Του Αθ. Χ. Παπανδρόπουλου
Ο κεμαλισμός επιβλήθηκε από τον «πατέρα των Τούρκων» στη διάρκεια της δεκαετίας του 1930, με τη βία και ως συνέχεια της κατάργησης του χαλιφάτου το 1924 από τον Κεμάλ Ατατούρκ. Αυτός εξάλλου σφυρηλάτησε ένα έθνος – κράτος, από τις στάχτες μιας καταρρακωμένης αυτοκρατορίας, το οποίο ίσως και να μην είχε τη σημερινή του μορφή χωρίς τα μπαούλα με χρυσό του Λένιν. Μονοκομματικό και συγκεντρωτικό, το κεμαλικό καθεστώς για να επιβιώσει τότε άνοιξε πολλές πόρτες στη δυτική νεωτερικότητα, πλην όμως παρέμενε και μουσουλμανικό, ιδιαίτερα στις περιοχές της βαθιάς Τουρκίας.
Η κατάσταση αλλάζει όμως και ο ηγέτης της αλλαγής αυτής είναι ο σημερινός πρόεδρος της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, τα «οράματα» του οποίου κάθε άλλο παρά ουτοπικά είναι. Γι’ αυτό σημαντικό είναι να δει κανείς ποιος είναι ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και τι είναι ικανός να κάνει.
Κατά τον Τούρκο συγγραφέα και τακτικό αρθρογράφο της επιθεώρησης «Foreign Affairs» Καγιά Γκεντς, «ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν είναι ο πιο αινιγματικός πολιτικός που αναδύθηκε στην 96χρονη ιστορία της Τουρκίας. Είναι πολωτικός και δημοφιλής, αυταρχικός και πατρικός, υπολογιστής και ασαφής.
Η ιδεολογία του Ερντογάν μετατοπίζεται κάθε λίγα χρόνια και φαίνεται να συνθέτει τον δικό του οδικό χάρτη καθώς προχωράει. Είναι ευέξαπτος: Αρπάζει πακέτα τσιγάρων από πολίτες για να προσπαθήσει να τους αναγκάσει να κόψουν το κάπνισμα, κατσαδιάζει δημοσιογράφους που του απευθύνουν δύσκολες ερωτήσεις, και κάποτε έφυγε από τη σκηνή μετά από μια θυμωμένη ανταλλαγή λόγων με τον Ισραηλινό πρόεδρο στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ στο Νταβός.
Αλλά μπορεί επίσης να είναι εξαιρετικά υπομονετικός. Του πήρε 16 χρόνια για να σφυρηλατήσει αυτό που αποκάλεσε η “νέα Τουρκία”, μια οικονομικά αυτοδύναμη χώρα με περιθωριοποιημένη αντιπολίτευση και υποτακτικό Τύπο. Ο Ερντογάν έχει μετατρέψει τη λαϊκή του εντολή σε εξουσία και έχει χρησιμοποιήσει αυτήν την εξουσία για να επαναπροσδιορίσει τις σχέσεις της Τουρκίας με τον υπόλοιπο κόσμο. Έχει επεκτείνει την τουρκική επιρροή στη Συρία και στο βόρειο Ιράκ και έχει μετατοπίσει την Τουρκία -μέλος του NATO- προς την Κίνα, το Ιράν και τη Ρωσία. Η χρήση της εξουσίας του έχει επίσης δημιουργήσει διαφωνίες μεταξύ των φεμινιστών, των αριστερών και της κοσμικής μεσαίας τάξης.
Στη θητεία του Ερντογάν, η Τουρκία έχει γίνει η μεγαλύτερη φυλακή για δημοσιογράφους παγκοσμίως. Φυλακίζονται επίσης κινηματογραφιστές, μυθιστοριογράφοι, φωτογράφοι και ακαδημαϊκοί. Η Τουρκία έχει απαγορεύσει τις πορείες των γκέι και τρανσέξουαλ από το 2015». Γεννημένος το 1954 στην Κασίμπασα, μια σκληρή συνοικία της Κωνσταντινούπολης, γιος του καπετάνιου του πορθμείου, ο Ερντογάν από την ηλικία των 15 ετών «γοητεύτηκε» από τις αντιδυτικές ιδέες του ισλαμιστή πολιτικού Νετσμετίν Ερμπακάν και έφηβος προσχώρησε στη Νεολαία του κόμματός του, της Εθνικής Σωτηρίας.
Υπενθυμίζουμε ότι το κόμμα του Ερμπακάν είχε ταχθεί υπέρ της ισλαμικής επανάστασης στο Ιράν, ήταν υπέρ της διακοπής των σχέσεων της Τουρκίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση και ο πρόεδρος του αποκαλούσε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και τον ΟΟΣΑ «νέους σταυροφόρους της Δύσης».
Από την πλευρά του, ο Ερντογάν, μετά τη στρατιωτική του θητεία, για ένα διάστημα εργάστηκε ως στέλεχος σε εργοστάσιο λουκάνικων, σύντομα όμως οι φίλοι του ισλαμιστές τον κάλεσαν να εργαστεί με πλήρες ωράριο στο Κόμμα της Ευημερίας που στο μεταξύ είχε ιδρύσει ο Ερμπακάν, μετά την απαγόρευση του αρχικού ΕΚΣ. Ως ο επαρχιακός ηγέτης του κόμματος στην Κωνσταντινούπολη, ο Ερντογάν έκανε ομιλίες κατά της «φαύλης νέας παγκόσμιας τάξης», διαμαρτυρόταν για τον πόλεμο του Κόλπου και υπερασπιζόταν τα έκτροπα των ισλαμικών ανταρτικών ομάδων στον αλγερινό εμφύλιο πόλεμο.
Με άλλα λόγια ήταν υπέρ των σφαγών του FIS και των τρομοκρατικών του χτυπημάτων. Με βάση λοιπόν μια σειρά εμπρηστικών εκδηλώσεων, το 1998, το ανώτατο δικαστήριο της Τουρκίας έκλεισε το Κόμμα της Ευημερίας και έπειτα από μια φλογερή ομιλία σε μια συγκέντρωση, ο Ερντογάν κατηγορήθηκε για υποκίνηση μίσους και καταδικάστηκε σε δέκα μήνες φυλάκισης. Το νομικό στίγμα, το οποίο ο δικαστής σχεδίαζε ως τρόπο για να τερματίσει την καριέρα του, μεγιστοποίησε τη δημοτικότητα του Ερντογάν, αφού οι θρησκευόμενοι Τούρκοι τον θεωρούσαν ως τη φωνή τους, την οποία το κράτος θέλησε να σιωπήσει.
Όταν βγήκε από τη φυλακή, ο Ερντογάν ήταν έτοιμος να ακολουθήσει την πορεία προς την εξουσία. Μια πορεία που ολοκληρώθηκε με την άνοδο του στην προεδρία της χώρας του και με την πρόθεσή του να εξισλαμίσει πλήρως την τουρκική κοινωνία, χωρίς όμως να την απομακρύνει οριστικά από τη Δύση. Αυτό το στοίχημα του Ερντογάν κρύβει πολλούς κινδύνους για την Ελλάδα, η οποία όσο πιο πολύ δένεται με τη Δύση τόσο μεγαλώνουν τα προβλήματα του Τούρκου ηγέτη. Υπ’ αυτή την έννοια πολλές από τις κινήσεις της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής είναι εξαιρετικά πετυχημένες και στην ουσία αποτελούν ασπίδα για τη χώρα.