Από την έντυπη έκδοση
Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Το Λονδίνο, το οποίο επισκέφθηκα για πρώτη φορά τον Νοέμβριο του 1972, δεν έχει σχεδόν καμία σχέση με το σημερινό από πλευράς ατμόσφαιρας – πολιτικής, κοινωνικής, οικονομικής και πολιτιστικής. Το ίδιο ισχύει και για το Κέμπριτζ, το διάσημο αυτό πανεπιστήμιο με τα 31 κολέγια και τη μακρόχρονη ιστορία.
Τότε, πριν από 44 χρόνια, δύο στους τρεις Λονδρέζους ήσαν θετικοί για τη σύνδεση της χώρας τους με την ηπειρωτική Ευρώπη και ένας σπουδαίος λόγος ήταν ότι θα μπορούσαν να καταναλώνουν καλά γαλλικά κρασιά! Στο σημερινό Λονδίνο, όμως, ένα ποτήρι κόκκινο mouton cadet ή ένα λευκό chablis κοστίζει φθηνότερα απ’ ό,τι στο Παρίσι, ενώ τα κρασιά από τη Νότιο Αφρική, την Αυστραλία και τη Χιλή έχουν κατακτήσει τους Λονδρέζους. Ακόμα και στο επίπεδο της σαμπάνιας, «παίζουν» τα αφρώδη από την Καλιφόρνια.
Από την άλλη πλευρά, χάρη στη θατσερική επανάσταση, το Λονδίνο του 2016 είναι κορυφαίο χρηματοοικονομικό κέντρο, έδρα πολλών επιχειρήσεων που επιδιώκουν χαμηλή φορολογία και αντιγραφειοκρατική ευελιξία. Διαθέτει επίσης απίθανα κοσμοπολίτικα εστιατόρια. Στο δε Κέμπριτζ συναντά κανείς ένα κομμάτι της αυριανής παγκόσμιας ελίτ, η οποία βεβαίως θα διαφέρει αισθητά από την αντίστοιχη του 1972.
«Στο Λονδίνο επικρατεί πάντα το Remain» μας λέει ο πολύπειρος συνάδελφος Πολ Χόντσον, πρώην στέλεχος στο ευρωπαϊκό τμήμα του BBC και δημοσιογράφος που ομιλεί άνετα πέντε ευρωπαϊκές γλώσσες, μεταξύ των οποίων και σερβικά. «Μη δίνεις μεγάλη σημασία στις δημοσκοπήσεις» προσθέτει. «Είναι αφερέγγυες. Τα πάντα θα εξαρτηθούν από τη συμμετοχή στο δημοψήφισμα. Οι ψηφοφόροι που υποστηρίζουν το Brexit είναι πιο ηλικιωμένοι, προέρχονται από μη αστικές περιοχές και είναι συνεπείς με την κάλπη. Αντίθετα, ένας θεός ξέρει αν θα πάνε να ψηφίσουν οι νέοι, που υποστηρίζουν την παραμονή στην Ε.Ε. Όλα είναι ανοικτά λοιπόν και τα προγνωστικά παρακινδυνευμένα».
Η Κένζα Μπράιτ, φοιτήτρια φιλοσοφίας στο Κέμπριτζ, δεν συμφωνεί απόλυτα με την εκτίμηση του Άγγλου συναδέλφου: «Υπάρχουν δύο ομάδες φοιτητών. Οι οπαδοί του Remain (παραμένω) από τη μία πλευρά και οι υπέρμαχοι του Leave (φεύγω) από την άλλη. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν προβάδισμα της πρώτης ομάδας. Αυτό είναι λογικό. Οι νέοι θέλουν περισσότερες ελευθερίες και πολλοί από αυτούς δεν ακούν καθόλου τις σειρήνες του απομονωτισμού. Τους ενδιαφέρει πολύ η ελευθερία εγκατάστασης. Τα προβλήματα αρχίζουν από αυτούς που είναι πάνω από 50 ετών και τείνουν ευήκοον ους στις ανοησίες των ευρωσκεπτικιστών. Πρέπει όμως να πω ότι οι περισσότεροι από εμάς δεν τρέφουμε καμία εκτίμηση για την πολιτική τάξη της χώρας. Είναι ξεπερασμένη από τις εξελίξεις και βλέπει την πραγματικότητα με αρχές και αντιλήψεις του 1980. Αυτό βεβαίως είναι και ευρωπαϊκό πρόβλημα, το οποίο σίγουρα δεν θα λυθεί αν το Ηνωμένο Βασίλειο εγκαταλείψει την Ένωση».
