Skip to main content

Οταν δεν βγαίνουν τα νούμερα…

Από την έντυπη έκδοση

Της Αγγελικής Κοτσοβού
[email protected]

Πυρετώδεις διαβουλεύσεις, έντονο σασπένς και ανατρεπτικές εξελίξεις. Δεν πρόκειται για την πλοκή χολιγουντιανού θεάματος, αλλά για την ελληνική κρίση, που οδεύει προς την κορύφωσή της και κρατάει σε αγωνία όσους παρακολουθούν το «μπρα ντε φερ» μεταξύ Αθήνας και θεσμών.

Το αρχικό κλίμα ευφορίας ότι οδεύουμε σε συμφωνία ανατράπηκε δραματικά μετά τις αντιπροτάσεις που κατέθεσαν οι δανειστές, αιφνιδιάζοντας την ελληνική πλευρά.

«Η επιμονή ορισμένων θεσμών να μην αποδέχονται ισοδύναμα μέτρα δεν έχει ξαναγίνει. Ούτε στην Ιρλανδία ούτε στην Πορτογαλία», ήταν η πρώτη αντίδραση του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα, με αφορμή τη στάση των θεσμών να μην αποδέχονται την πρόταση της ελληνικής κυβέρνησης.

Η στάση των δανειστών ιδιαίτερα σκληρή, παρότι γνωρίζουν -όπως ειπώθηκε και από το ίδιο το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο- ότι η φοροδοτική ικανότητα των Ελλήνων έχει εξαντληθεί.

Και η προσέγγισή τους στο ελληνικό ζήτημα διαφοροποιείται από τη στάση που είχαν τηρήσει οι εκπρόσωποι των διεθνών δανειστών -της τότε επονομαζόμενης «τρόικας»- στα αντίστοιχα μνημόνια που είχαν υπογράψει η Ιρλανδία και η Πορτογαλία, τα δύο επόμενα θύματα της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους.

Οι αρχές του Δουβλίνου διαπραγματεύθηκαν σκληρά ώστε να αποφύγουν μέτρα που θα έπλητταν την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας.

Παρά τις συστάσεις των εταίρων, η Ιρλανδία φρόντισε να κρατήσει σε χαμηλά επίπεδα τον συντελεστή εταιρικής φορολόγησης -στο 12,5%- έτσι ώστε να παραμείνει η χώρα πόλος έλξης επενδύσεων από πολυεθνικές επιχειρήσεις.

Το Δουβλίνο έριξε το βάρος στις περικοπές δαπανών, φροντίζοντας παράλληλα να τηρεί εκείνα στα οποία είχε δεσμευθεί.

Στην περίπτωση της Πορτογαλίας, οι εκάστοτε αποφάσεις του Συνταγματικού Δικαστηρίου που ακύρωναν αρκετά από τα μέτρα λιτότητας που έπρεπε να εφαρμοσθούν -όπως οι περικοπές μισθών στον δημόσιο τομέα και συντάξεων- προκαλούσαν «πονοκέφαλο» στην κυβέρνηση, καθώς έπρεπε να αναπληρωθούν με ισοδύναμα, υπό τη μορφή μεγαλύτερων φορολογικών βαρών για τους πολίτες.

Και στην Πορτογαλία δεν υπήρξαν ενστάσεις από την πλευρά των δανειστών, «αρκεί να έβγαιναν τα νούμερα». Και ίσως εδώ να κρύβεται η διαφορά στη στάση των θεσμών στο ελληνικό ζήτημα.

Τα νούμερα δεν βγαίνουν, ούτε με τη μορφή φόρων ούτε με βαθύτερο «ψαλίδι» στις δαπάνες.

Παρότι η ελληνική οικονομία έχει «λυγίσει» υπό το βάρος μιας πενταετίας σκληρής λιτότητας, οι δανειστές απαιτούν νέα μέτρα, καίτοι αναγνωρίζουν τον υφεσιακό τους χαρακτήρα. Δουβλίνο και Λισαβόνα κατάφεραν να εξέλθουν από τα μνημόνια και να ξεφύγουν από τον «ζυγό» των δανειστών.

Το κόστος με το οποίο δανείζονται από τις αγορές κυμαίνεται κοντά σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, αποδεικνύοντας ότι έχουν ανακτήσει την εμπιστοσύνη των επενδυτών.

Ο δανεισμός με φθηνό επιτόκιο, αλλά και η προσέλκυση επενδύσεων είναι δύο πιθανές απαντήσεις στο αναπτυξιακό ερώτημα που «ταλανίζει» την πολύπαθη Ελλάδα τα τελευταία χρόνια. Και μόνο με την επιστροφή στην ανάπτυξη θα είναι πιο σίγουρος ο δρόμος προς την έξοδο από το μνημόνιο.