Skip to main content

Διπλωματικοί τηλεκαβγάδες

Από την έντυπη έκδοση

Του Μιχάλη Χατζηκωνσταντίνου
[email protected]

Πριν από μερικά εικοσιτετράωρα όλη η υφήλιος είδε τον Τζο Μπάιντεν να χαρακτηρίζει τον Βλαντιμίρ Πούτιν «φονιά» και να τον προειδοποιεί ότι θα πληρώσει βαρύ τίμημα για όσα έχει διαπράξει. Λίγες ώρες αργότερα στην Αλάσκα ο νέος υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Άντονι Μπλίνκεν, κατηγόρησε την Κίνα -απευθυνόμενος δημοσίως στους επικεφαλής της διπλωματίας της- ότι «απειλεί την παγκόσμια σταθερότητα».   

Απαντώντας ο Πούτιν ουσιαστικά επέρριψε στον Μπάιντεν ότι αντιδρά σαν παιδάκι που βλέπει τον εαυτό του στον καθρέφτη και ανακάλεσε τον Ρώσο πρέσβη από την Ουάσιγκτον. Αντίστοιχα η κινεζική αντιπροσωπεία σήκωσε το γάντι και μίλησε για «αμερικανική υποκρισία», καταδικάζοντας τις στρατιωτικές επεμβάσεις των ΗΠΑ ανά τον κόσμο.   

Σε πρώτο επίπεδο οι οξύτατες αλληλοκατηγορίες ερμηνεύτηκαν ως σαφής πρόγευση μιας επικίνδυνης κλιμάκωσης, ψυχροπολεμικού τύπου, των σχέσεων της Αμερικής με τη Ρωσία και την Κίνα. Ωστόσο, σε μια πολιτική σκηνή κατάφορτη από τη μιντιακή λογική ίσως θα πρέπει αυτές οι ενέργειες να εξεταστούν καλύτερα και ως προς τις επικοινωνιακές στοχεύσεις τους. 

Η διάσταση αυτή δεν ξέφυγε φυσικά από την προσοχή του αμερικανικού Τύπου. «Η διακυβέρνηση Μπάιντεν δείχνει όρεξη για διαμάχες υψηλού επιπέδου με την Κίνα και τη Ρωσία» έγραψε η «Washington Post». Παρατήρησε επίσης ότι παρά τη διάθεση της νέας κυβέρνησης να ανταλλάξει «ρητορικές μπουνιές» με τους αντιπάλους της, οι διπλωματικές συζητήσεις τόσο με τη Ρωσία όσο και με την Κίνα διεξάγονται ακόμη σε ικανοποιητικό επίπεδο. 

Το συμπέρασμα είναι ότι η νέα αμερικανική διακυβέρνηση δείχνει ανυπομονησία να ανεβάσει τους τόνους. Για να πείσει ότι, αντίθετα με τον Τραμπ, εκείνη σκοπεύει να ασκήσει πιο δυναμική διπλωματία, να διαρρήξει τις σχέσεις της με τη Ρωσία και να κάνει ό,τι χρειάζεται για να κερδίσει τον εμπορικό πόλεμο με την Κίνα.

 Η ιστορία, όμως, παίζει συνήθως περίεργα παιχνίδια και φαίνεται ότι η αμερικανική διακυβέρνηση ίσως απαλλαγεί ευκολότερα από την αποτυχημένη διπλωματία του Τραμπ, αλλά όχι και από το αλαζονικό ύφος του που γοήτευσε δυστυχώς τόσα εκατομμύρια πολιτών στις ΗΠΑ.