Από την έντυπη έκδοση
Του Α. Δ. Παπαγιαννίδη
[email protected]
Είχαμε αφιερώσει το σημείωμα της περασμένης Πέμπτης, 18ης Απριλίου, στην παρουσίαση των βασικών στοιχείων της έκθεσης-πρότασης του ΙΟΒΕ «Συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση και ανάπτυξη», που ανακινεί ζήτημα δημιουργίας ουσιαστικού κεφαλαιοποιητικού πυλώνα στο Ασφαλιστικό -με κατάργηση των υποχρεωτικών εισφορών για επικουρικά αναδιανεμητικού χαρακτήρα, με χαμηλότερα πλαφόν ασφαλιστικών εισφορών και με δημιουργία πλήρους κεφαλαιοποιητικής «νέας» επικουρικής, σε ατομικούς λογαριασμούς αποταμίευσης και με αφορολόγητο των εισφορών- με στόχευση να εξασφαλισθεί η δημιουργία αποθεματικού στο Ασφαλιστικό. Που να μπορεί να αντιστηρίξει και τις επενδυτικές ανάγκες της ελληνικής οικονομίας. Εδώ, μια παρεμβολή: σε προ ημερών εκδήλωσή του ο ΣΕΒ (μαζί με τους περιφερειακούς Συνδέσμους) έθεσε στο μικροσκόπιο το επενδυτικό κενό που πάλιν εμφανίζεται στην οικονομία.
Με υποχώρηση των επενδύσεων -1,8% του ΑΕΠ το 2018 σε επίπεδο συνολικά μια ανάσα πάνω από το 11%, στο μισό του μέσου όρου Ε.Ε., δηλαδή μείωση σχεδόν 3 δισ. ευρώ (βέβαια, και στην άνοδο και στην υποχώρηση, η χαμηλή βάση των επενδύσεων λειτουργεί μεγεθυντικά…), ο ΣΕΒ επιμένει στην ανάγκη να αυξηθεί ο ρυθμός των επενδύσεων. Το +5% ετησίως κρίνεται αποκαρδιωτικό, πάντως ανεπαρκές.
Και ναι μεν ακούγεται ωραία το να απευθύνεται έκκληση για επίσπευση των μεταρρυθμίσεων επενδυτικού ενδιαφέροντος, ή/και για βελτίωση της απορρόφησης ευρωπαϊκών κονδυλίων και πάντως για την προσέλκυση ξένων επενδύσεων, όμως η εξασφάλιση εγχώριου επενδυτικού δυναμικού έχει τη δική της σημασία. Μια χώρα που δεν επενδύει στον εαυτό της, ουδέποτε θα πείσει ξένους επενδυτές, άλλωστε.
Έτσι επιστρέφουμε στη συζήτηση για την υπόσχεση που θα μπορούσε να αποτελέσει η δημιουργία και διατήρηση κεφαλαιακού αποθέματος στο Ασφαλιστικό (το «διατήρηση» παραπέμπει στην πικρή ιστορία των μεταπολεμικών δεκαετιών, όπου τα αποθεματικά των Ταμείων «αξιοποιήθηκαν» άτοκα κατατεθειμένα στην Τράπεζα της Ελλάδος. και στήριξαν την ανάπτυξη. και έλιωσαν σαν το χιόνι την άνοιξη τα χρόνια του διψήφιου πληθωρισμού μέχρι να ανατιναχθούν πιο πρόσφατα: αλλά ας μην ξανανοίξουμε αυτήν τη συζήτηση).
Στο μέτρο που επιτευχθεί η δημιουργία σημαντικών αποθεματικών στο Ασφαλιστικό με διαχείριση μέσω Pension Funds/Συνταξιοδοτικών Ταμείων είτε ιδιωτικού είτε δημοσίου χαρακτήρα, αποθεματικών τα οποία θα έρθουν να ενισχύσουν την εθνική αποταμίευση, το ΙΟΒΕ έτρεξε σενάριο με 25% -50% – 75% επένδυσή τους στη χώρα.
