Από την έντυπη έκδοση
Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Ήταν τέλη τού 1989 και ο Οργανισμός Προωθήσεως Εξαγωγών (ΟΠΕ), με πρωτοβουλία του δρα Γιάννη Κριτσωτάκη, τότε διευθυντή Επιμορφώσεως, με είχε προσκαλέσει στις Σέρρες για να μιλήσω για το «Εξαγωγικό μάρκετινγκ αγροτικών προϊόντων».
Επρόκειτο για μία επιδοτούμενη από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκδήλωση, που σκοπό είχε τη βοήθεια προς τη χώρα μας να αναβαθμίσει και να καταστήσει περισσότερο εξωστρεφή την αγροτική της παραγωγή. Στην αίθουσα του Επιμελητηρίου Σερρών η προσέλευση δεν ξεπερνούσε τα 20 άτομα, από τα οποία τα μισά ήταν εκπρόσωποι συνδικαλιστικών φορέων και των αρχών της πόλης. Έπειτα από 45 λεπτά παρουσιάσεως των σύγχρονων τάσεων στο αγροτικό μάρκετινγκ και την εξαγωγική του διάσταση, δέχθηκα τέσσερις ερωτήσεις, άσχετες με το αντικείμενο της παρουσιάσεως και σχετικές με τις γεωργικές επιδοτήσεις του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου.
Αντί απαντήσεως στα ερωτήματα αυτά, υπέβαλα μία δική μου ερώτηση στο ακροατήριο. Αναρωτήθηκα μήπως η παρουσίασή μου ήταν τόσο κακή ώστε κανείς δεν κατάλαβε τίποτε. «Αν αυτό συμβαίνει, ζητώ συγγνώμη τόσον από εσάς όσο και από τον ΟΠΕ που μού έκανε την τιμή να με καλέσει», είπα. «Μα τί λέτε κύριε», απάντησε ένας από τους συμμετέχοντες. «Ήταν πολύ καλή και χρηστική η παρουσίασή σας. Μόνο που δεν μάς αφορά. Τι να το κάνουμε εμείς το μάρκετινγκ; Επιδοτούμενα προϊόντα παράγουμε… Τα μάρκετινγκ και όλα αυτά τα θεωρητικά είναι για… τους άλλους». Και επειδή «όλα αυτά είναι για τους άλλους», ο συνεταιριστής που μάς είπε αυτή την ωμή αλήθεια, μετά την πτώχευση του συνεταιρισμού στον οποίο ήταν στέλεχος, είχε την εντιμότητα να μάς στείλει μία επιστολή η οποία κλείνει με τη ρήση «στερνή μου γνώση να σ’ είχα πρώτα».
Γιατί, όμως, αυτή η προσωπική αναφορά; Πρώτον, για να γίνει αντιληπτό με απλά λόγια γιατί η αγροτική Ελλάδα είναι τελευταία σε εξαγωγές στη γεωργική Ευρώπη – και με πολύ μεγάλη διαφορά από τους άλλους εταίρους της. Δεύτερον, για να υπογραμμίσουμε ότι ο αγροτικός τομέας της χώρας, παρά τα μύρια όσα διαρθρωτικά του προβλήματα και τις μεγάλες του ανεπάρκειες σε επίπεδο συμπεριφορών, έχει τεράστιες προοπτικές και μπορεί να καταστεί ζωτικός παραγωγός προστιθέμενων αξιών για την ελληνική οικονομία. Πρέπει, όμως, οι Έλληνες αγρότες -χθες, όχι αύριο- να παύσουν να είναι δημόσιοι υπάλληλοι.
Θα πρέπει κάποιος να τούς πει ξεκάθαρα ότι η επιδοτούμενη γεωργία «πάει για βρούβες» και ότι η αγροτική παραγωγή του παρόντος και του μέλλοντος δεν πραγματοποιείται μετά πρέφας και πόκας στο καφενείο ή αλλού. Είναι επίσης ανάγκη να πληροφορηθούν οι κρατικοδίαιτοι αγρότες ότι εξαγωγές σημαίνει οργάνωση, συνέπεια, ποιότητα, πρωτοτυπία, μάρκετινγκ σε βάθος, γλωσσομάθεια και σεβασμός προς έναν πολύ δύσκολο και απαιτητικό καταναλωτή.
Οι εύκολες χύδην εξαγωγές ελαιόλαδου προς την Ιταλία και αλλού πρέπει να σταματήσουν. Όχι μόνον δεν προσφέρουν τίποτε στη χώρα από οικονομικής πλευράς, αλλά αποτελούν και ντροπή γι’ αυτήν. Διότι είναι ντροπή το ελληνικό ελαιόλαδο να πωλείται 2 ευρώ στην Ιταλία και οι εξαγωγείς της τελευταίας να το πωλούν, καταλλήλως συσκευασμένο, 15-20 ευρώ. Με άλλα λόγια, είναι ντροπή οι γείτονές μας να εφαρμόζουν τις αρχές του σύγχρονου μάρκετινγκ δημιουργώντας υψηλές προστιθέμενες αξίες και εμείς να περιμένουμε κοινοτικές επιδοτήσεις χαρτοπαίζοντας στα καφενεία.
Η κατάσταση αυτή δεν πάει άλλο. Η χώρα μας δεν θα δει ποτέ ανάπτυξη αν μεγάλα και επιδοτούμενα από το κράτος τμήματα του πληθυσμού της δεν καταλάβουν ότι το επιχειρείν έχει μεγάλες απαιτήσεις. Η δε αναγέννηση του αγροτικού επιχειρείν αποτελεί για τη χώρα μας κρυφή αλλά γόνιμη ελπίδα.
Σε παγκόσμιο επίπεδο, τα τελευταία χρόνια, η υιοθέτηση μεθόδων ελεύθερης αγοράς από χώρες με αυταρχικά καθεστώτα, όπως η Κίνα, ανεβάζει τα βιοτικά επίπεδα αλλά και την παγκόσμια ζήτηση αγροτικών ειδών και προϊόντων διατροφής. Σε έναν πλανήτη που οδεύει προς τα 8 δισεκατομμύρια ψυχές, ο αγροδιατροφικός τομέας θα αποκτά όλο και μεγαλύτερη σημασία. Συνεπώς, αν η ελληνική γεωργία θέλει να επιβιώσει, αλλά και να αναπτυχθεί, πρέπει να παρακολουθεί από κοντά τις παρατηρούμενες εξελίξεις και να τις αναλύει κατά περίπτωση. Είναι δε σαφές ότι άμεση παρακολούθηση θέλουν και οι τεχνολογικές εξελίξεις που σημειώνονται στον αγροτικό τομέα, που είναι κατακλυσμιαίες. Όμως, και στις εξελίξεις αυτές, η χώρα μας παραμένει ουραγός – όχι μόνον στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά και σε ευρύτερο διεθνές επίπεδο.
Εν τούτοις, υπάρχουν ακόμα οι προϋποθέσεις για να διορθωθούν παραλείψεις του παρελθόντος και να γίνουν σωστές επιλογές. Ταχύτατα, όμως, διότι οι όποιες προσπάθειες συστηματικής και αποτελεσματικής ενίσχυσης της αγροτικής οικονομίας δεν αποδίδουν αυθημερόν. Απαιτούν χρόνο και συστηματική εργασία, κυρίως δε υπαγορεύουν σοβαρές διαρθρωτικές επιλογές. Και αυτές οι τελευταίες δεν μπορούν να γίνουν με νοοτροπίες και συμπεριφορές του παρελθόντος, που εν τέλει είναι αυτές της χρεοκοπίας…