Από την έντυπη έκδοση
Του Βασίλη Κωστούλα
[email protected]
Το μνημόνιο είχε δύο σκέλη. Την επώδυνη δημοσιονομική εξυγίανση και τις διαρθρωτικές αλλαγές που θα εξισορροπούσαν το κόστος της προσαρμογής δημιουργώντας δυναμική ανάπτυξης.
Το ελληνικό πολιτικό σύστημα επέλεξε να επικοινωνήσει ως μεταρρύθμιση τον «πρωταθλητισμό» στους φόρους. Αυτό δεν αναιρεί την υπαιτιότητα των θεσμών που φέρουν την ευθύνη εποπτείας του προγράμματος. Το αποτέλεσμα είναι καταστροφικό για την Ελλάδα και καθόλου τιμητικό για την Ευρωζώνη.
Στο δημοσιονομικό σκέλος ουδείς συζητεί την περικοπή δαπανών που θα απέτρεπε την επιβολή φόρων. Ακόμη και σήμερα συντηρούνται υπηρεσίες – «φαντάσματα» που δεν γνωρίζουμε καν. Περίπου 400 οργανισμοί εκτιμάται ότι πληρώνονται χωρίς να έχουν απογραφεί στη δημόσια αρχή πληρωμής. Προτάσεις περιστολής κρατικών δαπανών, από τις Υπηρεσίες Δημοσιονομικού Ελέγχου, λιμνάζουν στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους. Το «βόλεμα» ημετέρων σε κρατικά πόστα συνεχίζεται απρόσκοπτα και αναξιοκρατικά. Τα νοσοκομεία ξεμένουν από υλικά, αλλά τα Ταμεία χρηματοδοτούν συντάξεις άνω των 2.500 ευρώ σε 55χρονους.
Συγχρόνως, καθυστερούν θεαματικά και τελικά απαξιώνονται οι ιδιωτικοποιήσεις, που όταν γίνονται γρήγορα και αποφασιστικά διασφαλίζουν ζεστό χρήμα για τα κρατικά ταμεία και κυρίως δημιουργούν συνθήκες ανταγωνισμού και μεγέθυνσης στην οικονομία. Άραγε, ποια θα ήταν η απάντηση της ελληνικής κοινωνίας στο ερώτημα τι προτιμά; Περικοπές δαπανών και ιδιωτικοποιήσεις ή φόρους και εισφορές; Να ένα αυθεντικό δίλημμα προς… δημοψήφισμα.
Από το κάδρο της διαπραγμάτευσης απουσιάζουν δε ηχηρά οι θεσμικές παρεμβάσεις που θα καταστήσουν ρεαλιστική την προσέλκυση επενδύσεων. Αυτές αφορούν την περαιτέρω μείωση και τον εξορθολογισμό των διοικητικών βαρών. Επίσης, τη φιλελευθεροποίηση των αγορών για την αποφυγή τόσο κρατικών όσο και ιδιωτικών μονοπωλίων και ολιγοπωλίων.
Η Ελλάδα δεν χρειάζεται φόρους. Χρειάζεται μηχανοργάνωση διαδικασιών και υπηρεσιών, απλό και σταθερό φορολογικό σύστημα, αξιοκρατία στην επιλογή προσωπικού, κυρώσεις αλλά και επιβράβευση των κρατικών λειτουργών κατόπιν αξιολόγησης αποτελεσμάτων, διασύνδεση των πανεπιστημίων με την αγορά εργασίας και διασφάλιση της έγκαιρης απονομής δικαιοσύνης. Στην Ελλάδα ο μέσος όρος επίλυσης διοικητικών διαφορών αγγίζει τις 1.500 ημέρες, καθώς εκκρεμούν πάνω από 400.000 υποθέσεις, που κατατάσσουν τη χώρα στην 4η χειρότερη θέση του ΟΟΣΑ.
Οι θεσμοί, δηλαδή το κουαρτέτο που σημαίνει τρόικα, θα πρέπει να μετατοπίσουν την προσοχή από την κοντόφθαλμη διαχείριση των αριθμών στην εξάλειψη χρόνιων παθογενειών. Είναι αυτό δουλειά τους; Είναι και δουλειά τους. Υπό το πρίσμα άλλωστε της συνοχής του κοινού νομίσματος. Αλλάζει όμως μια χώρα αν δεν θέλει η ίδια; Η ελληνική κοινωνία θέλει να αλλάξει, αλλά δεν ξέρει τον δρόμο. Τον κρύβουν οι δυνάμεις της δημαγωγίας που, ομολογουμένως, με χαρακτηριστική ευκολία της ρίχνουν στάχτη στα μάτια.
Η αποτυχία της Ευρωζώνης στην Ελλάδα δεν είναι αυτή καθαυτή η αδυναμία σταθεροποίησης, αλλά το γεγονός ότι ένα πελατειακό και ως τέτοιο διαπλεκόμενο σύστημα ισχυρίζεται πως εφαρμόζει το δικό της πρόγραμμα. Μήπως τελικά έχει δίκιο;