Από την έντυπη έκδοση
Του Χρήστου Α. Ιωάννου
Oικονομολόγος
Συζητήσεις και «διαπραγματεύσεις» άνευ πραγματικού αντικρίσματος και ουσιαστικού αντικειμένου έχουν υπάρξει πολλές στην Ελλάδα από τη χρεοκοπία του 2010 – σύμπτωμα και αυτές της χρεοκοπίας. Η «διαπραγμάτευση» περί τα εργασιακά, και ειδικότερα τα περί «επιστροφής των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας» είναι ακόμη μία. Γίνεται για να επιστρέψει η Ελλάδα σε κάτι που δεν υπήρξε.
Έως το 1990 κλαδικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας (όπως και επιχειρησιακές) δεν επιτρέπονταν στην Ελλάδα. Νομοθετήθηκαν επί οικουμενικής κυβέρνησης το 1990. Είκοσι χρόνια μετά, το 2010, υπήρχαν συνολικά σχεδόν 200 διεπιχειρησιακές συμβάσεις. Οι μισές λέγονταν «ομοιοεπαγγελματικές»: αφορούν το επάγγελμα ανεξαρτήτως κλάδου της οικονομίας – π.χ. τους λογιστές. Οι άλλες μισές βαφτίζονταν «κλαδικές», αλλά ουσιαστικά αφορούσαν την κύρια ειδικότητα εργατοτεχνιτών ενός κλάδου της οικονομίας, όχι ολόκληρο τον κλάδο, όχι όλους τους εργαζόμενους του κλάδου.
Παράδειγμα: Υπήρχε η λεγόμενη «κλαδική» Εργατοτεχνιτών-τριών αλλαντοβιομηχανιών. Αλλά μία αλλαντοβιομηχανία μεσαίου μεγέθους (230 εργαζομένων), εκτός από την υποτιθέμενη «κλαδική», έπρεπε στην πολιτική μισθών της να εφαρμόζει άλλες 20 συλλογικές συμβάσεις εργασίας: τεχνολόγων τροφίμων, μηχανικών, χημικών, γεωπόνων, πρακτικών μηχανικών, χειριστών μηχανημάτων, χειριστών Η/Υ, ηλεκτροτεχνιτών, εργοδηγών χημικών, φυλάκων, υπαλλήλων γραφείου, μεταλλουργών, συντηρητών, εργατοτεχνιτών χοιροτροφείου, καθαριστριών – όλες αυτές ήταν υποτίθεται «κλαδικές» βιομηχανίας, συν αυτές των οδηγών φορτηγών, περιοδευόντων πωλητών, λογιστών, κ.λπ. Τέτοιες ήταν οι λεγόμενες «κλαδικές» πριν από την ελληνική χρεοκοπία: Ήταν δηλαδή επαγγελματικές ενός κλάδου. Οι πράγματι κλαδικές συλλογικές συμβάσεις που υπήρχαν έως το 2010-2012 ήταν μετρημένες στα δάκτυλα.
Από αυτές τις 200 διεπιχειρησιακές (ομοιοεπαγγελματικές, επαγγελματικές κλάδου και, μετρημένες στα δάκτυλα, κλαδικές) συλλογικές συμβάσεις εργασίας του 2010-2012, το 2016-2017 «επιβιώνουν» λιγότερες από 20. Η συζήτηση και η «διαπραγμάτευση» γίνεται για να επιστρέψει η Ελλάδα σε κάτι που δεν υπήρξε και, επιπλέον, με βάση ερμηνείες που αγνοούν τα πραγματικά δεδομένα και, όχι μόνο δεν βλέπουν τη λύση αλλά δεν μπορούν καν να δουν το πρόβλημα.
Μία αιτία στην οποία αποδόθηκε η εξαφάνισή τους ήταν η κατάργηση (με το 2ο μνημόνιο) της δυνατότητας μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία ώστε να αναπαραχθεί και ανανεωθεί η ισχύς τους. Πριν από τη χρεοκοπία πάνω από τις μισές χρειάζονταν την προσφυγή στη μεσολάβηση και εν συνεχεία τη μονομερή προσφυγή στην υποχρεωτική διαιτησία για να ανανεωθούν – επιβιώσουν. Από το 2012 έως το 2014 το δικαίωμα μονομερούς προσφυγής καταργήθηκε. Επανεισήχθη το 2014. Όμως, αν και έκτοτε υπάρχει πάλι το δικαίωμα μονομερούς προσφυγής, οι ελλείπουσες συλλογικές συμβάσεις δεν «αναστήθηκαν».
