Από την έντυπη έκδοση
Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Από χρόνια τώρα επαναλαμβάνουμε ότι η ελληνική βιομηχανία ειδών διατροφής είναι και υγιής και ελπιδοφόρος παραγωγικός κλάδος, με ποικίλες προεκτάσεις.
Κατά συνέπεια, σε μια εποχή όπου πανδημία του κορονοϊού προκαλεί σοβαρές απώλειες εσόδων σε δραστηριότητες όπως ο τουρισμός, οι ψυχαγωγικές υπηρεσίες και άλλους κλάδους, η ανάγκη να τονωθεί η εξωστρέφεια της οικονομίας μας σε παραγωγικό επίπεδο είναι πλέον ζωτική. Έτσι, τα τρόφιμα – ποτά μπορούν να γίνουν η ατμομηχανή αυτής της προσπάθειας. Και τα μέχρι σήμερα δεδομένα των εξαγωγών επιβεβαιώνουν τη δυνατότητα αυτή, αρκεί βέβαια να γίνουν οι απαραίτητες ενέργειες και προωθητικές κινήσεις. Ίσως δε στην παρούσα φάση αυτό να είναι το πιο δύσκολο, γιατί η πανδημία είναι πάντα παρούσα και κανείς δεν μπορεί να πει πότε θα εκλείψει.
Σε κάθε περίπτωση όμως η παραγωγή τροφίμων θα είναι μια ζωτική παραγωγική δραστηριότητα, καθ’ όσον είναι άμεση η σύνδεσή της και με την πρωτογενή παραγωγή, ήτοι τη γεωργία. Ας δούμε όμως ποια είναι η σημερινή θέση των εξαγωγών τροφίμων και ποτών στο σύνολο των ελληνικών εξαγωγικών επιδόσεων.
Από τα στοιχεία του Συνδέσμου Εξαγωγέων Βορείου Ελλάδος μαθαίνουμε ότι το 2018 η Ελλάδα πέτυχε να έχει συνολικές εξαγωγές ύψους 33,4 δισ. ευρώ, από τις οποίες 5,5 δισ. ευρώ ήταν τρόφιμα και κρασιά. Αναφορικά δε με τα είδη διατροφής, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η χώρα μας σε παγκόσμιο επίπεδο είναι δεύτερη στην παραγωγή ελαιόλαδου και τρίτη στην παραγωγή πρόβειου γάλατος. Επίσης, τη χρονιά που πέρασε έναντι του 2018, οι ελληνικές εξαγωγές τροφίμων – ποτών αυξήθηκαν κατά 347 εκατ. ευρώ, που σημαίνει σχεδόν 7% άνοδο σε περίοδο κρίσης.
Ας σημειωθεί επίσης ότι πάνω από 75%των εξαγωγών τροφίμων απορροφά η ευρωπαϊκή αγορά, που σημαίνει ότι αναπτυξιακές προοπτικές μπορούν να υπάρξουν και σε άλλες εκτός Ε.Ε. περιοχές.
Όσον αφορά τις κυριότερες κατηγορίες προϊόντων που εξάγει η Ελλάδα, αυτά είναι τα παρασκευάσματα λαχανικών και φρούτων με σημαντικό μερίδιο 19,5%, οι καρποί και τα νωπά φρούτα (16,6%), τα λίπη και έλαια (13,2%), τα ψάρια (12,6%) και τα γαλακτοκομικά προϊόντα με μερίδιο 12,3%.
Σήμερα λοιπόν οι εξαγωγές τροφίμων – ποτών καλύπτουν το 17% του συνόλου των ελληνικών εξαγωγών και κατέχουν τη δεύτερη θέση μετά τα καύσιμα. Κατά το 2019 υπήρξε επίσης και υποκατάσταση εισαγωγών, γεγονός που προσθέτει βάρος στον κλάδο. Ωστόσο η επίδοση αυτή μπορεί να βελτιωθεί, αν βέβαια δημιουργηθούν οι απαραίτητες προϋποθέσεις, ώστε η ελληνική παραγωγή να μπει και να παγιώσει τη θέση της σε μεγάλα δίκτυα διανομής του εξωτερικού. Για να επιτευχθεί όμως ένας τέτοιος στόχος, οι εξαγωγικές επιχειρήσεις πριν απ’ όλα θα πρέπει να μεγαλώσουν τα μεγέθη τους και ως εκ τούτου να διευρύνουν την παραγωγική τους βάση.
Δεν είναι πολύ δύσκολο να γίνει αντιληπτό από την πλειονότητα των Ελλήνων εξαγωγέων ότι όσο μεγαλώνουν και διευρύνονται οι αγορές, το ίδιο πρέπει να γίνεται και στο επίπεδο των επιχειρήσεων. Επιχειρήσεις-νάνοι δεν μπορούν να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις αγορών-γιγάντων. Στη βάση της λογικής αυτής, ένα προϊόν για να γίνει γνωστό και μόνο χρειάζεται σοβαρές επικοινωνιακές επενδύσεις, που είναι αδύνατον να γίνουν από «νανοεταιρείες».
Στην εποχή της τεχνητής νοημοσύνης και του διαδικτυακού ωκεανού, η εξωστρέφεια θέλει άλλες τεχνικές από αυτές που κάποιοι είχαν γνωρίσει πριν από 70 και πλέον χρόνια.
Πέρα από τις συνθήκες των αγορών και τις προσβάσεις σε αυτές, ουσιαστικές είναι οι αλλαγές και στο επίπεδο των καταναλωτών. Οι τελευταίοι αλλάζουν με μεγάλη ταχύτητα, για τον πολύ απλό λόγο ότι πλέουν σ’ έναν ωκεανό πληροφοριών και επιρροών που εκ των πραγμάτων μεταβάλλουν ήθη και συμπεριφορές.
Στο σημερινό περιβάλλον των κοινωνικών δικτύων και της ραγδαίας ψηφιοποίησης, ο επιχειρηματίας, αλλά και κάθε στέλεχος μιας επιχείρησης, θα πρέπει να αναρωτιέται σε ποιο βαθμό οι νέες συνθήκες αλλάζουν το περιερχόμενο και τους τρόπους πληροφόρησης των καταναλωτών. Είναι δε σαφές ότι στη σημερινή συγκυρία είτε αυτό αρέσει είτε όχι στους «μαρκετίερς» η εξουσία μετατοπίζεται σταδιακά προς την πλευρά των καταναλωτών, η πιστότητα των οποίων γίνεται όλο και πιο ακριβή.
Η εποχή των πλατφορμών δημιουργεί συνθήκες αβεβαιότητας σε όλα τα επίπεδα και ειδικότερα επηρεάζει αποφάσεις αγορών ειδών διατροφής.
Υπό τις συνθήκες αυτές, η ελληνική βιομηχανία ειδών διατροφής, όπως υπογραμμίζει ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Τροφίμων (ΣΕΒΤ) Ευάγγελος Καλούσης, έχει ανάγκη από ένα σταθερό επιχειρηματικό περιβάλλον, ευνοϊκό προς τις επενδύσεις και προωθητικό της καινοτομίας. Η έρευνα και η ανάπτυξη, λέει ο πρόεδρος του ΣΕΒΤ, αποτελούν πυλώνες προόδου για τον κλάδο και εργαλείο αύξησης της απασχόλησης και τόνωσης της εξωστρέφειας.