Skip to main content

«Ο άνθρωπος της πόλης»

Από την έντυπη έκδοση 

Του Σταύρου Καφούνη,
Πρόεδρος του Εμπορικού Συλλόγου Αθηνών, αντιπρόεδρος της ΕΣΕΕ, μέλος του Δ.Σ. του ΕΒΕΑ και υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος με τον συνδυασμό του Κώστα Μπακογιάννη

Σε μια πόλη, στην οποία ζουν, εργάζονται και κινούνται πάνω από 6 εκατομμύρια πολίτες και την επισκέπτονται ταυτόχρονα 5 εκατομμύρια τουρίστες στη διάρκεια ενός χρόνου, αναρωτιέται κάποιος πώς είναι δυνατόν να διαχωριστούν τα σημαντικά ζητήματα που χρήζουν άμεσης βελτίωσης, ώστε να ικανοποιηθούν τόσο οι επιχειρηματίες όσο και οι κάτοικοι και οι επισκέπτες. 

Αυτό είναι όμως απλό, γιατί τα προβλήματα, οι ανάγκες, οι απαιτήσεις και οι προσδοκίες των ανθρώπων στην πόλη είναι κοινά.

Σύμφωνα με μια έρευνα μεταξύ επισκεπτών της Αθήνας, αυτό που υπερτερεί και ξεχωρίζει στην πρωτεύουσα είναι η φιλοξενία, ενώ η πόλη υστερεί στην καθαριότητα, στη διαχείριση του δημόσιου χώρου και στον πολεοδομικό σχεδιασμό.  

Επιπροσθέτως, η πρόσφατη έρευνα του Εμπορικού Συλλόγου Αθηνών κατέγραψε ως σημαντικότερα προβλήματα την ασφάλεια και την καθαριότητα. Οι κάτοικοι εκπέμπουν κραυγές αγωνίας, αφού η καθημερινότητά τους μαστίζεται από την ανομία και την ανασφάλεια που επικρατεί. Αισθάνονται αβοήθητοι σε μια πόλη που μπορεί, αλλά δεν θέλει να τους αγκαλιάσει.  

Συνεπώς, φαίνεται τόσο εύκολο να κατανοήσει κάποιος τις απλές απαιτήσεις όλων των πολιτών κι εξαιρετικά απλό το να ικανοποιηθούν αυτές σε μεγάλο βαθμό, επιλύοντας προβλήματα και βελτιώνοντας δυσάρεστες καταστάσεις. Έτσι γεννιέται η ελπίδα ότι το μέλλον θα είναι καλύτερο από το παρόν. Και μόνο τότε οι κάτοικοι θα κυκλοφορούν ελεύθερα και η επιχειρηματικότητα θα ξεκινήσει να αναπτύσσεται σε πραγματικούς όρους κι όχι σε αποστειρωμένα αριθμητικά μεγέθη, τα οποία εν κατακλείδι δεν αγγίζουν κανέναν.  

Με δεδομένο ότι νόμοι υπάρχουν, αρκεί να τους τηρούμε, ένα οργανωμένο σχέδιο αστυνόμευσης -διότι πάντα λέμε ότι η αστυνομία ξέρει και μπορεί να κάνει τη δουλειά της- θα μπορούσε να ενισχύσει  αμέσως το αίσθημα ασφάλειας των «ανθρώπων της πόλης».

Επιπλέον, επιβάλλεται το αυτονόητο, το να αλλάζουμε τις λάμπες, όταν καίγονται, με την ίδια ταχύτητα που τις αλλάζουμε στο σπίτι μας και φυσικά όπου δεν υπάρχει φως να τοποθετηθεί. Όλοι γνωρίζουμε ότι από μικρά παιδιά, όταν φοβόμαστε, η πρώτη κίνηση που ενστικτωδώς κάνουμε είναι να ανάψουμε το φως. 

Η πόλη μας όμως δεν θα πρέπει να είναι μόνο ασφαλής και φωτισμένη, αλλά και προσβάσιμη. Στόχος μας είναι η δημιουργία χιλιάδων θέσεων στάθμευσης για τα δίκυκλα, απελευθερώνοντας έτσι τα πεζοδρόμια κι επιτρέποντας «στους ανθρώπους της πόλης» να περπατήσουν ανενόχλητα με το καροτσάκι και το παιδάκι τους, αλλά και στους συμπολίτες μας που κινούνται με αμαξίδιο να αισθάνονται ότι μπορούν κι αυτοί να απολαύουν τη δυνατότητα να μετακινούνται ελεύθερα κι αξιοπρεπώς. 

Κι επειδή μιλάμε για την Αθήνα, την πόλη που για αιώνες ζει στη σκιά της Ακρόπολης, θα πρέπει να είναι κι αισθητικά τουλάχιστον ικανοποιητική. 

Ας ξεκινήσουμε, λοιπόν, από τα «graffiti», των οποίων συνήθως παραγνωρίζεται η όποια καλλιτεχνική πλευρά διαθέτουν. Θα μπορούσαν να οριστούν σημεία όπου θα πηγαίνουν νόμιμα νέοι από όλο τον κόσμο και με την «καλλιτεχνική τους φλέβα» θα ομορφαίνουν ολόκληρες γειτονιές. Παθητικά έχουμε παραδώσει την πόλη στη μουτζούρα και την εγκατάλειψη και το χειρότερο είναι ότι ακόμα και μόνος του ο Εμπορικός Σύλλογος Αθηνών που βρήκε ιδιώτη χορηγό -άρα εξασφάλισε μια δωρεάν παροχή- τελικά δεν κατάφερε όσα θα ήθελε, λόγω ασυνεννοησίας και προβληματικής επικοινωνίας μεταξύ των αρμόδιων φορέων.

Λες και ξεχνάμε ότι η αισθητική είναι δείγμα πολιτισμού και το φροντισμένο και καλαίσθητο περιβάλλον πόλος έλξης τουριστών υψηλού οικονομικού επιπέδου. Αυτοί δεν θα τονώσουν απλώς την οικονομία, αλλά θα γίνουν οι καλύτεροι πρεσβευτές της σύγχρονης και φιλικής σε όλους Αθήνας, προσελκύοντας ακόμα περισσότερους επισκέπτες για την επόμενη χρονιά. 

Έτσι επανεκκινείται η οικονομία, έτσι επαναλειτουργούν καταστήματα κι ανοίγουν νέα, έτσι λειτουργούν επιχειρήσεις και γραφεία, έτσι ζωντανεύουν οι δρόμοι και οι γειτονιές.  

Σχηματίζεται εντέλει ένα περιβάλλον το οποίο θα κρατάει τη νέα γενιά στην Ελλάδα και δεν θα την αποδιώχνει σε κάποια χώρα του εξωτερικού, μακριά από την οικογένεια και τους φίλους. 

Τον επιθυμούμε αυτόν τον εισαγόμενο πλούτο, γιατί θα συμβάλει κι αυτός στην επιπλέον βελτίωση της ζωής του «ανθρώπου της πόλης», ο οποίος είναι ο κάτοικος, μεγάλης ή μικρής ηλικίας, ο έμπορος, ο ξενοδόχος, ο τουρίστας, ο φοιτητής… Είναι όλοι εμείς.