Μία δεύτερη αιτία στην οποία αποδόθηκε η εξαφάνισή τους ήταν η δυνατότητα που δόθηκε από το 2011 και ενισχύθηκε το 2012, οι επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις εργασίας να αποκλίνουν από τις κλαδικές και το δικαίωμα που δόθηκε σε «ενώσεις προσώπων», όπου δεν υπάρχουν επιχειρησιακά σωματεία, να συνάπτουν τέτοιες επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Μέχρι τότε το δικαίωμα για επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις εργασίας υπήρχε μόνο για επιχειρήσεις που απασχολούσαν τουλάχιστον 50 εργαζόμενους. Το 2014 υπήρχαν 3.381 τέτοιες επιχειρήσεις και, όπως και τα προηγούμενα χρόνια, μόνον στο 10% από αυτές είχε υπάρξει επιχειρησιακή σύμβαση.
Μετά το 2012, στις σχεδόν 350 επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις επιχειρησιακών σωματείων προστέθηκαν άλλες 1.250 επιχειρησιακές συμβάσεις «ενώσεων προσώπων». Αφορούσαν (και αφορούν) μία μικρή περιοχή του συνόλου των 211.588 ιδιωτικών επιχειρήσεων, που το 2014 απασχολούσαν μισθωτούς. Το 2015, επί συνόλου 1.619.845 μισθωτών ιδιωτικού δικαίου μόνον οι 122.344 (δηλαδή το 7,5%) «καλύπτονταν» από επιχειρησιακές συμβάσεις σωματείων ή ενώσεων προσώπων (ορισμένες εκ των οποίων όριζαν τους μισθούς στα νομοθετημένα εθνικά κατώτατα όρια).
Συνεπώς, δεν είναι ο αριθμός των «ενώσεων προσώπων» που δικαιολογεί την εξαφάνισή τους. Άλλωστε, ήδη με τον νόμο του 1990, της οικουμενικής, οι επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις εργασίας υπερισχύουν (και μπορούν να αποκλίνουν) των (πολλών) ομοιοεπαγγελματικών, αλλά όχι των (λίγων) κλαδικών.
Η τρίτη και κρισιμότερη αιτία στην οποία αποδίδεται η εξαφάνισή τους αφορά την αναστολή από το 2011 (και «όσο διαρκεί η εφαρμογή του Μεσοπρόθεσμου») του δικαιώματος του υπουργού Εργασίας «να επεκτείνει και να κηρύξει γενικώς υποχρεωτική για όλους τους εργαζόμενους του κλάδου ή επαγγέλματος συλλογική σύμβαση εργασίας, η οποία δεσμεύει ήδη εργοδότες που απασχολούν το 51% των εργαζομένων του κλάδου ή επαγγέλματος».
Ακόμη κι αν καταργηθεί η αναστολή του δικαιώματος του υπουργού και εφαρμοστεί ο νόμος ως ίσχυε το 2011, πάλι είναι αμφίβολο εάν οι εξαφανισμένες διεπιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις εργασίας θα «αναγεννηθούν». Διότι δεν θα εκπροσωπούν το αναγκαίο 51%. Φταίει η κρίση θα πει κάποιος. Πράγματι οι εκπροσωπήσεις έχουν, κατά περίπτωση, συρρικνωθεί. Όμως ακόμη και πριν από τη χρεοκοπία, πριν από το 2010, εάν ο τότε νόμος εφαρμοζόταν ορθά, και όχι καταχρηστικά (και πελατειακά), πάλι οι περισσότερες των κηρυσσόμενων υποχρεωτικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας δεν δέσμευαν το 51% του κλάδου ή του επαγγέλματος.
Την Ελλάδα δεν την εμποδίζει κανείς να έχει, εάν το θέλει, συλλογικές διαπραγματεύσεις και συλλογικές συμβάσεις (και κλαδικές) περισσότερο από ό,τι οι παθογένειές της και η χρόνια (πριν από τα μνημόνια) απόκλισή της από το «ευρωπαϊκό κεκτημένο» της ανοικτής κοινωνίας, της παραγωγικής και ανταγωνιστικής οικονομίας και των ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων.