Skip to main content

Η Τουρκία κι εμείς

Από την έντυπη έκδοση 

Του Δ. Η. Χατζηδημητρίου
[email protected]

Εάν κάτι διδάσκει η ιστορία των ελληνοτουρκικών σχέσεων από την επομένη της υπογραφής της Συνθήκης της Λωζάννης, μέσω της οποίας καθιερώθηκε το status quo μεταξύ των δύο χωρών, αυτό είναι πως η Τουρκία έχει -και προβάλλει- σταθερές επιδιώξεις προς την κατεύθυνση της αναθεώρησης αυτού του καθεστώτος.

Στη μακρά διαδρομή, από το 1923 και μετά, η Άγκυρα με συγκεκριμένες ενέργειες, άλλοτε στο προσκήνιο κι άλλοτε στο παρασκήνιο, δεν έκρυψε ποτέ ότι επιδιώκει σε μια πρώτη φάση την επέκταση της επιρροής της και σε μια δεύτερη -κι εφόσον οι συνθήκες της το επιτρέψουν- την επέκταση της κυριαρχίας της σε Θράκη και Αιγαίο.

Ως αναθεωρητική δύναμη, η Τουρκία -και με δεδομένη την απουσία ενός αποτελεσματικού μηχανισμού επιβολής των  κανόνων του Διεθνούς Δικαίου- διατηρεί την απόλυτη δυνατότητα να επιλέγει τον προσφορότερο, κάθε φορά, τρόπο προώθησης των πάγιων στρατηγικών στόχων της.

Από τη συστηματική καταστρατήγηση και την ανατροπή των ρυθμίσεων για την ελληνική κοινότητα της Τουρκίας -Κωνσταντινούπολη, Ίμβρο και Τένεδο- έως την ανοικτή διεκδίκηση του Αιγαίου, ανατολικά του 25ου μεσημβρινού, από το 1973 κι έκτοτε, η Τουρκία εκδηλώνει σταθερά -κι ανεξαρτήτως των εσωτερικών της συσχετισμών και περισπασμών- την πολιτική βούλησή της για μια δραματική αλλαγή των όρων γειτονικής συνύπαρξής της με την Ελλάδα.

Υπ’ αυτό το πρίσμα, τίποτε απ’ όσα πράττει η Τουρκία στο πεδίο των διμερών σχέσεων δεν είναι τυχαίες εκδηλώσεις του… θυμικού μιας «νευρικής ηγεσίας», που αντιμετωπίζει προβλήματα εσωτερικής πολιτικής νομιμοποίησης κι αμφισβήτησης.

Όσα εκκινούν από την «άλλη πλευρά του Αιγαίου» είναι ενέργειες μελετημένες και σχεδιασμένες με τρόπο τέτοιο ώστε στη χειρότερη, για την Τουρκία, περίπτωση, να οδηγήσουν την Ελλάδα σε μια κατάσταση «φινλανδοποίησης».

Σε ένα Κράτος, δηλαδή, περιορισμένης εθνικής κυριαρχίας

Απέναντι σε έναν τέτοιον γείτονα, με τόσο φανερές προθέσεις και στρατηγικές σκοπεύσεις, το τελευταίο που χρειάζεται είναι να υιοθετηθεί, ως απάντηση και αντίδραση, η «ρητορική του μπεχλιβάνη».

Μια τέτοια συμπεριφορά από την Αθήνα δεν την καθιστά απλώς συμπαίκτη στις επιχειρήσεις ψυχολογικού πολέμου, που δεκαετίες τώρα υλοποιεί εις βάρος της χώρας μας η Άγκυρα, αλλά επιτυγχάνει κάτι πολύ χειρότερο κι επικίνδυνο.

Συσκοτίζει την πραγματική φύση των προβλημάτων που δημιουργεί η τουρκική πολιτική εις βάρος της χώρας μας και δεν χαλυβδώνει το «εθνικό φρόνημα», όπως φαίνεται να πιστεύουν όσοι ασκούνται σε ανέξοδες κορόνες…

Γιατί η Ιστορία έχει αποδείξει πως η κούφια κομπορρημοσύνη και η αφροσύνη, ως υποκατάστατο της έλλογης αποφασιστικότητας και της αποτρεπτικής ετοιμότητας, οδηγούν σε εθνικές ταπεινώσεις και καταστροφές.