«Ο ευρωσκεπτικισμός, που γεννήθηκε ως όρος στο Ηνωμένο Βασίλειο στα μέσα της δεκαετίας του 1980, τροφοδοτείται από τις κρίσεις και δίνει εύκολη τροφή στα λαϊκιστικά κόμματα, που δεν περίμεναν τέτοιο δώρο» μας λέει ο συνάδελφος Σεζάριο Αγκιλέρα ντε Πράτα, Πορτογάλος ανταποκριτής της Ντιάριο ντε Νοτίσιας στο Λονδίνο. Επισημαίνει δε, πολύ σωστά, ότι το βάρος ενός Brexit σε βάθος χρόνου θα ήταν επαχθές. Χωρίς καμία αμφιβολία, το κύρος της Ένωσης θα δεχόταν σοβαρό πλήγμα.
Όντως, πιστεύει το Economist, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει πρόβλημα και μάλιστα σοβαρό. Η οικονομική κρίση δεν έχει κλείσει τον κύκλο της και όσο αυτό συνεχίζεται, η κατάσταση θα παραμένει σε τέλμα. Η αποχώρηση ενός μέλους όπως η Μεγάλη Βρετανία θα αποδυνάμωνε πολιτικά και στρατιωτικά την Ε.Ε. και όχι μόνον. Ακόμη, θα προέκυπτε αναστάτωση στην ισορροπία δυνάμεων εντός της Ένωσης, με αποτέλεσμα την όξυνση των φαινομένων γερμανικής ηγεμονίας και γαλλικής αδυναμίας.
Η Ένωση θα γινόταν πιο κλειστή, όπως φαίνεται από μία νέα έκθεση του Centre for European Reform (Κέντρο για την Μεταρρύθμιση της Ευρώπης), ενός think tank με βάση το Λονδίνο. Στην έκθεση σημειώνεται ότι η αποχώρηση της Μεγάλης Βρετανίας θα άφηνε την Ευρώπη «λιγότερο φιλελεύθερη, περισσότερο καχύποπτη προς την επιστήμη και με μεγαλύτερη τάση προς προστατευτισμό». Κάτι τέτοιο, με τη σειρά του, θα μείωνε τις ελπίδες για μεταγενέστερες εμπορικές συμφωνίες, ειδικά με την Αμερική. Ο Jan Techau του Carnegie Europe (think tank των Βρυξελλών) ισχυρίζεται ότι το Brexit θα έβλαπτε τις υπερατλαντικές σχέσεις, στις οποίες η Μεγάλη Βρετανία έχει τον ρόλο-κλειδί του μεσάζοντα.
Επίσης, το Brexit θα ερχόταν σε μία περίοδο πολιτικής αναταραχής για την Ευρώπη. Σε πολλά κράτη-μέλη της έρχονται εκλογές -στην Ισπανία, τρεις μόλις ημέρες μετά το βρετανικό δημοψήφισμα, σε Γαλλία, Γερμανία (μάλλον και) Ιταλία τον επόμενο χρόνο. «Τέλος, έρχεται η σειρά της Μεγάλης Βρετανίας να αναλάβει την ευρωπαϊκή προεδρία του δεύτερου μισού του 2017, δηλαδή ακριβώς τότε που οι διαπραγματεύσεις μετά το Brexit μπορεί να είναι στην πιο τεταμένη φάση τους. Τι ειρωνεία», γράφει το Economist. Παράλληλα, κορυφαίο στέλεχος του περιοδικού μάς επισημαίνει ότι η έξοδός του από την Ε.Ε. θα ήταν και για το Ηνωμένο Βασίλειο η απαρχή της διάλυσής του.
«Οι Σκωτσέζοι εθνικιστές έχουν ήδη προειδοποιήσει ότι, σε περίπτωση εξόδου, το 2018 θα διοργανώσουν νέο δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία τους και είναι σίγουροι ότι θα το κερδίσουν. Παρόμοιες είναι οι προθέσεις στην Ουαλία και στη Βόρειο Ιρλανδία, που εκδηλώνουν τον φιλοευρωπαϊκό προσανατολισμό τους. Προφανώς, λοιπόν, οι πρωταθλητές του Brexit αγνοούν ότι τελικά προετοιμάζουν τη διάλυση του Ηνωμένο Βασιλείου, το οποίο ως γνωστό προέκυψε το 1707», μας λέει ο συνάδελφος Κέβιν Ντάρσον, υπεύθυνος ευρωπαϊκών θεμάτων για μία περίοδο στην εφημερίδα Φαϊνάνσιαλ Τάιμς και στο Economist.
Αυτό το θέμα, όμως, οι βαρύγδουποι βαρόνοι της εξόδου από την Ε.Ε., όπως οι κ.κ. Ν. Φάρατζ και Μπ. Τζόνσον, το παρακάμπτουν με γελοίες δηλώσεις τύπου «το ευρωπαϊκό σχέδιο είναι αντάξιο του Χίτλερ», πιστεύοντας ότι απευθύνονται σε Βρετανούς που δεν διαθέτουν ούτε μόρφωση ούτε καν στοιχειώδη σκέψη. Ωστόσο, ίσως να μην έχουν πέρα για πέρα άδικο. Διαβάζοντας τις «αναλύσεις» κάποιων βρετανικών ταμπλόιντ, ένας ελάχιστα σκεπτόμενος άνθρωπος μόνον απελπισία αισθάνεται. Τόσο θλιβερό είναι το επίπεδο της πληροφόρησης, αλλά και της δημοσιογραφικής δεοντολογίας. Πλην όμως, η αθλιότητα αυτή παίζει σημαντικό ρόλο, γιατί αποτρέπει το κοινό να αναζητά την πραγματικότητα της κατάστασης και τις επιπτώσεις των όποιων αντιφάσεών του.
«Η ενημέρωση του κοινού για τα ευρωπαϊκά θέματα υπήρξε πάντα προβληματική στο Ηνωμένο Βασίλειο γενικά», μας λέει ο ιστορικός Ρόμπερτ Τομπς, τονίζοντας παράλληλα ότι πολλοί Βρετανοί προκρίνουν περισσότερο μία συνεργασία με την Ινδία, την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία παρά με την Ευρωπαϊκή Ένωση. «Οι ευρωσκεπτικιστές παίζουν το χαρτί της πάλαι ποτέ αυτοκρατορίας, που παραμένει ζωντανή στις συνειδήσεις και προσδίδει κύρος -πολύ πιο ζωηρό από το ξεθωριασμένο όνειρο ενός κοινοτικού ιδεώδους» λέει.
«Δυστυχώς, ο λαϊκισμός έχει προκαλέσει βαθύτατα ρήγματα στη βρετανική κοινωνία, η οποία αδυνατεί να καταλάβει πόσο μόνη της θα βρεθεί αν αποκοπεί από την Ένωση…» τονίζει ο γνωστός καθηγητής Άντονι Γκίντενς, σύμβουλος παλαιότερα του τότε πρωθυπουργού Τόνι Μπλερ.
Αναρωτιόμαστε, τελικά, μήπως οι Βρετανοί είναι επιρρεπείς στη μοναξιά λόγω ιστορίας και νησιωτικής νοοτροπίας; Δεν είναι, όμως, περίεργο ένας νησιωτικός λαός να χάνει την αίσθηση του ανοικτού ορίζοντος; Ιδού το ερώτημα, θα έλεγε με χιούμορ κάποιος Βρετανός στοχαστής.