Από την έντυπη έκδοση
Του Αθ. Χ. Παπανδρόπουλου
Μεταξύ ζωής και οικονομίας, η Ευρώπη, πολύ σωστά, επέλεξε αυτό για το οποίο οι άνθρωποι έρχονται στον κόσμο: για να ζήσουν. Και προς την κατεύθυνση αυτή κάνει ό,τι μπορεί. Παρ’ όλα αυτά οι ηγεσίες των χωρών-μελών της Ένωσης δεν μπορούσαν παρά να προσέξουν και την οικονομία, γιατί από αυτήν τελικά θα προκύψουν οι απίθανοι πόροι που απαιτούνται για την προστασία και τη διατήρηση της ζωής. Και από την άποψη αυτή, οι διάφοροι αμφισβητίες των μέτρων που εφαρμόζονται, ας πληροφορηθούν ότι μπροστά στη φονική απειλή του κορονοϊού τριάντα Ευρωπαίοι στους εκατό είναι υποψήφιοι λόγω ηλικίας να εγκαταλείψουν τα εγκόσμια.
Και αυτό που λέμε δεν είναι καταστροφολογία. Είναι επαρκώς τεκμηριωμένη επιστημονική άποψη. Οι Ευρωπαίοι ηλικίας άνω των εβδομήντα ετών, σε περίπτωση προσβολής τους από τη νόσο Covid-19, έχουν σχεδόν μία πιθανότητα στις δύο να εγκαταλείψουν τα εγκόσμια, ιδιαίτερα δε αν υπάρχουν και υποκείμενα ιατρικά προβλήματα. Την ώρα, λοιπόν, που η Ευρώπη έπειτα από 63 χρόνια ενοποιητικής προσπάθειας και πορείας δίνει ίσως τον κρίσιμο πόλεμό της του 21ου αιώνα, είναι κρίμα να επανεμφανίζονται στο προσκήνιο προβλήματα που από καιρό θα έπρεπε να είχαν βρει τη λύση τους. Και το πιο σοβαρό από τα προβλήματα αυτά, είναι η οικονομική και νομισματική ένωση χωρών οι οποίες ήδη τελούν υπό καθεστώς ενιαίας αγοράς.
Η Ευρώπη μετά την υιοθέτηση του ενιαίου ευρωπαϊκού νομίσματος από 19 χώρες, έχει όλα τα περιθώρια να ενδυναμώσει τη νομισματική της ένωση, πλην όμως αυτό δεν νοείται χωρίς οικονομική πολιτική, λίγο ως πολύ κοινή για τις χώρες που συμμετέχουν στην Ευρωζώνη.
Δεν νοείται επίσης να κυκλοφορεί ένα κοινό νόμισμα, που εκδίδεται από μια κεντρική τράπεζα, χωρίς να υπάρχει και η απαραίτητη πολιτική εξουσία πίσω του.
Την ίδια στιγμή, όμως, είναι γελοίο κάποιες χώρες να ζητούν αμοιβαιοποίηση των χρεών, αλλά με διατήρηση της εθνικής τους κυριαρχίας. Είναι δυνατόν για παράδειγμα ένας Αυστριακός φορολογούμενος να φέρει ευθύνη για τα χρέη της Ιταλίας, αλλά να έχει μαύρο σκοτάδι για το πώς και γιατί αυτά δημιουργήθηκαν; Η λογοδοσία δεν είναι θέμα Βορρά-Νότου και επίδειξης αλληλεγγύης, αλλά σοβαρή περίπτωση ύπαρξης σοβαρότητας και ευθύνης όταν ζητείται βοήθεια ή συμπαράσταση.
Στο πλαίσιο αυτό, το τεράστιο υπαρξιακό πρόβλημα που θέτει η κρίση Convid-19 είναι αυτό του αποφασιστικού πλέον διλήμματος «περισσότερη» ή «λιγότερη» Ευρώπη; Για τους σημερινούς ηγέτες της Ένωσης, το ερώτημα αυτό είναι καυτό και δεν έχουμε την αίσθηση ότι όλοι καταλαβαίνουν το ίδιο πράγμα.
Άλλη είναι η αντίληψη Ευρωπαίων ηγετών οι χώρες των οποίων υπέγραψαν την ιδρυτική Συμφωνία της Ρώμης το 1957 και άλλη αυτή Ευρωπαίων της Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης, οι οποίοι επί 45 χρόνια έζησαν υπό κομμουνιστικό καθεστώς και σοβιετική κατοχή. Κατά συνέπεια, η οποιαδήποτε συζήτηση για περισσότερη Ευρώπη, σήμερα όσο ποτέ άλλοτε, προϋποθέτει το ξεκαθάρισμα της έννοιας «Ευρωπαϊκή Ένωση».
Άθελά τους ίσως οι Ευρωπαίοι ηγέτες, προκρίνοντας τη μάχη για τη ΖΩΗ, στην επίθεση του κορονοϊού, έφεραν στο προσκήνιο το θέμα των αξιών της Ευρώπης.
Και υπό αυτή την έννοια, όπως θα έγραφε και ο Πολ Βαλερί (1871-1945) «υπάρχει μια αξία που ονομάζεται πνεύμα, όπως υπάρχουν αξίες που ονομάζονται πετρέλαιο, σιτάρι, χρυσάφι… Η δε ανάπτυξη της αξίας αυτής κατατάσσεται ανάλογα προς την εμπιστοσύνη που έχουν απέναντί της…».
Αν σκεφτούμε, λοιπόν, με οικονομικούς όρους, υπάρχουν άνθρωποι που στοιχημάτισαν το παν υπέρ αυτής της αξίας, όλες τις ελπίδες τους, όλες τις οικονομίες τους και ό,τι περιέσωσαν από τα ενδόμυχα της καρδιάς τους, από την πίστη τους. Υπάρχουν άλλοι που προσδένονται επάνω της χλιαρά, μέτρια. Γι’ αυτούς είναι κάτι που δεν τους πολυενδιαφέρει, ούτε αυτή η ίδια η αξία, ούτε οι διακυμάνσεις της. Υπάρχουν πάλι άνθρωποι που ελάχιστα νοιάζονται γι’ αυτή την αξία, αφού ό,τι ζωτικό είχαν, αλλού το τοποθέτησαν.
Και τέλος, υπάρχουν και οι άλλοι, πρέπει να το ομολογήσουμε, που κάνουν ό,τι περισσότερο και καλύτερο μπορούν για να την εξευτελίσουν. Βλέπετε πώς δανείζομαι τη χρηματιστηριακή γλώσσα. Ίσως να φαίνεται παράξενο που μπορεί αυτή η γλώσσα να προσαρμόζεται σε θέματα πνευματικής υφής. Αλλά δεν βρίσκω καλύτερη και ίσως να μην υπάρχει καν άλλη γλώσσα για να εκφρασθούν σχέσεις αυτού του είδους, γιατί η πνευματική οικονομία καθώς και η υλική οικονομία, όταν το καλοσκεφθούμε, συνοψίζονται πολύ καλά, και η μία και η άλλη, σε μια απλή σύγκρουση καθορισμού αξιών.
Καλόν είναι, λοιπόν, οι Ευρωπαίοι ηγέτες, πέρα από τα ευρωομόλογα, να ανακαλύψουν ότι υπάρχει και ένα κεφάλαιο που λέγεται πολιτισμός και που πρέπει να προστατευθεί στον ίδιο βαθμό με τη ζωή και την οικονομία.