Η σύσταση και λειτουργία του Ταμείου Εγγυοδοσίας δημιούργησε αισιοδοξία και μεγάλες προσδοκίες σε ολόκληρη την αγορά. Ιδίως στη συγκυρία της κρίσης, υπάρχει η ελπίδα ότι θα λειτουργήσει ως ένας πάροχος ρευστότητας προς τις πιεζόμενες ΜμΕ επιχειρήσεις. Παρά ταύτα, οι αυστηροί όροι χορήγησης των νέων δανείων εξυπηρετούν στη συντριπτική τους πλειοψηφία τις μεγάλες και όχι τις πολύ μικρές και ΜμΕ επιχειρήσεις, σε αντίθεση με τις περί αντιθέτου διαβεβαιώσεις – ότι δηλαδή θα ευνοούνται τόσο οι μικρές όσο και οι μεγάλες επιχειρήσεις.
Πρόκειται για μία μεγάλη στρέβλωση που ανατρέπει τον αρχικό προσανατολισμό του Ταμείου. Στο πλαίσιο αυτό, υπάρχουν τέσσερα σημεία στα οποία στέκεται η ΕΣΕΕ και τα οποία συνιστούν πηγές προβλημάτων.
Το πρώτο αφορά το τελικό ύψος των κρατικών εγγυήσεων και τα πραγματικά επιτόκια δανεισμού. Η εγγύηση του ελληνικού Δημοσίου (ΤΕΕ – Ταμείο Εγγυοδοσίας Επιχειρήσεων) επί του συνολικού χορηγηθέντος δανείου θα είναι τελικά πολύ μικρότερης εμβέλειας, περίπου στο 1/3 του συνολικού ποσού του δανείου. Αυτό συμβαίνει γιατί προβλέπεται ανώτατο όριο 40% στο ύψος της ζημιάς που θα μπορεί να αναλάβει η Αναπτυξιακή Τράπεζα επί του συνολικού χαρτοφυλακίου δανείων ΜμΕ κάθε τράπεζας (το 40% του 80% = 32%). Αποτέλεσμα αυτού είναι οι τράπεζες να ζητάνε υψηλά collaterals/εξασφαλίσεις, ενώ ως άμεσο απότοκο της εν λόγω εξέλιξης θα είναι τα ιδιαίτερα υψηλά επιτόκια. Μάλιστα, τα πιστωτικά ιδρύματα εξετάζουν την παροχή από τη μεριά του δανειολήπτη εγχρήματης εξασφάλισης, η οποία σε συνδυασμό με την κρατική εγγύηση θα καλύπτουν το συνολικό ή το μεγαλύτερο μέρος του προς χορήγηση δανείου.
Το δεύτερο σχετίζεται με την πρόβλεψη ότι η χορήγηση νέων δανείων σε επιχειρήσεις που επλήγησαν από τις επιπτώσεις της πανδημίας θα γίνεται υπό την αίρεση ότι αυτές θα είναι χρηματοοικονομικά υγιείς. Η συγκεκριμένη προϋπόθεση πέραν της γενικής της περιγραφής και της ασάφειας με την οποία έχει αποτυπωθεί, εμπεριέχει μία δομική αντίφαση: Πώς είναι δυνατόν σχεδόν η ολότητα των επιχειρήσεων που θα υποβάλλουν αίτηση χορήγησης δανείου με κρατική εγγύηση και με δεδομένο τον εκτροχιασμό της λειτουργίας τους από τα μέσα Μαρτίου και μετά, να είναι ταυτόχρονα και χρηματοοικονομικά υγιείς; Εξυπακούεται πως για να ζητά μία εταιρεία δανειοδότηση, έχουν επιδεινωθεί βασικά οικονομικά της μεγέθη, τα οποία πριν από το ξέσπασμα της υγειονομικής κρίσης θα ήταν σίγουρα σε καλύτερη κατάσταση. Συνεπώς, μία υγιής προ του κορονοϊού επιχείρηση είναι πολύ πιθανό να έχει καταστεί ασυνεπής και οικονομικά μη βιώσιμη. Επίσης, η υγεία μίας επιχείρησης δεν θα πρέπει να διαπιστώνεται αποκλειστικά και μόνο μέσω χρηματοοικονομικών δεικτών, αλλά και από λοιπές παραμέτρους (Business plan, συνέπεια σε υποχρεώσεις, απασχόληση προσωπικού, εξαγωγικός προσανατολισμός, επενδύσεις σε ψηφιακό μετασχηματισμό και καινοτομία κ.ά.).
