Skip to main content

Οταν χάνεται η ουσία…

Από την έντυπη έκδοση

ΝΑΤΑΣΑ ΣΤΑΣΙΝΟΥ
[email protected]

Αν σε καταφέρουν να ρωτάς τις λάθος ερωτήσεις, δεν χρειάζεται να ανησυχούν για τις απαντήσεις» έγραφε ο Τόμας Πίντσον στο Ουράνιο Τόξο της Βαρύτητας, ένα μυθιστόρημα για το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Σε αυτή την παγίδα φαίνεται να έχουμε πέσει στον «πόλεμο» που βρίσκεται σήμερα σε εξέλιξη για το ελληνικό ζήτημα.

Ισχύουν οι βαρείς χαρακτηρισμοί που διέρρευσαν για τον Ελληνα υπουργό; Και γιατί ο Γιάνης Βαρουφάκης δεν παρέστη στο δείπνο;

Πόσο δραματικό ήταν το ύφος του Ελληνα πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα στην τηλεφωνική συνομιλία με την Αγκελα Μέρκελ;

Και τελικά τι πληρώνει ο Σλοβάκος συνταξιούχος για το ελληνικό χρέος;

Αυτά ήταν τα «φλέγοντα» ερωτήματα που κυριάρχησαν στα μέσα και στις δημόσιες αντιπαραθέσεις των τελευταίων ημερών μετά τη συνεδρίαση του Eurogroup.

Δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να υποβαθμίζουμε τη σημασία που έχει το παρασκήνιο στην πολιτική, η συμπεριφορά ή οι σχέσεις μεταξύ των πρωταγωνιστών.

Ισχύει ότι πρόσωπα σε κρίσιμες θέσεις, όπως αυτή του υπουργού Οικονομικών, δεν φτάνει να έχουν γνώσεις, τόλμη ή καλές προθέσεις.

Πρέπει να έχουν την ικανότητα της πειθούς, της συγκρότησης συμμαχιών, να θέτουν ως πρώτο στόχο τη σύγκλιση και μετά να εξετάζουν τη ρήξη.

Ισχύει επίσης ότι στα δείπνα που ακολουθούν τις επίσημες συνεδριάσεις πολλές φορές πραγματοποιούνται ιδιαίτερα χρήσιμες συζητήσεις.

Ωστόσο, όταν επικεντρώνουμε την προσοχή μας αποκλειστικά στους χαρακτηρισμούς που αντηλλάγησαν στο Eurogroup ή στην απουσία από το περιβόητο δείπνο, χάνουμε το «ψητό».

Μία σειρά από σημαντικά ερωτήματα έχουν μείνει αναπάντητα.

Σύμφωνα με το ρεπορτάζ, τα κυριότερα «αγκάθια» είναι τα εργασιακά και το ασφαλιστικό, ενώ παραμένουν μικρότερες διαφωνίες στο μέτωπο της φορολογίας.

Η κυβέρνηση παραδέχεται ότι το ασφαλιστικό δεν είναι βιώσιμο, αλλά δεν μας έχει εξηγήσει ακριβώς τι σχεδιάζει να κάνει για αυτό.

Στα εργασιακά απορρίπτει την απελευθέρωση των απολύσεων και ζητεί επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων εργασίας.

Πράττει αδίκως να θέτει εδώ κόκκινες γραμμές; Εδώ καλείται να ξεκαθαρίσει η αντιπολίτευση τη θέση της.

Θεωρεί τα θέματα αυτά μικρής σημασίας μπροστά στην ανάγκη να εξασφαλιστεί άμεσα ρευστό;

Τι προέχει δηλαδή; Υπάρχει αντιπρόταση στις απαιτήσεις των πιστωτών, που μπορεί να λειτουργήσει ως το «ισοδύναμο» που μας ζητούν;

Και αν ναι, γιατί δεν την ακούμε από καμία πλευρά;

Τώρα, που αποφασίστηκε, ύστερα από όλα αυτά, να αλλάξει η σύνθεση της διαπραγματευτικής ομάδας -εξέλιξη που έγινε δεκτή με ιδιαίτερη ικανοποίηση από τις αγορές, η συζήτηση επικεντρώνεται και πάλι στα πρόσωπα.

Μήπως, όμως, το ερώτημα που πρέπει να μας απασχολεί περισσότερο είναι εάν τέλος πάντων διαθέτουμε ως χώρα συγκεκριμένη διαπραγματευτική στρατηγική;

Πρέπει να τεντώνουμε το σχοινί; Και εάν ναι, πόσο; 

Οι ιστορίες για τα όσα συμβαίνουν πίσω από κλειστές πόρτες, οι πιπεράτες λεπτομέρειες των συναντήσεων και η παραφιλολογία που τις ακολουθεί, πάντα θα γοητεύουν.

Εάν, όμως, μείνουμε εκεί και αγνοήσουμε τα ερωτήματα ουσίας, θα θυμίζουμε σε λίγο ήρωες του Πίντσον: μπλεγμένοι σε συνωμοσίες και σκοτεινές παγίδες, κυριευμένοι από μία  «παράνοια» που μας κρατά μακριά από τις λύσεις.