Από την έντυπη έκδοση
Της Έφης Τριήρη
[email protected]
Το νούμερο του 1 τρισ. ευρώ δεν φαίνεται να είναι πλέον αρκετό για τον διοικητή της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι, ο οποίος ανεβάζει τον πήχη του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης και «βουτά» στα 7 τρισ. ευρώ της αγοράς εταιρικών ομολόγων της Ευρωζώνης. Εγχείρημα πολλά υποσχόμενο.
Το αποτέλεσμά του, όμως, αβέβαιο, καθώς ήδη έχουν επιστρατευθεί πολλά «όπλα» για την τόνωση της ανάπτυξης και του πληθωρισμού στην Ευρωζώνη, χωρίς επιτυχία.
Η ΕΚΤ θα αγοράζει από σήμερα εταιρικά ομόλογα σε ευρώ υψηλής διαβάθμισης, εξαιρουμένων των τραπεζών, με ωρίμανση από έξι μήνες έως 30 έτη, αρχίζοντας από μεγάλες επιχειρήσεις για να φθάσει και στις μικρότερες, που είναι και ο βασικός της στόχος. Πρόθεση της ΕΚΤ είναι να τονώσει την Ευρωζώνη χρηματοδοτώντας απευθείας εταιρείες.
Ο άμεσος αντίκτυπος της ανακοίνωσης των μέτρων ήταν να στείλει τις ομολογιακές αποδόσεις ακόμα χαμηλότερα και πολλές μεγάλες εταιρείες να προσφέρουν νέες εκδόσεις ομολόγων για να εκμεταλλευτούν το χαμηλό κόστος δανεισμού.
Μόνο τον Μάιο εκδόθηκαν εταιρικά ομόλογα σε ευρώ αξίας άνω των 50 δισ. ευρώ, αποτελώντας τον δεύτερο πιο δραστήριο μήνα μέχρι σήμερα, ενώ τον τελευταίο καιρό παρατηρούνται τεράστιες εισροές προς ομολογιακά αμοιβαία υψηλής αξιολόγησης.
Το θέμα όμως είναι ότι μόνο μεγάλες ευρωπαϊκές εταιρείες έχουν συνήθως πρόσβαση στις αγορές ομολόγων, οι οποίες δεν δυσκολεύονται να χρηματοδοτηθούν.
Επιπλέον, το κόστος δανεισμού είχε υποχωρήσει σημαντικά αμέσως μετά την ανακοίνωση του νέου μέτρου τον Μάρτιο, κατά συνέπεια τα περιθώρια περαιτέρω αποκλιμάκωσης είναι πεπερασμένα.
Το ερώτημα για την κεντρική τράπεζα είναι εάν μπορεί να βοηθήσει στη μείωση του κόστους χρηματοδότησης για τις μικρότερες εταιρείες.
Αναλυτές υποστηρίζουν όμως ότι μπορούν να επωφεληθούν δυσανάλογα από την πτώση στο κόστος δανεισμού.
Επιπλέον, μπορεί να βάλει σε πειρασμό μεγαλύτερες ευρωπαϊκές εταιρείες να εκδώσουν περισσότερο φθηνό χρέος για να χρηματοδοτήσουν εξαγορές και συγχωνεύσεις ή επαναγορές μετοχών.
Μια ανησυχία για τους επενδυτές είναι ότι το εγχείρημα ενδέχεται να ρουφήξει όλη τη ρευστότητα στην αγορά, υπονομεύοντας τη δυνατότητά τους για συναλλαγές στη δευτερογενή αγορά.
Και αυτό εγκυμονεί νέους κινδύνους, προειδοποιούν αναλυτές, καθώς θα μπορούσε να πυροδοτήσει συστημική χρηματοοικονομική κρίση, στην περίπτωση που η αγορά στραφεί αρνητικά.
Ερωτηματικά δημιουργεί και το γεγονός ότι οι διαμορφωτές νομισματικής πολιτικής της Ευρωζώνης δεν έχουν ξεκαθαρίσει την ποσότητα εταιρικού χρέους που θα αγοράσουν, συνεπώς μία μικρότερη αναλογία θα μπορούσε να προκαλέσει ρευστοποιήσεις.
Και με τις αποδόσεις να έχουν υποχωρήσει σε τόσο χαμηλά επίπεδα, τραπεζικοί κύκλοι διερωτώνται εάν οι επενδυτές θα συνεχίσουν να είναι πρόθυμοι να πληρώνουν επιχειρήσεις για να τους δανείζουν χρήματα.
«Μην περιμένετε λοιπόν και πάρα πολλά… από πλευράς όγκου αγορών αλλά και μείωσης κόστους δανεισμού» είναι το «μότο» της αγοράς… Εάν, πάλι, υπάρξουν θετικές εκπλήξεις… τόσο το καλύτερο.