Η ανθρωπότητα βρίσκεται αντιμέτωπη με μία πρωτοφανή κρίση. Στις περισσότερες χώρες διεθνώς επιλέχθηκε η αδρανοποίηση της οικονομίας, προκειμένου να προφυλαχθεί το σύστημα υγείας και να σωθούν ανθρώπινες ζωές. Είμαι χαρούμενος που η χώρα μου έκανε το καθήκον της, διαλέγοντας το αυτονόητο. Να βάλει την ανθρώπινη ζωή πάνω από την οικονομία. Μιλάμε, όμως, για δύο μεταβλητές αντιστρόφως ανάλογες. Όσο καλύτερα είναι τα αποτελέσματα στο υγειονομικό σκέλος, τόσο πιο δυσοίωνες είναι οι προβλέψεις για την οικονομία.
Όπως έχει ήδη ειπωθεί σωστά, η πανδημία είναι κρίση προσφοράς και ζήτησης ταυτόχρονα, έχοντας παράλληλα καταστροφικές συνέπειες για τις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας (global value chains). Η κρίση αυτή μπορεί να χαρακτηριστεί ως ασύμμετρη για τους εξής δύο λόγους. Αρχικά, ο ιός δε χτύπησε όλες τις χώρες με την ίδια ένταση. Ορισμένες, όπως η δική μας, έλαβαν εγκαίρως μέτρα και κατάφεραν να περιορίσουν την εξάπλωση, ενώ άλλες όπως η Ισπανία και η Ιταλία, είδαν χιλιάδες ανθρώπους να χάνουν τη ζωή τους. Επιπλέον, δεν έχουν όλες οι χώρες τον ίδιο δημοσιονομικό χώρο και, άρα, την ίδια δυνατότητα να τονώσουν την οικονομία στην παρούσα φάση. Η Ελλάδα και η Ιταλία, παραδείγματος χάρη, έχουν συσσωρεύσει ένα πολύ μεγάλο δημόσιο χρέος, εξαιτίας των ελλειμμάτων προηγούμενων χρόνων. Καθίσταται σαφές, λοιπόν, ότι χρειάζεται μια αντίδραση σε Ευρωπαϊκό επίπεδο, έτσι ώστε να αντιμετωπιστούν όσο το δυνατόν πιο αποτελεσματικά οι επιπτώσεις της πανδημίας στην οικονομία.
Σε εθνικό επίπεδο, οι περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες έχουν ήδη λάβει δημοσιονομικά μέτρα στήριξης της οικονομίας, τα οποία συνεχώς διευρύνονται και ανέρχονται στο 3% του ΑΕΠ της ΕΕ τη στιγμή που γράφεται το άρθρο. Ας δούμε τώρα κάποια μέτρα που έχουν ληφθεί από την Ευρωπαϊκή ηγεσία. Πριν από περίπου ένα μήνα, την 9η Απριλίου, ο πρόεδρος του Eurogroup Μάριο Σεντένο ανακοίνωσε τη σύσταση του “Pandemic Crisis Support” . Πρόκειται για ένα πακέτο ύψους περίπου 240 δις ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στο 2% του ΑΕΠ των Κρατών-Μελών. Το πακέτο αυτό θα είναι διαθέσιμο μέσω του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM), υπό την προϋπόθεση ότι θα χρησιμοποιηθεί σε άμεσες ή έμμεσες δαπάνες υγειονομικού χαρακτήρα. Η ΕΚΤ έχει, εδώ και καιρό, ανακοινώσει το πακέτο των 750 δις έως το Δεκέμβριο αυτού του έτους, με δυνατότητα επέκτασης ανάλογα με την εξέλιξη της πανδημίας. Παρατηρείται, επίσης, μία κλιμακωτή διεύρυνση στα σχήματα παροχής ρευστότητας. Παρ’ όλα αυτά, η τύχη του συγκεκριμένου προγράμματος στήριξης, ίσως επηρεάζεται σημαντικά από τη σημερινή απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας που θέτει περιορισμούς, λόγω μη προηγηθείσης έγκρισης του από το Ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο.
