Skip to main content

Η Ελλάδα και οι αγορές

Από την έντυπη έκδοση 

Του Βασίλη Κωστούλα
[email protected]

Η απόδοση του ελληνικού 10ετούς ομολόγου καταγράφει αισθητή αποκλιμάκωση, σε σύγκριση με το αρχικό ιδιαίτερα υψηλό επίπεδο· στο 3,5% από την περιοχή του 4,5% όλους τους προηγούμενους μήνες. Η εξέλιξη είναι μόνο θετική. Υπό την προϋπόθεση ότι δεν δημιουργεί πλάνες για την πορεία της οικονομίας και κατ’ επέκταση για την πιστοληπτική ικανότητα του ελληνικού Δημοσίου.

Παράγοντες των αγορών εξηγούν επαρκώς γιατί τα ελληνικά ομόλογα είναι υπό συνθήκες δελεαστικά για τους επενδυτές. Το απόθεμα του ελληνικού χρέους είναι μεν το υψηλότερο της Ευρωζώνης, αλλά βρίσκεται στα χέρια του επίσημου τομέα. Το γεγονός αυτό δημιουργεί αίσθηση σχετικής ασφάλειας στους δυνητικούς αγοραστές ελληνικών τίτλων, από τη στιγμή που η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ μέσες άκρες συμμορφώνεται με το γενικό πλαίσιο που ορίζουν οι θεσμικοί πιστωτές.

Η έγκριση της δόσης των 975 εκατ. ευρώ, στο πλαίσιο των συμφωνημένων μέτρων ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους, συνδυάστηκε με το θετικό κλίμα που διαμόρφωσαν οι πρόσφατες εκδόσεις ομολόγων, ως βήματα για την οικοδόμηση της απαραίτητης καμπύλης αποδόσεων. Σημειωτέον, μια μερίδα διεθνών αναλύσεων συνδέει τη βελτίωση των συνθηκών και με την προοπτική της πολιτικής αλλαγής στην Ελλάδα, με το σκεπτικό ότι αυτή η κυβέρνηση έκλεισε τον κύκλο της και το διαφαινόμενο διάδοχο καθεστώς αναμένεται πιο δραστήριο σε πολιτικές που θα βελτιώσουν το επενδυτικό περιβάλλον. Είναι κάτι που θα φανεί σύντομα, αν και για ορισμένους οι αγορές ήδη το προεξοφλούν.

Κυρίως, όμως, τα ελληνικά ομόλογα προσφέρουν στους επενδυτές υψηλή απόδοση, μέσα σε ένα περιβάλλον παρατεταμένα χαμηλών, αν όχι αρνητικών, επιτοκίων στην Ευρωζώνη. Στην πραγματικότητα, μέχρι στιγμής, η σχέση της Ελλάδας με τις αγορές εξαντλείται σε περιπτώσεις αυξημένης ζήτησης για μικρά ποσά με υψηλή απόδοση. Η υψηλή αυτή απόδοση αντικατοπτρίζει τις μεγάλες αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας και το δυσβάσταχτο κόστος για το ελληνικό Δημόσιο, η πιστοληπτική ικανότητα του οποίου είναι η χειρότερη της Ευρωζώνης· το ελληνικό επιτόκιο είναι ακόμη και σήμερα τριπλάσιο του πορτογαλικού.

Το ανησυχητικά χαμηλό επίπεδο επενδύσεων, το επίμονα υψηλό απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων, το brain drain, η μεταρρυθμιστική άπνοια στον τομέα της δημόσιας διοίκησης λειτουργούν ως τροχοπέδη για την ανάπτυξη και διατηρούν τους τίτλους του ελληνικού Δημοσίου κάτω από την επενδυτική βαθμίδα.

Στόχος παραμένει η διατηρήσιμη επιστροφή του ελληνικού Δημοσίου στις διεθνείς κεφαλαιαγορές. Η αποκλιμάκωση του spread, το οποίο στην πραγματικότητα μετά βίας απομακρύνθηκε από την περιοχή των 400 μονάδων βάσης έναντι του γερμανικού ομολόγου, λειτουργεί ως απολύτως θετική εξέλιξη μόνο αν δεν οδηγεί σε στρεβλά συμπεράσματα για τις επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας. Τα καλά νέα όπως και οι πραγματικές προκλήσεις οφείλουν να τοποθετούνται στη σωστή τους διάσταση.