Το τρίτο αναφέρεται στο ότι η εκταμίευση του ποσού θα γίνεται εφόσον η επιχείρηση θα είναι φορολογικά και ασφαλιστικά ενήμερη, θα διαθέτει δηλαδή τα σχετικά αποδεικτικά, ενώ οι τράπεζες θα πρέπει να πιεστούν προκειμένου να αποδέχονται και τις βεβαιώσεις οφειλών προς ΔΟΥ και τον e – ΕΦΚΑ, εφόσον βεβαίως αυτές τηρούνται κανονικά από τους υπόχρεους. Η χορήγηση χρονικής παράτασης στη διευθέτηση ασφαλιστικών και φορολογικών υποχρεώσεων γεννά τα εξής προβλήματα: α) Ευμεταβλητότητα νομοθετικού πλαισίου και μεγάλες χρονικές καθυστερήσεις στην έκδοση αποδεικτικών ασφαλιστικής και φορολογικής ενημερότητας. β) Δεδομένου του ήδη υπέρογκου αριθμού δικαιολογητικών που απαιτούσε πριν απο την πανδημία η έκδοση της ασφαλιστικής ενημερότητας, εκτιμάται πως οι γραφειοκρατικές διαδικασίες θα ενταθούν κάτω από τις ειδικές συνθήκες που διανύουμε, τουλάχιστον μέχρι να απλοποιηθεί η ήδη εξαγγελθείσα από πλευράς κυβέρνησης πρόθεση για απλοποίηση της διαδικασίας έκδοσης ασφαλιστικής ενημερότητας (στα ήδη εφαρμοζόμενα πρότυπα της αντίστοιχης φορολογικής). γ) Εντοπίζονται μεγάλες καθυστερήσεις και λάθη στην έκδοση των αποδεικτικών, καθώς τα λογισμικά προγράμματα ή ακόμα και ο σχεδιασμός των ηλεκτρονικών πλατφορμών είναι ανεπαρκής.
Ως προς το τελευταίο σημείο, προβλέπονται, πέραν των τυπικών κριτηρίων συμμετοχής για όλες τις επιχειρήσεις, επιπλέον κριτήρια, τα οποία θα υποδεικνύονται και στην ουσία θα καθορίζονται από τις τράπεζες. Η πρόβλεψη αυτή συνιστά έναν μη αντικειμενικό παράγοντα, όσον αφορά στην επιλεξιμότητα της εκάστοτε επιχείρησης από το συνεργαζόμενο πιστωτικό ίδρυμα. Με αυτό τον τρόπο, οι επιχειρήσεις εξαρτώνται από τις τράπεζες, οι οποίες θα έχουν πλέον την απόλυτη δικαιοδοσία επιλογής των δικαιούχων, από τη στιγμή που μία επιχείρηση ακόμη και να πληροί τα τυπικά προαπαιτούμενα δανειοδότησης είναι πιθανό να απορρίπτεται η αίτησή της λόγω των διαφορετικών, υιοθετούμενων από κάθε πιστωτικό ίδρυμα, «τραπεζικών κριτηρίων αξιολόγησης» (πιστοληπτικά κριτήρια, πρότερη συναλλακτική συμπεριφορά δανειολήπτη, διαφορετικό επίπεδο κινδύνου κάθε επιχείρησης βάσει του οικονομικού κλάδου που δραστηριοποιείται). Η προαναφερθείσα πολυκριτηριακή και μη ομογενοποιημένη αξιολόγηση ενέχει τον κίνδυνο άνισης αντιμετώπισης των δικαιούχων και εμπέδωσης συνθηκών αθέμιτου ανταγωνισμού.
Εν κατακλείδι, είναι αναγκαίο να υπάρξουν οι κατάλληλες παρεμβάσεις για να ενισχυθεί η δανειοδότηση των ΜμΕ επιχειρήσεων. Είναι απογοητευτικό να έχει δημιουργηθεί ένα τέτοιο εργαλείο, το οποίο να μην ανταποκρίνεται στις ανάγκες των κατεξοχήν πληττόμενων από την κρίση του κορονοϊού. Δεν είναι απλά ένα ζήτημα διευκόλυνσης της επιχειρηματικής λειτουργίας, είναι ζήτημα επιβίωσης της ΜμΕ επιχείρησης.