Skip to main content

Παραγωγικό μοντέλο και πανδημία

Από την έντυπη έκδοση

Του Αθ. Χ. Παπανδρόπουλου

Σύμφωνοι, τον τελευταίο καιρό γίνεται πολύς λόγος σε θεωρητικό επίπεδο για την απαραίτητη και επείγουσα αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της χώρας και πολύ καλές μελέτες έχουν κατατεθεί προς την κατεύθυνση αυτή. Το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), η διαΝΕΟσις, ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και Βιομηχανίας (ΣΕΒ) και γνωστές συμβουλευτικές εταιρείες καταλήγουν στο ίδιο συμπέρασμα: η Ελλάδα πρέπει να αλλάξει παραγωγικό μοντέλο, είναι ζωτικό να αποκτήσει εξωστρέφεια και η οικονομία της από καταναλωτική να γίνει σταδιακά πιο παραγωγική. Είναι, όμως, εύκολο κάτι τέτοιο σε μια χώρα με σοβαρές αγκυλώσεις και κυρίως πελατειακές δομές; Αλλάζει μια καταναλωτική και εσωστρεφής οικονομία τόσο γρήγορα όσο απαιτούν οι σημερινές συνθήκες;

Στο τέλος του 2020 η καταναλωτική δαπάνη στην Ελλάδα ξεπέρασε το 71% του ΑΕΠ και αν στο ποσοστό αυτό προστεθεί και η δημόσια κατανάλωση, τότε φθάνουμε το 93%, που είναι ρεκόρ στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ). Ακόμα χειρότερα, τα τελευταία χρόνια η καταναλωτική δαπάνη είναι υψηλή, όταν οι αποσβέσεις παγίου κεφαλαίου είναι υψηλότερες από τις νέες επενδύσεις! Έχουμε, δηλαδή, παραγωγική αποδυνάμωση τη στιγμή που η ελληνική βιομηχανία με το ζόρι αντιπροσωπεύει το 10% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ).

Και το ερώτημα που προβάλλει είναι αυτό του προσανατολισμού των κεφαλαίων του Ταμείου Ανάκαμψης της Ε.Ε.: Θα δαπανηθούν για την ανανέωση απαρχαιωμένου κεφαλαιουχικού εξοπλισμού ή θα χρηματοδοτήσουν την αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου; Πώς θα γίνουν οι επιλογές αυτές, από ποιους και με ποια κριτήρια, όταν βλέπουμε ότι σε μεγάλο βαθμό η ψηφιοποίηση της δημόσιας διοίκησης, παρά τις προσπάθειες του υπουργού Κυρ. Πιερακάκη, αναπαράγει ένα ξεπερασμένο και αναποτελεσματικό γραφειοκρατικό μοντέλο; Θα πρέπει να σημειωθεί, πάντως, ότι το πρόβλημα αυτό δεν είναι μόνον ελληνικό. Αφορά τις περισσότερες χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με τη διαφορά ότι αρκετές από αυτές είχαν περισσότερο αποτελεσματική και λιγότερο πελατειακή διοικητική υποδομή από την αντίστοιχη ελληνική.

Ένα άλλο σοβαρό θέμα προς αντιμετώπιση είναι αυτό του τρόπου και των δράσεων που πρέπει να γίνουν ώστε η ελληνική οικονομία και μαζί με αυτήν και η κοινωνία να ενσωματωθούν στις μεταβαλλόμενες ήδη με ταχύτητα συνθήκες της παγκοσμιοποίησης. Όπως μας έλεγε πριν από λίγο καιρό ο πρώην υπουργός και ομότιμος καθηγητής Οικονομίας Τάσος Γιαννίτσης, «μια από τις πλέον κρίσιμες συνέπειες της παγκοσμιοποίησης είναι η μεταβολή στους μηχανισμούς δημιουργίας και διατήρησης εθνικών ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων. Οι αποταμιευτικοί πόροι και η διαθεσιμότητα εργασίας (ακόμα και ειδικευμένης) δεν αποτελούν πλέον εγγύηση δημιουργίας ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων. Στο μέτρο που οι αγορές παγκοσμιοποιούνται και ομογενοποιούνται, οι νέες τεχνολογίες συνεπάγονται θεαματικές αλλαγές στο σχετικό κόστος εργασίας και στις απαιτήσεις της παραγωγής σε εργαζόμενους και ειδικότητες».

Κατά βάση διαμορφώνεται μια πραγματικότητα στην οποία τα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα, δηλαδή ένας κεντρικός μηχανισμός παραγωγής ανάπτυξης, συνδέονται όλο και περισσότερο με επιχειρηματικές στρατηγικές και τρόπους παγκόσμιας οργάνωσης της επιχείρησης, ενώ συρρικνώνεται η ισχύς του παραδοσιακού εθνικού ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος ως συνάρτηση συγκεκριμένου γεωγραφικού – οικονομικού χώρου. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η ικανότητα μιας χώρας να προωθήσει την αναπτυξιακή διαδικασία της περνάει σήμερα σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από τον τρόπο ενσωμάτωσής της στο παγκόσμιο πλέγμα σχέσεων, αλλά και στο είδος ολοκλήρωσης που αναπτύσσεται μεταξύ επιχειρησιακών στρατηγικών, κρατικών πολιτικών και κοινωνικών διαδικασιών.

Σε μια τέτοια διαδικασία, η παγκοσμιοποίηση των επιχειρήσεων αποτελεί γενεσιουργό παράγοντα αυτοτελών ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων. Αυτά προκύπτουν από την ίδια τη δομή της οργάνωσης και εξάπλωσης της επιχείρησης, που σωρευτικά δημιουργεί συνεχώς νέα πλεονεκτήματα. Για τα πλεονεκτήματα αυτά παύει ο συγκεκριμένος γεωγραφικός χώρος εγκατάστασης να είναι καθοριστικός. Είναι πλεονεκτήματα που απορρέουν από τον τρόπο οργάνωσης της ίδιας της επιχείρησης και κυρίως από το γεγονός της επιχειρησιακής παγκοσμιοποίησής της και λιγότερο από τη χώρα εγκατάστασης. Υπό παρόμοιες συνθήκες, η αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου στη χώρα, ιδιαίτερα μετά την καταιγίδα της πανδημίας, προϋποθέτει και μια βαθιά περί το επιχειρείν αλλαγή της κρατούσας αντίληψης και των όποιων πρωτοβουλιών αυτή η τελευταία υπαγορεύει.

Συνεπώς, η αναδιάρθρωση του παραγωγικού δυναμικού απαιτεί τη δημιουργία νέων θεσμών με ταυτόχρονη μετατροπή της αδράνειας σε δυναμική προσαρμογή σε νέες και μεταβαλλόμενες συνθήκες.

Γίνεται αυτονόητη έτσι και η ανάγκη σημαντικής βελτίωσης της ποιότητας των παραγωγικών συντελεστών, ιδιαίτερα δε αυτής του ανθρώπινου κεφαλαίου, το οποίο όλο και περισσότερο θα συνδέεται με τη γνώση και τις καινοτομίες. Το στοίχημα, λοιπόν, είναι μεγάλο και προϋποθέτει ισχυρές δόσεις πολιτικής ευθύνης για να κερδηθεί προς όφελος της κοινωνίας.