Τα σενάρια αυτά αποδίδουν αύξηση του ΑΕΠ από 2% σε 2,7%, σωρευτικά κατά 10%-13,5% του ΑΕΠ – ή, αν προτιμάτε, μια προσαύξηση κατά 0,27% έως 0,38% του ετήσιου αυξητικού ρυθμού. Μπορεί αφ’ εαυτών τα ποσοστά να ακούγονται ισχνά, όμως… αν έρθουν να προστεθούν στους ρυθμούς γύρω από το 2% που έχουμε σήμερα -και στους ρυθμούς που πέφτουν μεσοπρόθεσμα προς το 1% κατά ΔΝΤ- αποτελούν μια πολύτιμη ενίσχυση της αναπτυξιακής δυναμικής.
Εδώ, βέβαια, τίθεται το δίδυμο ερώτημα: ποιος «εγγυάται» ότι η, μέσω Συνταξιοδοτικών Ταμείων, ενισχυμένη εθνική αποταμίευση νέας εποχής θα κατευθυνθεί στην αιμοδότηση των επενδυτικών αναγκών της ελληνικής οικονομίας και δεν θα επιδιώξει να τοποθετηθεί, διαφοροποιούμενη ή σε αναζήτηση καλύτερων/ασφαλέστερων αποδόσεων, στο εξωτερικό; Συν ότι δεν θα βρεθούν για μιαν ακόμη φορά τα ούτω δημιουργούμενα αποθεματικά υπονομευμένα-έως-εξαχνωμένα;
Στο πρώτο ερώτημα ο Αλέξανδρος Σαρρηγεωργίου, παρεμβαίνοντας από μέρους της Ένωσης Ασφαλιστικών Εταιρειών, παρέπεμψε στην πρακτική των αντίστοιχων χωρών Ε.Ε., όπου η ασφαλιστική αποταμίευση ευρύτατα στρέφεται στην εγχώρια αγορά, είτε σε κρατικά ομόλογα είτε σε άλλες αξίες. αλλά και στην έως τώρα διάθεση των 14 δισ. που έχει υπό διαχείριση η ελληνική ασφαλιστική αγορά. Στο δεύτερο, δεν παραγνώρισε τις επιφυλάξεις που έχει δημιουργήσει στην Ελλάδα η ύπαρξη περιπτώσεων κάκιστης διαχείρισης -όλοι συνειδητοποίησαν την αναφορά στην υπόθεση «ΑΣΠΙΣ»- αλλά παρέπεμψε στο αυστηροποιημένο (λόγω Ε.Ε., ήδη) πλαίσιο κανόνων διασποράς επενδύσεων και εποπτείας της ασφαλιστικής αγοράς.
Η ανάθεση της ασφαλιστικής εποπτείας στην Τράπεζα της Ελλάδος θεωρείται ότι δημιουργεί πρόσθετα επίπεδα αξιοπιστίας, ενώ στο ίδιο συμβάλλει και η διάσταση ευρωπαϊκής πλαισίωσης.
Από την άλλη, η τροπή των κεφαλαίων προς την εγχώρια κεφαλαιαγορά δεν μπορεί να επιχειρηθεί μέσα από δεσμευτικούς κανόνες – θα χρειαστούν στοιχεία πειθούς από την ίδια την οικονομία και τις επιχειρηματικές πρωτοβουλίες που θα αναλαμβάνονται στο πλαίσιό της.
Το leitmotiv αναμενόμενο: προκειμένου «το Ασφαλιστικό να δουλέψει για την Οικονομία, όχι η Οικονομία για το Ασφαλιστικό» όπως συνέβη και καταλήξαμε εδώ, το συνολικό προαπαιτούμενο θα είναι η θεμελίωση εμπιστοσύνης.