Θα δοθούν, ακόμη, δάνεια ύψους 200 δις από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, με κύριο στόχο τη στήριξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Επιπροσθέτως, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή γνωστοποίησε ότι θα είναι διαθέσιμο ένα πακέτο στήριξης της τάξεως των 100 δις (SURE), το οποίο θα λειτουργήσει ως δίχτυ προστασίας των εργαζομένων και θα βασίζεται, κυρίως, στον Ευρωπαϊκό προϋπολογισμό. Ταυτόχρονα, έχουμε αναστολή του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης (Growth and Stability Pact), κάτι το οποίο επιτρέπει στις χώρες να τονώσουν την οικονομία τους, ακόμα κι αν προκληθούν ελλείμματα. Τέλος, βρίσκονται σε εξέλιξη οι διεργασίες για την εγκαθίδρυση του Ταμείου Ανασυγκρότησης (Recovery Fund), το οποίο ενδέχεται να φτάσει έως και το 1.5 τρις. Τα χρήματα αυτά θα πάνε στους τομείς της οικονομικής δραστηριότητας που επλήγησαν περισσότερο. Παραπάνω λεπτομέρειες παραμένουν προς διευκρίνηση.
Αυτά είναι τα μέτρα, ως επί το πλείστον. Κατά την ταπεινή μου άποψη, δεν είναι αρκετά. Η συντριπτική τους πλειονότητα αφορά δάνεια, τα οποία οδηγούν σε νέο χρέος. Κι αυτό για χώρες όπως η Ελλάδα και η Ιταλία ίσως αποδειχθεί καταστροφικό. Αυτό που χρειάζονται οι χώρες αυτή τη στιγμή δεν είναι νέα δάνεια. Είναι να αναπληρώσουν τα χαμένα έσοδα εξαιτίας του “lockdown” της οικονομίας. Οι προβλέψεις, πάντως, του ΔΝΤ δεν είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικές. Πιο συγκεκριμένα, η ύφεση στην Ιταλία για το 2020 αναμένεται να φτάσει το 9%, ενώ στην Ελλάδα ίσως ξεπεράσει και το 10%. Και με το ΑΕΠ των δύο αυτών χωρών να συρρικνώνεται, ο λόγος Χρέους/ΑΕΠ (Debt to GDP ratio) θα μεγαλώσει ακόμα περισσότερο. Στην περίπτωση της Ιταλίας, το χρέος θα φτάσει περίπου το 156% του ΑΕΠ, με το αντίστοιχο της χώρας μας να σκαρφαλώνει μέχρι και στο 200% του ΑΕΠ.
Το brand name που ονομάζεται “Ελλάδα” βγαίνει ενισχυμένο μέσα από την κρίση. Λήφθηκαν μέτρα εγκαίρως, το σύστημα υγείας ανταποκρίθηκε, οι πολίτες πειθάρχησαν και η εξάπλωση του ιού περιορίστηκε σε μεγάλο βαθμό. Όμως, αυτό δεν είναι αρκετό. Η κυβέρνηση οφείλει να διεκδικήσει οικονομικούς πόρους, ως μία χώρα που προέρχεται από δεκαετή κρίση και παραμένει δημοσιονομικά αδύναμη και η Ευρώπη, από την άλλη, οφείλει να δείξει έμπρακτα την αλληλεγγύη της. Όχι μόνο σε εμάς, αλλά και στις υπόλοιπες χώρες που χρειάζονται στήριξη. Είναι, κατά τη γνώμη μου, κρίσιμο να διεκδικηθούν από την πλευρά της Ελλάδας, μεταβιβάσεις από το Ταμείο Ανασυγκρότησης, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν στις υποδομές υγείας, στις μεταφορές και σε άλλους τομείς.
Ποιο είναι, όμως, εν τέλει το διακύβευμα; Η ίδια η νομισματική ένωση απαντώ εγώ. Κι εξηγούμαι. Σύμφωνα με τις προβλέψεις του ΔΝΤ, το χρέος της Γαλλίας μετά την πανδημία θα φτάσει το 115% του ΑΕΠ της. Αντιθέτως, της Γερμανίας αναμένεται να παραμείνει σε ένα ποσοστό της τάξεως του 68% του ΑΕΠ. Πρόκειται για τις δύο μεγαλύτερες οικονομίες της Ευρωζώνης. Τέτοιες αποκλίσεις αποτελούν εκρηκτικό μίγμα. Γι’ αυτό, λοιπόν, η ΕΕ οφείλει να δράσει αποφασιστικά και, συνάμα, αποτελεσματικά, ώστε να εξασφαλίσει τη συνοχή της νομισματικής ένωσης. Το τι μέλλει γενέσθαι δεν το γνωρίζει κανείς. Οψόμεθα…