Skip to main content

Γιατί πέφτει η δημοτικότητα της Κατερίνας Σακελλαροπούλου;

ΣΤΕΛΙΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΥ/EUROKINISSI

Η κυρία Σακελλαροπούλου υπήρξε ιδιαίτερα δημοφιλής τους πρώτους μήνες της θητείας της.

«Βαρομετρικό χαμηλό» καταγράφει, σύμφωνα με τις εταιρείες δημοσκοπήσεων, η δημοτικότητα της Προέδρου της Δημοκρατίας, Κατερίνα Σακελλαροπούλου την τελευταία περίοδο, προκαλώντας ερωτήματα σχετικά με τα αίτια ενός φαινομένου το οποίο θεωρείται πρωτόγνωρο για πρόσωπο που υπηρετεί στο ύπατο αξίωμα.

Σύμφωνα με δημοσκόπηση της εταιρείας Public Issue (Πολιτικό Βαρόμετρο) η δημοτικότητα της κυρίας Σακελλαροπούλου μειώθηκε τον Ιανουάριο στο 30%, με την μεγάλη πλειονότητα των πολιτών, δηλαδή το 60%, να εκφράζει πλέον αρνητική γνώμη για την Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Μάλιστα, όπως δείχνουν τα διαχρονικά στοιχεία της εταιρείας, η κυρία Σακελλαροπούλου είναι σήμερα η λιγότερο δημοφιλής Πρόεδρος της Δημοκρατίας των τριών τελευταίων δεκαετιών. Συγκεκριμένα, η δημοτικότητα του Κωστή Στεφανόπουλου (1995-2005) είχε φτάσει το 86% τέσσερα χρόνια μετά την εκλογή του, ενώ του Κάρολου Παπούλια (2005-2015), ακόμη και την περίοδο των μνημονίων, βρισκόταν στο 57%. Επίσης, ο Προκόπης Παυλόπουλος (2015-2020) που προήδρευσε και εκείνος σε μνημονιακά χρόνια, είχε δημοτικότητα 62%.

Πέραν της Public Issue, τη φθίνουσα πορεία της δημοτικότητας της κυρίας Σακελλαροπούλου είχε αποτυπώσει τον Νοέμβριο και η εταιρεία ερευνών Metron Analysis, καταγράφοντας τις αρνητικές γνώμες προς την Πρόεδρο της Δημοκρατίας σε 48% και τις θετικές σε 41%. Υπενθυμίζεται ότι η κυρία Σακελλαροπούλου εξελέγη Πρόεδρος της Δημοκρατίας τον Ιανουάριο του 2020 με συντριπτική πλειοψηφία 261 βουλευτών και τη στήριξη των τριών μεγαλύτερων κομμάτων της χώρας (ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ). Ανέλαβε δε τον Μάρτιο του 2020 με την δημοτικότητά της στο 56% , σύμφωνα με τη χρονοσειρά της Metron Analysis. Πως εξηγείται λοιπόν η πρωτοφανής πτώση της δημοτικότητάς της σε λιγότερο από 2,5 χρόνια;

Σύμφωνα με μια ερμηνεία η αρνητική γνώμη για την Πρόεδρο της Δημοκρατίας σχετίζεται με βαθιά ριζωμένες προκαταλήψεις των Ελλήνων απέναντι σε γυναίκες που αναλαμβάνουν πολιτικά αξιώματα. Η υπόθεση αυτή δεν φαίνεται, όμως, να επιβεβαιώνεται από τα πραγματικά δεδομένα. Και αυτό γιατί η κυρία Σακελλαροπούλου υπήρξε ιδιαίτερα δημοφιλής τους πρώτους μήνες της θητείας της (64% τον Απρίλιο του 2020 και 63% τον Ιανουάριο του 2021) κάτι που σημαίνει ότι οι πολίτες δεν είχαν τότε πρόβλημα με το γεγονός ότι μια γυναίκα βρέθηκε για πρώτη φορά στον προεδρικό θώκο. Με δεδομένο δε ότι οι γυναίκες στην Ελλάδα αποτελούν πλειονότητα (51,4% σύμφωνα με την τελευταία απογραφή) προκύπτει ότι η φθίνουσα πορεία της δημοτικότητας της κυρίας Σακελλαροπούλου, μετά τον πρώτο χρόνο της θητείας της, πιθανότατα δεν συνδέεται με το φύλο της.

Η υπόθεση Λιγνάδη και η μειωμένη εμπιστοσύνη στην ελληνική Δικαιοσύνη

Αντίθετα ο παράγοντας που ενδέχεται να βάρυνε πολύ περισσότερο στην κοινή γνώμη είναι η δήλωση στήριξης, από πλευράς της Προέδρου της Δημοκρατίας της αμφιλεγόμενης δικαστικής απόφασης απελευθέρωσης του σκηνοθέτη Δημήτρη Λιγνάδη, παρά την καταδίκη του για τον βιασμό δύο ανηλικών.

Υπενθυμίζεται ότι η κυρία Σακελλαροπούλου παρενέβη για το συγκεκριμένο θέμα το περασμένο καλοκαίρι εν μέσω έντονων αντιδράσεων της κοινής γνώμης και του καλλιτεχνικού κόσμου απέναντι στην απόφαση του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου. Τα στοιχεία επιβεβαιώνουν ότι από το καλοκαίρι και μετά η δημοτικότητα της προέδρου της Δημοκρατίας μειώθηκε αισθητά καθώς η συγκεκριμένη στάση φαίνεται  να ενόχλησε ευρύτατα τμήματα του πληθυσμού.

Ένα άλλο στοιχείο που εκτιμάται πως συνδέεται με την χαμηλή δημοτικότητα της Προέδρου της Δημοκρατίας είναι η χαμηλότερη εμπιστοσύνη που τρέφει πλέον η κοινή γνώμη για την ελληνική δικαιοσύνη, στον απόηχο αμφιλεγόμενων αποφάσεων αλλά και παρεμβάσεων με πολιτικό «χρώμα». Σύμφωνα με την εταιρεία Public Issue το 68% των πολιτών δηλώνει σήμερα ότι «μάλλον δεν εμπιστεύεται τη Δικαιοσύνη και τους Δικαστές» έναντι του 28% που εκφράζει εμπιστοσύνη στις δικαστικές αποφάσεις. Το γεγονός λοιπόν ότι η Πρόεδρος της Δημοκρατίας υπήρξε ανώτατη δικαστικός αλλά και η αίσθηση που ενδεχομένως δημιουργείται σε σημαντική μερίδα της κοινής γνώμης πως αποφεύγει να θίγει τα «κακώς κείμενα» του χώρου της, συμβάλει την τελευταία περίοδο στη χαμηλή «δημοφιλία» της.