολλά βήματα μπροστά. Οι δύο ηγέτες, παρά τις κομματικές διαφορές, Γάλλος σοσιαλιστής ο ένας, Γερμανός χριστιανοδημοκράτης ο άλλος, συμφωνούσαν σε ένα πράγμα: το όραμα για την Ευρώπη. Φτάνοντας στο σήμερα, έχουμε ξανά τη συγκυρία, όπου δύο φιλοευρωπαϊστές ηγέτες κατέχουν τα ύψιστα αξιώματα στις δύο χώρες. Τι σημαίνει αυτό για τον γαλλογερμανικό άξονα;
Λίγο πριν από τις γερμανικές εκλογές του 2017 η Μέρκελ χρίστηκε από τον απερχόμενο Αμερικανό πρόεδρο Ομπάμα ηγέτης του ελεύθερου κόσμου. Όμως, ο φιλοευρωπαϊσμός της δεν είχε βρει ακόμη αντίκτυπο στη Γαλλία του Ολάντ. Με την εκλογή του Μακρόν παρουσιάστηκε η μοναδική ευκαιρία επανενεργοποίησης του κοιμισμένου γαλλογερμανικού άξονα.
Ο Μακρόν είναι ευρωπαϊστής ηγέτης με βαθιά πίστη στην κοινή αγορά που προωθεί περισσότερη ενοποίηση. Βλέπει τον εαυτό του ως συνεχιστή του ευρωπαϊκού ιδανικού και κάνει σημαντικές προτάσεις για τη βελτίωση των ευρωπαϊκών θεσμών. Θα μπορούσε να επαναληφθεί το δίδυμο Κολ/Μιτεράν, σε Μακρόν/Μέρκελ. Η Μέρκελ, όμως, έχει να αντιμετωπίσει εσωκομματικά προβλήματα.
Το προφίλ της εντός Γερμανίας είναι μίας μετριοπαθούς πολιτικού. Αντίθετα με την εικόνα της εκτός Γερμανίας, όπου φαίνεται παντοδύναμη, η Μέρκελ δεν είναι Κολ. Δεν παίρνει ρίσκα και δεν επιβάλλει αποφάσεις. Επιδιώκει συμβιβασμούς. Το μόνο ρίσκο ήταν η προσωπική της απόφαση να στηρίξει τη μεταναστευτική πολιτική και να δεχτεί πρόσφυγες. Παρουσιάστηκε ως ανθρωπιστική λύση, αλλά η απόφαση είχε και πραγματιστική βάση. Η Γερμανία έχει ανάγκη από νέους εργαζόμενους, γιατί το ασφαλιστικό σύστημα της χώρας είναι υπό κατάρρευση. Παρ’ όλα τα θετικά για το συμφέρον της Γερμανίας, η Μέρκελ δεν έπεισε όλους τους Γερμανούς για την ορθότητα της απόφασης.
Η Γερμανία σήμερα ταλανίζεται από πολιτική κρίση. Η ενότητα της κυβέρνησης δοκιμάζεται από τη διαφορά απόψεων στο μεταναστευτικό ανάμεσα στην καγκελάριο Μέρκελ και τον αρχηγό των Χριστιανοκοινωνιστών της Βαυαρίας και υπουργό Εσωτερικών Ζεεχόφερ. Οι Χριστιανοκοινωνιστές ήταν πάντα πιο συντηρητικοί σε κοινωνικά θέματα και θέματα ταυτότητας, καθώς και πιο δεξιοί στην οικονομική πολιτική. Η Βαυαρία, όντας το πιο πλούσιο γερμανικό κρατίδιο, μπορούσε να υποστηρίξει αυτές τις διαφοροποιήσεις.
Οι αλλεπάλληλες κρίσεις των τελευταίων χρόνων υποχρέωσαν την καγκελάριο να πάρει σημαντικές και ξεκάθαρες αποφάσεις που την απομόνωσαν από το κόμμα της. Οι αποφάσεις της βασιζόταν στη βαθιά πίστη της ότι η Ευρώπη ενωμένη είναι πιο ισχυρή. Με γνώμονα το παραπάνω πήρε την απόφαση να υποστηρίξει την Ελλάδα στην κρίση χρέους και να ανοίξει τα σύνορα σε περισσότερο από ένα εκατομμύριο μετανάστες. Και οι δύο αποφάσεις ήταν δείγματα αλληλεγγύης. Οι λύσεις της Μέρκελ δεν ήταν ιδανικές, σίγουρα όχι για την Ελλάδα, αλλά ούτε και για πολλούς Γερμανούς χριστιανοδημοκράτες. Η αντιπολίτευση της ήρθε εκ των έσω, και εκ δεξιών.
Όπως και σε όλη την Ευρώπη, έτσι και στη Γερμανία παρατηρείται η άνοδος αντιευρωπαϊκών ακροδεξιών δυνάμεων. Η εκδοχή της Γερμανίας ονομάζεται Εναλλακτική για τη Γερμανία, AfD, και διαφωνεί τόσο με τη χρήση γερμανικών κεφαλαίων για αποπληρωμή χρεών άλλων κρατών, όσο και για την υποδοχή νέων μεταναστών/προσφύγων. Παρ’ όλο που η AfD δεν έχει κάποιο είδος εξουσίας, είχε σημαντικό ειδικό βάρος στις εξελίξεις των τελευταίων εβδομάδων. Ο χριστιανοκοινωνιστής Ζεεχόφερ απείλησε τη Μέρκελ με απόσυρση από την κυβερνητική πλειοψηφία και παρά τον συμβιβασμό θα συνεχίσει να πιέζει.
Πρακτικά το ζήτημα είναι εύκολο να λυθεί, μιας και οι μεταναστευτικές ροές έχουν μειωθεί σημαντικά. Είναι όμως συμβολικό για το μέλλον της Ευρώπης. Η AfD χρησιμοποιεί το ζήτημα της ταυτότητας για να ενεργοποιήσει ψηφοφόρους και τα καταφέρνει καλά. Ακόμη και οι Χριστιανοκοινωνιστές έχασαν ψήφους προς την AfD και νιώθουν την πίεση. Αυτός είναι και ο κύριος λόγος που εναντιώνονται στις προσπάθειες τις Μέρκελ για ενίσχυση της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Η Μέρκελ από την πλευρά της δεν είναι πια η ισχυρή ηγέτης που δέχτηκε τα ηνία του ελεύθερου κόσμου από τον Ομπάμα. Η τελευταία της θητεία τη βρήκε αποδυναμωμένη και χωρίς περιθώρια ελιγμών. Η διαρκής προσπάθεια για συμβιβασμό γίνεται όλο και πιο δύσκολη και δεν της επιτρέπει να προωθήσει πιο κεντρώες πολιτικές που θα συμβάδιζαν με τις προτάσεις Μακρόν. Η AfD έχει τρόπον τινά πετύχει τον στόχο, γιατί έστω και άθελά της έχει ενεργοποιήσει πολιτικό ντόμινο. Όσο και αν θέλουν ο Μακρόν και η Μέρκελ, όσο και αν πιστεύουν στην αναγκαιότητα της στιγμής, ο γαλλογερμανικός άξονας παραμένει κοιμισμένος.