Skip to main content

«Προστασία της παραγωγής και πολιτική της απασχόλησης»

Του Χρήστου Α. Ιωάννου,
Οικονομολόγου, Διευθυντή Τομέα Απασχόλησης και Αγοράς Εργασίας ΣΕΒ
 
Το βάθος και η έκταση των δυσμενών επιπτώσεων του Covid 19 στην ελληνική οικονομία, στην παραγωγή και στην απασχόληση, θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από τη διάρκεια της πανδημίας. Οι χώρες της ευρωζώνης δεν βρίσκονται όλες στην ίδια κατάσταση και δεν έχουν τις ίδιες δυνατότητες αντίδρασης. Χώρες της Βόρειας Ευρώπης (Γερμανία, Ολλανδία, κα) που διαθέτουν μεγάλα δημοσιονομικά περιθώρια (fiscal space), μπορούν να υποστηρίξουν για περισσότερο καιρό την προσπάθεια αντιστάθμισης της ύφεσης πριν εξαντλήσουν τις δημοσιονομικές δυνάμεις τους και τις νομισματικές επιλογές τους. Έχοντας και τα πλεονάσματα και τα μέσα πολιτικής.

Στην Γερμανία π.χ. από τις αρχές Μαρτίου η Bundestag έκανε πιο ευέλικτο τον μηχανισμό του «συντομότερου χρόνου εργασίας» (Kurzarbeit), που μπορεί να είναι έως και πλήρης αργία, με το να επεκτείνει το σχέδιο και να διευκολύνει την πρόσβαση στο Kurzarbeitergeld, το επίδομα, έως 12 μήνες, στο 60% του μισθού πριν την κρίση. Οι επιχειρήσεις τώρα κάνουν χρήση όταν το 10% του εργατικού τους δυναμικού επηρεάζεται από την οικονομική κρίση (πριν προϋπέθετε 30%).

Η πρόβλεψη είναι ότι 2,35 εκ. εργαζόμενοι θα κάνουν χρήση με κόστος €10,05δισ. (και αποθέματα €26 δισ.) Πολλοί περισσότεροι από τα 1,4 εκ. που έκαναν χρήση στην κρίση του 2008, όταν το πρόγραμμα έγινε «διάσημο» διεθνώς. Όμως δεν είναι νέο πρόγραμμα του 2008, είχε πρωτοεφαρμοσθεί το 1910, νομοθετηθεί το 1924 και το 1927, και στην σύγχρονη του μορφή το 1957.

Ούτε μοναδικό είναι. Ανάλογο είχαν/έχουν οι Ολλανδοί, οι Σκανδιναβοί, οι Γάλλοι με το πρόγραμμα «μερικής ανεργίας» (chomage partiel) για το οποίο ήδη προϋπολογίσθηκαν €8.5 δισ. για πληρωμές 2 μηνών, οι Ισπανοί που πρόσφατα μεταρρύθμισαν αναλόγως το δικό τους πρόγραμμα ERTE, οι Ιταλοί με το «cassa integrazione» που εισήχθη μετά τον πόλεμο και αναπτύχθηκε / αξιοποιήθηκε στις οικονομικές κρίσεις του 1970 (και ήταν η πηγή «εισαγωγής» του εγχωρίου ΛΑΕΚ στα τέλη της δεκαετίας του 1980 στην Ελλάδα – το οποίο βέβαια ουδέποτε βρήκε τον δρόμο του). Και οι Βρετανοί μόλις στις 20 Μαρτίου εξήγγειλαν το αναλόγου λογικής Coronavirus Job Retention Scheme.

Οι διαφορές μεταξύ τους αφορούν και την ευελιξία τους και την αποτελεσματικότητα τους ως μέρους μιας υφισταμένης και συστηματικής πολιτικής απασχόλησης αλλά κυρίως τους διαθέσιμους δημόσιους πόρους για την υποστήριξή τους. Χώρες με πολύ λιγότερο ή καθόλου δημοσιονομικό χώρο, όπως αυτές της νότιας Ευρώπης, και η Ελλάδα, έχουν πολύ λιγότερο χρόνο πριν βρεθούν μπροστά στην αναπόφευκτη εξάντληση των δυνατοτήτων εφαρμογής μιας παρόμοιας πολιτικής συνολικά, και στον τομέα της απασχόλησης ειδικότερα. 

Η έμμεση υποβοήθηση μέσω της ΕΚΤ του ελληνικού Δημοσίου να ξαναδανειστεί για να αντιμετωπίσει τις επιπτώσεις της κρίσης δεν αρκεί. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η Ελλάδα έχει το μεγαλύτερο άχθος δημοσίου χρέους. Και με την αύξηση του δημόσιου χρέους από την μια, και την μείωση του ΑΕΠ από την άλλη, η σχέση δημόσιο χρέος προς ΑΕΠ θα φέρει την Ελλάδα σε δυσμενέστερη θέση.

Η, στο μέτρο του δυνατού, επιτυχής αντιμετώπιση των οικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας του Covid 19, -ειδικά σε μία χώρα σαν την Ελλάδα, (αλλά όχι μόνο σε αυτήν αλλά και στην Ιταλία, την Πορτογαλία, την Ισπανία, ακόμη και την Γαλλία) – δεν είναι εφικτό να επιτευχθεί με τη συνήθη προσφυγή στη δημοσιονομική και στη νομισματική πολιτική για διάστημα μεγαλύτερο των δυο-τριών μηνών.

Απαιτείται ένας άλλου είδους χειρισμός του προβλήματος ώστε να μην είναι αναπόφευκτο αποτέλεσμα της αναγκαστικής αργίας κατά την διάρκεια της πανδημίας, πρώτα η πτώχευση και χρεοκοπία παραγωγικών μονάδων και στην συνέχεια η μεταβίβαση της διαδικασίας πτώχευσης και χρεοκοπίας στο τραπεζικό σύστημα και στον δημόσιο τομέα. Ο μόνος άλλος τρόπος, όμως, που υπάρχει είναι να απαλλαγούν  οι οικονομικές μονάδες, καθ’ όλη την διάρκεια της περιόδου που παραμένουν σε αναγκαστική αργία, από τις πάγιες και διαρκείς υποχρεώσεις τους πληρωμών. Και παράλληλα να δοθούν τα  απαραίτητα μέσα στους εργαζόμενους που παραμένουν αργοί ή άνεργοι ώστε να δυνηθούν αυτοί και οι οικογένειές τους να ανταπεξέλθουν στις βιοτικές τους ανάγκες. Με μη επιστρεπτέα επιχορήγηση- όχι helicopter money αλλά drone money, στοχευμένο, δηλαδή, στον μέγιστό βαθμό.

Ταυτόχρονα όμως η Ελλάδα πρέπει να αποκτήσει, έστω εν μέσω αυτής της πρωτοφανούς κρίσης, πολλά από αυτά που δεν φρόντισε να αποκτήσει δεκαετίες τώρα, και κυρίως την τελευταία δεκαετία της κρίσης και της προσαρμογής. Μεταξύ αυτών, παρά το πλήθος των πανταχόθεν εξαγγελιών και των υποσχέσεων για «τον κόσμο της εργασίας», μια σύγχρονη και συστηματική πολιτική απασχόλησης που να υποστηρίζει το εγχώριο ανθρώπινο κεφάλαιο και την παραγωγική εργασία στις νέες συνθήκες του 21ου αιώνα, και στην μετά Covid 19 εποχή.